Από καιρού εις καιρόν λέγονται, ακούγονται και δίδονται οι συνήθεις υποσχέσεις για μια επικείμενη αναβάθμιση και βελτίωση ή και αναπαλαίωση του παλαιού λιμανιού. Αναρωτιέμαι πόσοι εκ των συμπολιτών ζουν για να ‘χουν γνωρίσει εκείνο το πάλαι ποτέ λιμάνι παρόμοιο του οποίου ευαγγελίζονται οι ιθύνοντες αρμόδιοι και πόσα και ποια θαλάσσια σκάφη, πλοία, καΐκια, καράβια, βαρκούλες άραζαν, λικνίζονταν και το διέπλεαν. Πώς λειτουργούσε άλλοτε, όταν έσφυζε από κίνηση και ζωή. Τα βαπόρια μετά το ολονύκτιο ταξίδι έφταναν στο Ηράκλειο ή στη Σούδα και αφού επιβίβαζαν και αποβίβαζαν επιβάτες εκεί και φόρτωναν και ξεφόρτωναν εμπορεύματα, έφταναν μεσημέρι στο Ρέθυμνο και αγκυροβολούσαν αρόδο δηλαδή στα ανοιχτά. Την ίδια ώρα και στιγμή ξεκινούσε από το λιμάνι ένα ρυμουλκό σκάφος το «Εωσφόρος», το οποίο έσερνε δύο ή τρεις φορτηγίδες (σκάφη χωρίς κατάστρωμα) τις λεγόμενες μαούνες, κατάλληλες για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Οι Ρεθεμνιώτες του έδωσαν το προσωνύμιο «βαποράκι». Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στο ακρομόλιο – κυματοθραύστη καθόμαστε κάτω από το Φάρο και χαζεύαμε το… καταπληκτικό θέαμα, τον Εωσφόρο που σαν αρρενοπρεπής άντρας να πλέει και να προπορεύεται καμαρωτά τραβώντας τις μαούνες, που ακολουθούσαν υποχρεωτικά όπως εκείνες οι πειθήνιες γυναίκες, οι χανούμισσες, που βάδιζαν η μια πίσω από την άλλη με τον Τσαούση του χαρεμιού επικεφαλής.
Τότε δε λογάριαζαν τον καιρό. Το δελτίο και τα μποφόρ ήταν άγνωστα, έτσι βλέπαμε το βαποράκι με τις μαούνες, να παλεύουν και να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στα τεράστια, άγρια κύματα και να διακινδυνεύουν ένα ναυάγιο, μιαν ολοκληρωτική απώλεια από τη μια στιγμή στην άλλη. Από κοντά στον «Εωσφόρο» με τις μαούνες να σκαμπανεβάζουν σαν καρυδότσουφλα μέσα στα πελώρια κύματα βρίσκονταν και οι βάρκες με τους επιβάτες καθισμένους πρύμνα να σταυροκοπιούνται και πρώρα τις αποσκευές τους μαζί με τα κοτόπουλα.
Τέσσερις κωπηλάτες έλαμναν τη βάρκα αγκομαχώντας. Παρ’ όλα αυτά όλα εκείνα τα χρόνια ποτέ δεν ακούστηκε και ποτέ δεν συνέβη κάποιο ατυχές, θλιβερό επεισόδιο. Οι βάρκες σίμωναν το βαπόρι κι ένας λεμβούχος παρέδιδε τον επιβάτη στον άλλο που στεκόταν στην ανεμόσκαλα. Υπήρχαν και άλλα καΐκια και βάρκες αραγμένα, που εκτός της μεταφοράς επιβατών είχαν και αλιευτικές χρησιμότητες. Αλλά και τα αλιευτικά σκάφη πάλι είχαν την αποκλειστικότητα άλλων και διαφορετικών εργασιών με σκοπό κάποιο εισόδημα.
Οι τράτες ήταν τα καΐκια που έσερναν αλιευτικούς δικτυωτούς σάκους που έβγαιναν στα ανοιχτά και ξεπάστρευαν όπως και σήμερα όλα τα ψάρια του βυθού. Για τις τράτες υπάρχει σχετική νομοθεσία αλιείας τόπου και χρόνου.
Το παραγάδι είναι αλιευτικό όργανο σε σχήμα μακριού νήματος (χονδρή πετονιά μέχρι 200 μέτρα) από το οποίο κρέμονται, σε σταθερές αποστάσεις, άλλα μικρότερα νήματα με δολωμένα αγκίστρια με καλαμάρι ή γαρίδες στο άκρο τους. Το όλο σύστημα βυθίζεται στο νερό με βαρίδια. Η μακριά, χονδρή πετονιά κρέμεται ψηλά από το βυθό από δύο σημαδούρες εκατέρωθεν. Οι σημαδούρες είναι πλωτά, υδατοστεγή σώματα από διάφορα υλικά, που επιπλέουν στο νερό και συγκρατούν την πετονιά. Οι σημαδούρες εξάλλου επισημαίνουν και τη θέση του παραγαδιού στη θάλασσα, ήμερα και νύχτα, καθώς είναι εφοδιασμένες με φωτιστικά, ακουστικά μέσα είτε ακόμα και ραδιοηλεκτρικά. Μερικές φορές για να γίνονται εμφανείς σε μεγάλες αποστάσεις είναι εφοδιασμένες με ένα καλάμι που επιπλέει καθέτως και εξέχει από την επιφάνεια ενάμισι ή δύο μέτρα με μια σημαιούλα στην κορυφή. (ψάρεμα ξιφία). Οι σημαδούρες εντοπίζονται καμιά φορά και από πομπό, που διαθέτουν, αφού τα μεγάλα ψάρια μπορούν να τραβούν τα παραγάδια για πολλά μίλια ακόμα μέσα στην ανοιχτή θάλασσα.
Τα «διχτυάρικα» είναι βάρκες διασκευασμένες για ψάρεμα με δίχτυ και εφοδιασμένα με κατάστρωμα που χρησιμεύει τόσο για προστασία από τα κύματα, όσο και για την τοποθέτηση και εύκολη χρήση των διχτύων και των παραγαδιών.
Το «γρι-γρι» είναι πετρελαιοκίνητο γρήγορα σκάφος (τρεχαντίρι), που σέρνει πίσω του μικρές βάρκες με πυροφάνι, δεμένες τη μια πίσω από την άλλη. Αυτό το σμήνος ανοίγεται στο πέλαγος σαν την κλώσα να την ακολουθούν τα κλωσόπουλα.
Το γρι-γρι συνοδεύεται και από δεύτερο καΐκι δεμένο πίσω του ως βοηθητικό και είναι φορτωμένο με μεγάλο κυκλικό δίχτυ. Οι βάρκες σαν φτάσουν στον ψαρότοπο, τοποθετούνται κυκλικά όπως και το δίχτυ, το οποίο κλείνει στο κάτω μέρος σχηματίζοντας έναν σάκο, εντός του οποίου παγιδεύονται τα ψάρια, συνήθως σαρδέλες. Θυμάμαι ότι παλαιότερα τα γρι-γρι, ψάρευαν και έφερναν στην προκυμαία τόνους σαρδέλες σε σωρούς, οι οποίες πουλιόντουσαν όσο – όσο με το φτυάρι, όπως θυμάμαι και το συναρπαστικό θέαμα τη νύχτα από την προκυμαία με τις βαρκούλες και τον άτονο φωτισμό τους από το πυροφάνι.
Αδιάκοπη η κίνηση στο λιμάνι μεγάλων φορτηγών καϊκιών και πάντοτε αισθητή η παρουσία ενώπιων του Κουτήφαρη που έφερνε τσικάλια από τη Σίφνο.
Το παλαιό λιμάνι διέθετε και ναυπηγοεπισκευαστική και πολύ παλαιότερα κατασκευαστική μονάδα κάθε είδους ξύλινου σκάφους στην υπάρχουσα και σήμερα επικλινή προβλήτα μετά το τελωνείο.
Οι παλαιότερες ταβέρνες του λιμανιού είχαν ένα χρώμα ξεχωριστό και οικείο, ατμόσφαιρα λαϊκή, παραδοσιακή, κρασί βαρελιού και ψάρια της ώρας. Η κακαβιά του Μανόλη του Λιοδάκη ήταν περιζήτητη και όλες οι άλλες στη σειρά προσέλκυαν τον πελάτη γιατί μιλούσαν από μόνες τους. Δεν είχαν ανάγκη κανενός κράχτη για να μαζέψουν πελάτες. Πού είναι σήμερα ο Μανόλης κι όλοι αυτοί οι ευσυνείδητοι επαγγελματίες που γνώριζαν και καλωσόριζαν τον πελάτη τους με το μικρό του όνομα και τον υποδεχόταν εγκάρδια και ένθερμα. Πού είναι ο Αχιλλέας, ο Κουμιώτης, ο Βενιζέλος;
Εν κατακλείδι θα ήταν στοιχειώδης παράλειψη να μην αναφέρομε το καθάρισμα του βυθού από πλείστα μεγάλα και μικρά πετάμενα, άχρηστα αντικείμενα από αξιόποινη δραστηριότητα των γνωστών, ανάγωγων, κακομαθημένων συμπολιτών.
Αξίζουν κάθε έπαινο και κάθε τιμή όλοι αυτοί οι εθελοντές ρακοσυλλέκτες που με αδιάβροχη, υποβρύχια στολή επιδίδονται σ’ ένα δύσκολο εγχείρημα και σ’ αυτήν την ευεργετική ιδιωτική πρωτοβουλία καθαρισμός του βυθού, διότι συνιστούν αξιοθαύμαστο παράδειγμα για τους νεότερους. Εξ’ αυτών θυμάμαι και θα ‘θελα να αναφέρω το όνομα του κυρίου Καρνιωτάκη της γνωστής θαλασσινής οικογένειας.
Υποσημείωση: Στο παρόν σημείωμα ο γράφων εκθέτει και αποτυπώνει προσωπικές εμπειρίες από τα παιδικά του βιώματα, όμως για τον απαιτητικό, καλλιεργημένο αναγνώστη έχουν κυκλοφορήσει, σχετικά με το θέμα, διεξοδικότερες και εκτενέστερες εκδόσεις για μια πολλαπλή ενημέρωση.
Προς τούτο θα συνιστούσα στο επαΐοντα Ρεθεμνιώτη ενθέρμως μιαν έκδοση συλλεκτικής, μνημειακής ακόμα και εμβληματικής αξίας, όπως είναι η ενδελεχής έρευνα και λίαν εμπεριστατωμένη όσο και εμβριθή μελέτη του παραγωγικού συγγραφέα, τ. Σχολικού Συμβούλου και συμπολίτη Χάρη Στρατιδάκη: «Ρέθυμνο και θάλασσα».
Με περισσότερες από εκατό αναφορές για το παλιό λιμάνι και διανθισμένη με 24 φωτογραφίες δίδεται στον αναγνώστη μια εναργέστερη και παραστατικότερη εικόνα του παραδοσιακού περίγυρου αυτού του ρεθεμνιώτικου αληθινού θησαυρού.
Μεγάλο πολιτιστικό κεφάλαιο για το Ρέθυμνο ο συγγραφέας Χάρης Στρατιδάκης συνεχίζει να εμπλουτίζει τη νεοελληνική γραμματεία με ένα ευδόκιμο πνευματικό έργο.