Ο νόμος 4674/2020 «για την Στρατηγική Αναπτυξιακή Προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης», όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4735/20 θεσμοθετεί τους περίφημους Αναπτυξιακούς Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Οι Αναπτυξιακοί Οργανισμοί είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού σκοπού των ΟΤΑ και λειτουργούν όχι σαν φορείς δημόσιας εξουσίας και υπηρεσίας, αλλά σαν επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου 4674/20 οι Αναπτυξιακοί Οργανισμοί έχουν μεταξύ άλλων και τους εξής σκοπούς:
1)Την από κοινού με τους ΟΤΑ εφαρμογή της αναπτυξιακής πολιτικής προς όφελος των τοπικών κοινωνιών.
2)Την επιστημονική, συμβουλευτική και τεχνική υποστήριξη των ΟΤΑ με στόχο την ενίσχυση της διοικητικής και τεχνικής τους επάρκειας.
3)Την ωρίμανση και εκτέλεση έργων υποδομής που περιλαμβάνει την σύνταξη μελετών, τις αδειοδοτήσεις και την εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης.
4)Την διοικητική υποστήριξη της Τεχνικής Υπηρεσίας και της Υπηρεσίας Δόμησης και την ανάληψη καθηκόντων Τεχνικής Υπηρεσίας των ΟΤΑ.
5)Την εκπόνηση επιχειρησιακών προγραμμάτων ΟΤΑ και
6)Την εν γένει υποστήριξη των ΟΤΑ στην υλοποίηση αυτοδιοικητικών αρμοδιοτήτων.
Για την επίτευξη των σκοπών τους οι Αναπτυξιακοί Οργανισμοί αξιοποιούν χρηματοδοτικά εργαλεία και διαχειρίζονται αναπτυξιακά, επενδυτικά και ειδικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους. Επιπλέον δεν επιχορηγούνται από τους ΟΤΑ ή τον κρατικό Προϋπολογισμό.
Στο μετοχικό κεφάλαιο των Αναπτυξιακών Οργανισμών μετέχουν περισσότεροι του ενός Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή και Περιφερειακές Ενώσεις Δήμων. Κατ’ εξαίρεση οι Δήμοι και οι Περιφέρειες με πληθυσμό άνω των πενήντα χιλιάδων (50.000) κατοίκων μπορούν να συστήσουν και μονομετοχικό Αναπτυξιακό Οργανισμό, εισφέροντας το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου.
Οι Αναπτυξιακοί Οργανισμοί διοικούνται από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από την γενική συνέλευση των μετόχων.
Το προσωπικό των Αναπτυξιακών Οργανισμών διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο.
Το μεν τακτικό προσωπικό προσλαμβάνεται για την κάλυψη θέσεων βάσει κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας (ΚΕΥ), ενώ το έκτακτο προσωπικό που απαιτείται κάθε φορά προσλαμβάνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας για όσο διαρκεί το εκτελούμενο πρόγραμμα ή η σύμβαση.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η δημιουργία και λειτουργία Αναπτυξιακών Οργανισμών στους ΟΤΑ είναι ένα «έξυπνο» σχέδιο για την καταστρατήγηση κάθε διάταξης περί προσλήψεων και αμοιβών προσωπικού, διαφάνειας, διαδικασιών Δημοσίου ελέγχου και λογιστικού, με όρους διασπάθισης Δημοσίου χρήματος, όπως αποδεικνύει και το αμαρτωλό παρελθόν των Αναπτυξιακών Οργανισμών. Επιπλέον η λειτουργία τους αποσκοπεί στην αρπαγή αρμοδιοτήτων, έργων και υπηρεσιών που παρέχουν οι Δημοτικές υπηρεσίες και αποτελούν πάγια και διαρκή αντικείμενά τους, με μοναδικό σκοπό την κερδοφορία κάποιων ιδιωτών.
Προφανώς δεν αποτελεί λύση στην τρομερή υποστελέχωση των Δημοτικών Υπηρεσιών και στην αδυναμία άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής από τους ΟΤΑ η σύσταση Αναπτυξιακών Οργανισμών, δηλαδή η δημιουργία «παράλληλων Δήμων», αφού με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Αναπτυξιακού Οργανισμού θα μπορούν να προσλαμβάνουν εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ το έκτακτο προσωπικό που απαιτείται κάθε φορά, με ίδια κριτήρια και ιδιοτελείς σκοπούς, υποσκάπτοντας έτσι τον Δημόσιο και Κοινωνικό χαρακτήρα των ΟΤΑ.
Αρκετά ερωτηματικά δημιουργεί και το κόστος δημιουργίας και λειτουργίας ενός Αναπτυξιακού Οργανισμού. Διευθυντικά στελέχη, σύμβουλοι, γραφεία, εξοπλισμός, μισθοδοτούμενο προσωπικό κτλ. Το κόστος θα είναι σίγουρα μεγάλο και μάλιστα με αυξητικές τάσεις στη διάρκεια του χρόνου λειτουργίας του. Υπενθυμίζουμε αρκετά παραδείγματα Δημοτικών Επιχειρήσεων, αλλά και αναπτυξιακών εταιρειών ΟΤΑ που στο παρελθόν και μετά από κάποια χρόνια λειτουργίας, αφού διασπάθισαν Δημόσιο χρήμα, τέθηκαν σε καθεστώς εκκαθάρισης, επιβαρύνοντας τελικά τους Δήμους, δηλαδή τους ίδιους τους Δημότες, στους οποίους μετακυλίεται πάντα το κόστος.
Οι περιβόητοι λοιπόν Αναπτυξιακοί Οργανισμοί του νόμου Θεοδωρικάκου (Ν.4674/20) θεσμοθετήθηκαν την στιγμή που η χώρα μας βρισκόταν στο κατώφλι της πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, με πρόσχημα την καθυστέρηση υλοποίησης τεχνικών έργων λόγω υποστελέχωσης των τεχνικών υπηρεσιών των ΟΤΑ.
Ο νόμος αυτός με όσα προβλέπει και «παρέχει» όχι μόνο δεν καταπολεμά, αλλά ενισχύει την αδιαφάνεια, την ρουσφετολογία, την πλήρη «απονεύρωση» του Δημοτικού Συμβουλίου από αρμοδιότητες, αναθέτοντας τα πάντα σ’ αυτούς τους παντελώς ανεξέλεγκτους Αναπτυξιακούς Οργανισμούς.
Είναι σίγουρο ότι με αυτούς τους Οργανισμούς θα βολευτούν «ημέτεροι» και το χρήμα θα μοιραστεί σε φίλα προσκείμενους επιχειρηματίες και επαγγελματίες. Θα δημιουργηθούν νέα κλειστά κυκλώματα εκλεκτών που θα αναλαμβάνουν έργα και μελέτες με πλούσια κέρδη για τους ιδιοκτήτες και μισθούς φτώχιας για τους εργαζόμενους μηχανικούς.
«Ημετέρους εξυπηρετεί» και η διάταξη με την οποία πρώην δήμαρχοι ή απόφοιτοι Λυκείου θα μπορούν να καλύψουν θέσεις ειδικών συμβούλων στους Αναπτυξιακούς Οργανισμούς, με την εμπειρία να υποσκελίζει εντελώς την ακαδημαϊκή εξειδίκευση. Επιβραβεύεται δηλαδή, το πολιτεύεσθαι αντί του αριστεύειν.
Επιπλέον η μέσω των Αναπτυξιακών Οργανισμών προσπάθεια ιδιωτικοποίησης από την «πίσω πόρτα» μεγάλου μέρους των υπηρεσιών που παρέχουν οι ΟΤΑ, είτε πρόκειται για Δήμους είτε για Περιφέρειες, προσκρούει στον νόμο. Ο νόμος Θεοδωρικάκου αγνοεί ότι η διενέργεια διαγωνισμού είναι απαραίτητη για να συναφθούν προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ ΟΤΑ και Ανώνυμης Εταιρίας ακόμα και αν ο Οργανισμός κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών. Ακόμα οι οικονομικοί αυτοί οργανισμοί, ως ιδιωτικοί επί της ουσίας φορείς, δεν μπορούν παράλληλα να παίξουν ρόλο αναθετουσών αρχών, ούτε μπορούν να διαχειρίζονται προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, αφού κάτι τέτοιο αντίκειται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και το άρθρο 102 του Συντάγματος.
Εν κατακλείδι η δημιουργία και λειτουργία των Αναπτυξιακών Οργανισμών στους ΟΤΑ είναι ένα καλοστημένο σχέδιο αρπαγής των αρμοδιοτήτων και των υπηρεσιών των Δήμων και των Περιφερειών και παράδοσης τους σε κάποια ιδιωτικά συμφέροντα. Αφού πρώτα έχουν απαξιώσει τους Δήμους και τις Περιφέρειες αφήνοντάς τους χωρίς το απαιτούμενο προσωπικό και τον μηχανολογικό εξοπλισμό, έρχονται να παρουσιάσουν ως «σωτήρες» Ανώνυμες Εταιρίες που εκπροσωπούν φίλια συμφέροντα.
Οι Αναπτυξιακοί Οργανισμοί που στήνουν οι Δημοτικές και Περιφερειακές Αρχές θα μπορούν να παρακάμπτουν τα εκλεγμένα συλλογικά όργανα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και να εκχωρούν με μία απλή απόφασή τους, λειτουργίες και υπηρεσίες των Δήμων και Περιφερειών σε ιδιώτες εργολάβους, χωρίς να απαιτούνται προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ και χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε έλεγχος και διαφάνεια στις οικονομικές τους συναλλαγές.
Για όλους τους παραπάνω λόγους θα πρέπει οι αρμόδιες Δημοτικές και Περιφερειακές Αρχές να σταθμίσουν τα δεδομένα και να μην προχωρήσουν σε ενέργειες για την σύσταση και συγκρότηση Αναπτυξιακών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
*Ο Βουρβαχάκης Σταύρος είναι Οικονομολόγος – Δημοτικός Σύμβουλος Ρεθύμνου
Επικεφαλής «ΡΕΘΥΜΝΟ – ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ»