Ανοιξιάτικο χλιαρό, γλυκό βράδυ Σαββάτου κι εγώ μια βόλτα στην εξοχή θέλω να κάμω. Θέλω να ξεφύγω από την καθημερινότητα των βημάτων μου. Αρχίζω να περπατώ, με βοηθό της αγιασμένης φαντασίας το μπαστούνι.
Ο νους μου τρέχει εδώ και εκεί και αναζητά τους φίλους μου και τους δικούς μου ανθρώπους που έχουν φύγει. Αναμετρώ τη ζωή μου, θυμάμαι τα νιάτα μου και προσπαθώ να ξαναδιαβάσω τις άγραφες σελίδες τους. Προχωρώ αργά νωχελικά ανάμεσα στα δέντρα, η εξοχή απόψε έχει τη γλύκα της άνοιξης, χορεύει και τραγουδά στο χορό που της επιβάλλει ο οργανοπαίχτης χρόνος. Οι αγάπες που με συνόδεψαν μέχρι σήμερα σκιές αψεγάδιαστες μου φαίνονται.
Τρέχει, τρέχει ο νους, πηδά εδώ κι εκεί, σαν κατσίκι που προσπαθεί να φτάσει στο λιβάδι με την άφθονη χορτονομή. Κάποια στιγμή νομίζω πως βρίσκομαι σ’ αλλοτινούς καιρούς, τότε που σαν τούτη την εποχή έψαχνα μέσα μου να βρω το δρόμο της σταδιοδρομίας και το δρόμο της αγάπης. Ξεχάστηκα! Είμαι αρκετά μακριά από το χωριό, νιώθω κουρασμένος, κάθομαι σ’ ένα βραχάκι, μια θερμή πνοή τ’ αέρα μου χαϊδεύει το πρόσωπο και με το ζεστό του χάδι κλείνουν τα μάτια και σαν σε όραμα βλέπω το δίσκο του φεγγαριού να παίρνει χρώματα αζωγράφιστα και να τρέχει σα να θέλει κάποιον να προϋπαντήσει. Βλέπω τ’ άστρα να χαμηλώνουν και να λάμπουν παράξενα σαν προσκύνημα να κάνουν. Βλέπω τις κορυφές των βουνών να τεντώνονται και να ψηλώνουν από χαρά. Βλέπω τις αμυγδαλιές, τις λεμονιές, τις κερασιές, τις νεραντζιές να σκορπούν τ’ άνθη και το μύρο τους χουβαρνταλίδικα στον αέρα και να χορεύουν. Μυρίζομαι τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου και μου φαίνεται πως διπλή είναι απόψε. Μυρίζομαι το χαμομήλι και μου φαίνεται σαν να σηκώνεται από το χώμα και να δοξολογεί. Μυρίζομαι τον βασιλικό που πρώιμα τη μυρωδιά του διαλαλεί σαν βασιλιά να καρτερεί. Ακούω τους ψιθύρους των αοράτων τραγουδιστά να ευγνωμονούν και σε γιγάντια σκάλα να σκαρφαλώνουν. Βλέπω τα ερπετά σε στάση προσοχής να βρίσκονται. Ακούω τα τριζόνια παράξενους χαρούμενους ήχους στη νύχτα να σκορπίζουν. Βλέπω τα νυχτοπούλια να πετούν, σαν σε χορό να βρίσκονται, από κλαδί σε κλαδί και να τραγουδούν σ’ όλες τις γλώσσες τις άγνωστες χαρούμενα τραγούδια. Ακούω τσάχαλο να ‘ρχεται από τους τάφους λες και οι νεκροί σηκώθηκαν και γιορτάζουν την δικαίωση της ελπίδας.
Για μια στιγμή βρίσκομαι στην άκρη του ορίζοντα εκεί που ο ουρανός με τη γη συναντάται και βλέπω τον Χριστό Αναστημένο και τον θάνατο στο χώμα καρφωμένο. Μια ψυχρή ριπή του ανέμου με κτυπά στο πρόσωπο, σηκώνομαι από το βράχο της ανάπαυσης που ήμουν και σκέπτομαι αν ήταν αληθινά αυτά που σαν video πέρασαν από μπροστά μου κι ο νους μου ξύπνιος πια, σκαπέτι πιάνει μέσα στο χώμα, προσπαθεί για τ’ ανεξήγητα εξήγηση να βρει. Κοντεύει μεσάνυχτα κι ακούω την καμπάνα την ανάσταση του Χριστού να διαλαλεί και τρέχω τη λειτουργία να προλάβω και να τραγουδήσω και εγώ, μαζί με τη φύση, το Χριστός Ανέστη.