Στις επόμενες επαναστάσεις, έως το 1897-98, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επεκράτησε το σύνθημα: ΕΝΩΣΗ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Με ακατανίκητη θέληση, ψυχική τόλμη, ένοπλες συγκρούσεις των επαναστατών κατά των τυράννων, αναγνωρίστηκε πλέον επίσημα την 1η Δεκεμβρίου 1913 η πολυπόθητη ΕΝΩΣΗ της ΚΡΗΤΗΣ με την ΕΛΛΑΔΑ.
Η ρίζα-καταγωγή, πατέρα και, υιού, συν ολοκλήρου του σογιού των, υπήρξε η Ανώπολη Σφακίων. Ο Μανόλης πατέρας του Ανδρέα, ήτο ένας από τους εγγονούς του: Γεωργίου Ανδρέου Βλάχου – Νεονάκη, επίσης ήτο ένας από τους δισεγγονούς του: Ανδρέα Βλάχου – Άρχοντα της Ανώπολης. Ιεραρχικά, ο Ανδρέας Εμμ. Νεονάκης (1850-1936) ήτο ένας, από τους τρισέγγονους του Άρχοντα Ανδρέα Βλάχου, φέρων και το όνομά του.
Α) ο Ανδρέας Εμμ. Νεονάκης (1850-1936) – Αντρουλής από τα εφηβικά του χρόνια, έμαθε την τέχνη του μυλοθρού, από το θείο του Απόστολο (αδελφό του πατέρα του) και εργάστηκε επαγγελματικά σε νερόμυλους: στους Αποστόλους, στην Ι. Μονή Ασωμάτων, στου Μανουρά την Καμάρα, κατά περιόδους, δια τα προς το ζην.
Β) Από το θείο του, Νικόλαο Βενιανό: Αρχηγός Ανατολικών Επαρχιών Ρεθύμνης (αδελφό της μάνας του) εκπαιδεύτηκε από τα 18 του χρόνια στη χρήση των όπλων και πολεμικών τεχνών. Επήρε το βάπτισμα του πυρός: ζωντανά, κατά μέτωπο – κατάντι – των εχθρών κατακτητών, μαζί με συντρόφους μαχητές, υπό την καθοδήγηση του εμπειροπόλεμου επαναστάτη Νικόλα Βενιανού.
Ήταν τραγουδιστής ριζίτικων, με ρεπερτόριο τραγουδιών. Σε χαρές των συγγενών του ετραγουδούσε στο τραπέζι και, σε καλές παρέες που έκαναν σε γιορτές. Επίσης τον καλούσαν οι χωριανοί, σε βαπτίσια των παιδιών των προτού γεράσει, για να τραγουδήσει στο τραπέζι της χαράς των.
1. Συνέβαινε κατά διαστήματα, στα γύρω χωριά ξάφνου, ένας Τούρκος που είχε προστριβές κοινωνικές, να βρεθεί νεκρός, από αγανακτισμένους χριστιανούς (ραγιάδες). Οι κατοχικές εξουσιαστικές αρχές, διερευνούσαν τα συμβάντα και, από πληροφοριοδότες, υποπτεύθηκαν τον Αντρουλή. Το απόσπασμα των Ζαπτιέδων (χωροφυλάκων) με τον επικεφαλής των, τον συνέλαβαν και τον έθεσαν σε ομηρία, τραβώντας τον μαζί των μέρα νύχτα, για ένα μικρό διάστημα, προς διαλεύκανση του ζητήματος, μήπως σταματήσει αυτό το κακό, για να καταλήξουν εάν είναι ένοχος ο κρατούμενος. Αλλά οι χωροφύλακες με τον επικεφαλής των, ήσαν καταπονημένοι, από τα πολλά και διάφορα ζητήματα τάξης, που των είχαν ανατεθεί, να τα εξιχνιάσουν. Έτσι κουρασμένοι, συν την μέριμνα απαιτήσεων διαβίωσης και ανάπαυλάς των, το έριξαν στο ραχάτι και στον βαθύ ύπνο. Τις νύχτες τον έβαζαν να κοιμηθεί απομονωμένο και, τριγύρω εκοιμώντο, οι φρουροί βαθύ ύπνο. Αυτός λαγοκοιμάτο και έκανε σχέδια με το νου του, πως ν’ απαλλαγεί. Εζύγισε όλες τις συνήθειες διαβίωσης των δεσμωτών του. Απέξω υπήρξε ενδιαφέρον γι’ αυτόν, από φίλους και συναγωνιστές. Μια βραδιά ησυχίας, έκαμε πρόβα, ενώ εκοιμούντο οι Ζαπτιέδες, εβγήκε στον ελεύθερο χώρο, είχε επαφή προσωπική και, ζήτησε να του φέρουν το επόμενο βράδυ, τη μπιστόλα γεμάτη – έτοιμη, καλά τυλιγμένη και προστατευμένη. Την έφεραν, ησυχία απόλυτη, βαθύς ύπνος. Εκείνος την πήρε, έφυγε ο εγχειρήσας τη μπιστόλα αμέσως αθόρυβα.
κεντρικού Αμαρίου
2. Ο Γενίτσαρος Μασλούμης για πρώτη φορά αντάμωνε τον Αντρουλή στον Αφρατέ, που εβάδιζε στον τότε δρόμο, δυτικά για τους Αποστόλους. Ο Γενίτσαρος Καβαλάρης στη φοράδα, ερχόταν Ανατολικά στον ίδιο δρόμο. Ήτο απογεματάκι, σε μια ισιάδα του δρόμου, από απόσταση ο Μασλούμης, του φώναζε: «Δε με θωρείς σκατόσταυρε να σταθείς στην μπάντα; Ήτο θεσμός των κατακτητών τυράννων: οι βαδίζοντες σε δρόμο χριστιανοί, έπρεπε να σταματήσουν πλάι, με υπόκλιση της κεφαλής, τη στιγμή που αντιπαρήρχετο, Οθωμανός – Τούρκος. Ο Αντρουλής δε σταμάτησε, είχε και τον ήλιο κατάματα, αλλά στο ντάλωμα του ήλιου, εκείνος εζύγισε τον καβαλάρη με το αετήσιο μάτι του, κρατώντας τη βέργα (ο οδοιπόρος πάντα κρατεί βέργα). Στο κουτέλωμα λοιπόν (στον αντιπαρέλθην), με μια γρήγορη χειρονομία, άρπαξε από τον πηγουνίτη (βάση του χαλινού) τη φοράδα και σταμάτησε. Συγχρόνως του σέρνει μια διαπεραστική φωνή, κοιτάζοντάς τον στα μάθια: γιάντα μωρέ θα σταθώ στην μπάντα… ποιος είσαι εσύ… ο Γενίτσαρος, εκέρωσε τα ‘χασε, είχε ακόλουθο εργάτη, γιατί γύριζε από δουλειά ο εργάτης μάρτυρας, του φώναζε: «παίξε μια σκαλέ τσι φοράδας να τον εκαβαλικέψει». Απάνω στη φράση αυτή, του γύρισε μια δυνατή ραβδέ, που του έπιασε, από μάγουλο – μηλίγγια – κεφάλι. Εγύρισε από την άλλη μεριά της φοράδας και, κρεμάστηκε στη σκάλα, πέφτοντας στη στράτα λιπόθυμος.
3. Τα Γιαμάκια ήσαν από άλλο χωριό, ντεληκανήδες. Εδρούσαν, ανά μικροομάδες, τρεις, τέσσερις. Ερχόταν στους Αποστόλους σε ώρα κολατσού (ώρα 9 έως 10) άνοιγαν τις πόρτες, έμπαιναν στα σπίτια, ενεργούσαν έρευνα φανερά και έπαιρναν ό,τι τους άρεσε. Βέβαια ερχόταν σε εποχές, που ήσαν πολλές δουλειές στις εξοχές, οπότε οι κάτοικοι ήσαν στις εξοχικές δουλειές. Στα σπίτια έμεναν οι ανήμποροι. Ο Αντρουλής αλέθοντας στο μύλο τους καρπούς για αλευροποίηση εγύριζε ενωρίς στο σπίτι του. Έτσι μια φορά κατά τις 10 το πρωί, άκουσε στην αποκάτω γειτονιά φασαρία – φωνασκίες και μια σκληρέ. Εκατέβηκε στον αποκάτω δρόμο και στο παράλληλο στενό που δεν είχε διέξοδο, να τα Γιαμάκια με τα μαχαίρια στις μέσες των, κτυπούσαν την πόρτα ν’ ανοίξει. Εκείνος δεν κρατούσε ούτε βέργα.
ερωτύλου
4. Σε ένα κοντινό χωριό των Αποστόλων, ένα σεφέρι, κατακτυπούσε την πόρτα μιας χριστιανής, σχεδόν κάθε αργαδινή, ένας Τούρκος από παραδιπλανό χωριό. Η χριστιανική κοινωνία το ήξερε και δεν το δεχόταν. Το είπαν στον Αντρουλή, αν μπορεί να τον αναγυρίσει. Εκείνος μια βραδιά τον εκουτέλωσε μεταξύ των δυο χωριών και τον αναγύρισε οριστικά, από το κατακτηπουριό αργά, ταχιά της ξένης πόρτας. Αυτή η μάστιγα έπαψε.
αγριόγατο της Κρήτης
5. Μια περίοδο, οι τότε γιδάρηδες, εζήτησαν από τον Αντρουλή να τους απαλλάξει από μια πληγή. Στη Ντόργια ένας αγριόγατος τους έπνιγε τσ’ αίγες. Εκείνος επήγε αθόρυβα, εκαρτέρεψε στση Ντόργιας το Φαράγγι. Εντοπίστηκε ο αγριόγατος και με υπομονή επερίμενε να περάσει σε καθαρό τόπο. Όπερ και εγένετο. Με μια και μόνη ντουφεκιά ο αγριόγατος έπαψε να ‘ναι ζωντανός. Απαλλαγή από τη μάστιγα.
6. Η υπόθεση του δικαστηρίου των 20 προβάτων. Αρχή της επανάστασης του 1897 ένας Τούρκος κάτοικος Γέννας, έφερε αυτά τα πρόβατα στο ρυάκι, πάνω από του Τσίγκα – δίπλα στους Αποστόλους. Βρήκε τον Αντρουλέα (έτσι τον έλεγαν οι Τούρκοι), του τα έδωσε να τα βλέπει και να τα πάρει πίσω όταν γυρίσει. Αυτός όμως δεν έγινε φαμεγιούρι του Τούρκου. Αυτά τα πρόβατα τα έφαγαν μαζί, οι επαναστάτες του χωριού, το 1897-98. Ήταν απροσκύνητος στη Σουλτανο-οθωμανική σκλαβιά. Και μάλιστα δεν μπορούσε να ξεχάσει, ούτε να συγχωρήσει την καταστροφή που έκαμαν στους Αποστόλους οι τούρκοι το 1867-68 και, ιδιαίτερα στο σπιτικό του πατέρα του, καθ’ όσον τότε, μπουλούκι οι επιδρομείς έσφαξαν τον αδελφό του, Τίτο (βοσκός) και συναποκόμισαν φεύγοντες, τις 180 έγγαλες που εφύλαγε και, επάλεψε, για να τις γλιτώσει (το βιος τους), ο απωλέσας τη ζωή του αδελφός.
7. Ο Ανδρέας Εμμ. Νεονάκης (1850-1936) ήταν ευαίσθητος. Το 1925 απεβίωσε ο αδελφός του Κωσταντής. Ένας από τους γιους του επήγε στον αλευρόμυλο της Ι.Μ. Ασωμάτων και του είπε: πατέρα έλα στο χωριό, γιατί πέθανε ο αδελφός σου. Εδιηγήθηκε μετά ο γιος του ότι αφού εφύγαμε μαζί, έτρεχε το δάκρυ στο μάγουλό του και έκλαιγε. Εγώ τα ‘χασα και του είπα: Μπαμπά, σταμάτα το κλάμα, γιατί θα αρχίσω και εγώ να κλαίω. Στην πορεία της ζωής του, έβλεπε: ξυπνητός, πομπή εξόδιου, μέλλοντος αποθανήν ένα 24ωρο πριν το θάνατό του. Ούτω πως, είδε και το ιδικό του εξόδιο: Ο εφημέριος της εκκλησίας, συνήθιζε μετά από λειτουργία, να πηγαίνει να κοινωνεί τους γέροντες. Έτσι εκοινώνησε και εκείνον στο σπίτι του. Δεν κατάπεσε στο κρεβάτι, δεν παραβάρεσε καθόλου, τους οικείους του. Μονάχα ζήτησε να του φέρουν από την Κρυονερίτισσα, νερό να πιει. Βλέποντας το εξόδιό του, είπε: Έτζοι απού ‘ρχονται, παίξετε μωρέ μια μπαταριά. Έτσι έλεγε τις ντουφεκιές. Αντιμετώπισε το χάρο άφοβα, στα 86 του χρόνια.