Αναστάτωση επικρατεί στην κοινωνία των Περιβολίων μετά την κύρωση των οφειλών από τον Δήμο Ρεθύμνου για εισφορές γης σε χρήμα σε κατοίκους της περιοχής, όπως αυτές προκύπτουν από την πολεοδομική πράξη εφαρμογής του 1993, η οποία ως γνωστόν υπογράφηκε και ισχύει από το 2002.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι ωφελούμενοι από την πράξη εφαρμογής, θα πρέπει να καταβάλουν συγκεκριμένα ποσά προς τον Δήμο, αλλά και εκείνος με τη σειρά του να αποζημιώσει κατοίκους, των οποίων η γη απαλλοτριώθηκε για τη διαμόρφωση κοινόχρηστων χώρων.
Μέχρι σήμερα δεν είχε προχωρήσει η διαδικασία αυτή. Όμως ο Δήμος Ρεθύμνου, κινούμενος από τις διατάξεις του νόμου «Καλλικράτης» δηλαδή του 3850/2010, ο οποίος προβλέπει ρητές ευθύνες και ποινικές κυρώσεις σε δημοτικούς υπάλληλους και στη δημοτική Αρχή εφόσον δεν φροντίσουν την είσπραξη των οφειλών προς το Δήμο από τους δημότες, απέστειλε ειδοποιητήρια προς τους οφειλέτες Περβολιανούς.
Σύμφωνα με τον αντιδήμαρχο Ρεθύμνου και υπεύθυνο Οικονομικών κ. Τάσο Παπαδουράκη, ο Δήμος δεν είχε διαφορετική επιλογή από το να απαιτήσει τα χρήματα από τους οφειλέτες, επισημαίνοντας ότι τα ποσά αυτά είναι με αντικειμενικές τιμές του 1993, ενώ αντίστοιχα πρέπει να καταβληθούν τα προβλεπόμενα ποσά προς τους δικαιούχους σε τρέχουσες αντικειμενικές τιμές.
Από την πλευρά τους πάντως οι κάτοικοι θεωρούν, ότι αφενός δεν έχουν τηρηθεί τα συμφωνηθέντα από το 1999 ως προς την αποσαφήνιση του νομικού πλαισίου, που διέπει τη σύνταξη των Μελετών Πολεοδομικών Εφαρμογών, ενώ αμφισβητούν το νόμιμο των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν τότε. Σύμφωνα δε, με επιστολή των κατοίκων του οικισμού στο Δημοτικό Συμβούλιο, δεν έγινε ποτέ η απαιτούμενη διόρθωση της ενιαίας πράξης εφαρμογής, που σημαίνει εκ νέου υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας, συνυπολογισμό των κοινόχρηστων χώρων και πιθανή ύπαρξη κληροτεμαχίων.
Επικαλούνται επίσης πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, στο οποίο γίνεται λόγος για μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών και επισημαίνουν, ότι οι εισφορές που καλούνται να πληρώσουν είναι παραπάνω από τις κανονικές, διότι δεν συνυπολογίστηκαν οι κοινόχρηστοι χώροι, όπως προβλέπει το άρθρο 13 του νόμου 1337/1983.
Για το θέμα που έχει προκύψει ζητούν την έκτακτη σύγκληση του Δημοτικού Συμβουλίου, προκειμένου να συζητηθεί εκτενώς και να ληφθούν σχετικές αποφάσεις, αφού εξεταστεί διεξοδικά και η θέση του Συνηγόρου του Πολίτη.
Προβλέπεται και υποθήκη περιουσιών
Σύμφωνα με το κ. Παπαδουράκη ο Δήμος οφείλει να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα στο Νόμο 1337/1983 για την εξόφληση των εισφορών σε χρήμα από τους δημότες, τονίζοντας ότι παράλληλα με την είσπραξη θα πρέπει από αυτά τα χρήματα να εξοφλήσει τους κατοίκους των Περιβολίων που δικαιούνται αποζημιώσεις.
Στις προϋποθέσεις εξόφλησης εισφορών σε χρήμα του Ν. 1337/83 τα συνολικά ποσά των εισφορών σε χρήμα καταβάλλονται ως εξής:
α) Μέχρι του ποσού των 293,47 ευρώ σε 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις και κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 14,67 ευρώ.
β) Από το ποσό των 293,48 ευρώ μέχρι το ποσό των 880,41 ευρώ σε 12 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις και κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 29,35 ευρώ.
γ) Από το ποσό των 880,42 ευρώ και άνω σε 12 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις.
Στην τρίτη περίπτωση για το διακανονισμό του ποσού των εισφορών σε δόσεις ισχύουν τα ακόλουθα:
1) Εάν το σύνολο της εισφοράς υπερβαίνει το ποσό των 1.467,35 ευρώ όχι όμως και το ποσό των 2.934,70 ευρώ, για την καταβολή σε δόσεις απαιτείται η προσκόμιση προσωπικής εγγύησης αξιόχρεου προσώπου κατά την κρίση του αρμόδιου ταμείου (αρθρ. 4, παρ. 2 του ΠΔ 5/17-12-85).
2) Εάν το σύνολο της εισφοράς υπερβαίνει τα 2.934,70 ευρώ, για την καταβολή της οφειλής σε δόσεις, θα πρέπει εντός τριμήνου από τη λήξη της πρώτης εξαμηνιαίας δόσης, να προσκομισθεί εγγυητική επιστολή Τράπεζας ή υποθήκη επί του εν λόγω ακινήτου ή άλλου ακινήτου του ιδίου ή τρίτου προσώπου. Η αγοραία αξία των ακινήτων στα οποία εγγράφεται υποθήκη θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό 25% τουλάχιστον από το σύνολο των πληρωτέων δόσεων.
Αν η εγγυητική ή παροχή υποθήκης δεν παρασχεθεί μέσα στο τρίμηνο από τη λήξη της πρώτης δόσης, τότε το σύνολο του ποσού που βεβαιώθηκε καταβάλλεται εφάπαξ από τον υπόχρεο, ειδοποιείται δε για το λόγο αυτό με συστημένη επιστολή από το ταμείο. Στην περίπτωση αυτή ο υπόχρεος μπορεί να καταβάλλει την οφειλή σε εξαμηνιαίες δόσεις με αίτησή του προς το ταμείο, εντός 45 ημερών από την ειδοποίησή του, με την προϋπόθεση όμως της πληρωμής του -μέχρι της ημερομηνίας υποβολής της αίτησής- ληξιπρόθεσμου ποσού με τις νόμιμες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, καθώς και την παροχή της εγγυητικής ή τη σύσταση υποθήκης.
Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη και η ανωτέρω προθεσμία, χάνεται αμετάκλητα το δικαίωμα καταβολής της εισφοράς σε δόσεις και αυτή καθίσταται εφάπαξ απαιτητή και ληξιπρόθεσμη σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του αρθ. 5 του ΚΕΔΕ.
3) Εάν το σύνολο της εισφοράς υπερβαίνει τα 2.934,70 ευρώ, ο οφειλέτης μπορεί να καταβάλλει αμέσως μετά τη βεβαίωση το επί πλέον του ποσού αυτού τμήμα της και το υπόλοιπο δηλ. το ποσό των 2.934,70 ευρώ να το διακανονίσει σε εξαμηνιαίες δόσεις χωρίς τη σύσταση υποθήκης ή την παροχή εγγυητικής (Γνωμ.ΝΣΚ204/94). Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται μόνο δήλωση εγγύησης αξιόχρεου προσώπου.
Αμφιβολίες για τη δυνατότητα εξόφλησης των ποσών από τους δημότες
Ο αντιδήμαρχος Οικονομικών του Δήμου Ρεθύμνου κ. Τάσος Παπαδουράκης, μιλώντας στα «Ρεθυμνιώτικα Νέα», επισήμανε, ότι η απαιτουμένη διαδικασία είναι όντως προβληματική λόγω των γνωστών στρεβλώσεων που επικρατούν στο νομοθετικό πλαίσιο αλλά και λόγω της οικονομικής κρίσης.
Σχολιάζοντας μάλιστα τις προβλεπόμενες διαδικασίες εξόφλησης δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Ο προαναφερόμενος τρόπος εξόφλησης των εισφορών λαμβανομένης υπόψη της παρούσης οικονομικής συγκυρίας, καθιστά σχεδόν ανέφικτη την εξόφληση των συγκεκριμένων οφειλών σε δόσεις, καθώς το σύνολο σχεδόν των υπόχρεων αδυνατεί να προσκομίσει εγγυητική τραπέζης, ενώ η σύσταση υποθήκης ακινήτου είναι χρονοβόρα και ταυτόχρονα επιβαρύνει τον υπόχρεο με επιπλέον έξοδα. Παρότι η παροχή ασφάλειας με την προσκόμιση εγγυητικής τραπέζης ή την σύσταση υποθήκης εξασφαλίζει τα έσοδα του Δήμου, η αδυναμία των υπόχρεων να παρέχουν την ασφάλεια αυτή καθιστά το μέτρο στην ουσία ανενεργό, ενώ έχει ως αποτέλεσμα να βεβαιώνονται τα συνολικά ποσά των εισφορών και να είναι εφάπαξ απαιτητά, γεγονός που προκαλεί την αγανάκτηση των οφειλετών και την μη είσπραξη των αναμενόμενων εσόδων από τον Δήμο».