Καθώς οι προβολείς της επετειακής επικαιρότητας πέφτουν όλο και πιο έντονοι στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με αφορμή τη συμπλήρωση φέτος διακοσίων χρόνων, ο ποιητής Α ν δ ρ έ α ς Κ ά λ β ος (Μάρτιος 1792 Ζάκυνθος-Νοέμβριος 1869 Λουθ Αγγλίας) ξαναγυρίζει στο προσκήνιο, για να πάρει γι’ άλλη μια φορά αυτό που του αρνήθηκαν οι σύγχρονοί του: την αναγνώρισή του ως μεγάλου εθνικού μας ποιητή, του «π ο ι η τ ή τ ο υ Ε ι κ ο σ ι έ ν α».
Αναφέρομαι στις δύο ποιητικές συλλογές -τις μόνες ελληνόγλωσσές του- που εξέδωσε: την «Λ ύ ρ α» (Γενεύη, 1824) και τα «Λ υ ρ ι κ ά» (Παρίσι, 1826) με 10 «Ωδές» καθεμία και με κοινή θεματική την Ελληνική Επανάσταση του 1821
* * *
Η ζωή σε μια τελική αξιολόγηση της θεωρείται από τον Κάλβο «προοίμιον αθανασίας» (ιγ’). Τον αναγκαίο, άλλωστε, για τις ιστορικές συγκυρίες της εποχής του πολεμικό χαρακτήρα της ποίησης σε αντιδιαστολή με τα ειρηνικά τραγούδια τονίζει και στην ωδή «Εις Μούσας» (Η Λύρα):
Τας χορδάς ας αλλάξωμεν… (α)
αφρίζουν τα ποτήρια/ της αδικίας…(ιβ’)
Τώρα, ναι τώρα αστράψατε,/
Μούσαι, τώρα αρπάξατε/
την πτερωτήν βροντήν,/
κατά σκοπόν βαρέσατε/
μ’ εύστοχον χείρα. (ιγ’)
Συγχρόνως εκφράζει την απόλυτη πίστη του στην αποτελεσματικότητα της ποίησης («και τα θηρία και τα άλση χάνονται, ε’).
* * *
Γενικά, κανένα υπαρξιακό πρόβλημα, καμιά ψυχική κατάσταση, όσο ανθρώπινη κι αν είναι, δε δικαιολογεί για τον Κάλβο την αδράνεια και τη φυγομαχία, γιατί, κι αν «την εκλογήν ελεύθερον/ δίδει το θειον» («Εις τον Ιερόν Λόχον», η’, Η Λύρα), «τα παλικάρια… όνομα αθάνατον/ θέλουν και τάφον έντιμον/ αντίς δια στρώμα» («Εις Σούλι», στ’, Λυρικά). Γι’ αυτό ακριβώς δείχνεται ανελέητος για τον προδότη: «Γύρευε από την μοίραν σου/ κρυπτόν να σου χαρίσει/ τάφον εις όλους» («Εις τον Προδότην», ιε’, Λυρικά).
Εκείνο που συναρπάζει δεν είναι μόνο το πάθος για την ελευθερία της πατρίδας του αλλά και για μια τέλεια αρετή (με όλες τις έννοιες που πήρε η λέξη στην ιστορική διαδρομή της: ανδρεία, δικαιοσύνη, σύνεση, αγάπη, πολιτική αρετή…), συνδυασμός που αποδίδεται στο επίγραμμα – έμβλημα: «θέλει αρετή και τόλμην η ελευθερία» («Εις Σάμον», α’, Λυρικά). Ολόκληρη η ποίησή του -αποτέλεσμα «αρετής και τόλμης» κι αυτή, αν λάβουμε υπόψη το ιστορικό κλίμα της εποχής- είναι ένας ύμνος στην αρετή τη «μόνην, αμάργαρον, ολόγυμνον, αυτάγγελτον» (Πλόλογος «Λύρας»). Σ’ αυτή την «πολύτιμον θεάν» ο ποιητής κάνει επίκληση «την γην μη παραιτήσει/ την πατρικήν του» («Εις Ελευθερίαν», ιε’, Η Λύρα) και από την ηθική θεωρία έρχεται αυτόκλητος στην ηθική πράξη.
Γενικά η αρετή με την αρτιμέλειά της αποτελεί για τον ποιητή ορόσημο κορυφής. Εκεί η δίψα του τον ανεβάζει μέσα από επικίνδυνες ανηφόρες:
Ως απ’ ένα βουνόν/ ο αετός εις άλλο/
πετάει, και ’γω τα δύσκολα/ κρημνά της αρετής/
ούτω επιβαίνω. ( «Εις θάνατον»3, λε’, Η Λύρα)
Δεν τον τρομάζει, όμως, η πτώση, γιατί «… κι αν έπεσεν/ ο πτερωθείς…/ αφ’υψηλά όμως έπεσε/ και απέθανεν ελεύθερος («Εις Σάμον», γ’, Λυρικά).
* * *
Με ένα τέτοιο ηθικό υπόβαθρο, όπως είναι φυσικό, ο «Φιλόπατρις» Κάλβος δεν εκτρέπεται σ’ ένα στείρο εθνικισμό. Η προβολή του ελληνικού παρόντος πάνω στο έντονο φόντο του ιστορικού και μυθικού ελληνικού παρελθόντος είναι περισσότερο θέμα στρατηγικής: να αναστηλώσει στο εσωτερικό το φρόνημα των Ελλήνων που ρίχτηκαν σ’ ένα απελπισμένο αγώνα και να προπαγανδίσει στο εξωτερικό την αδιάσπαστη συνέχεια Αρχαιοελλήνων και Νεοελλήνων ενισχύοντας το Φιλελληνισμό. Ίσως στην ίδια πρόθεση και αυτοδέσμευση μοιάζει περισσότερο δίκαιο να αποδοθεί το ιδιόρρυθμο γλωσσικό κράμα παρά απλώς στην άγνοια της ελληνικής γλώσσας.
Αλλά και ο αντιτουρκισμός του εντάσσεται μέσα σ’ ένα ευρύτερο αντιδυναστισμό που χαρακτηρίζει τον Ελληνοϊταλό (Ρωμιό & Ρωμαίο) καρμπονάρο Κάλβο. Στην ωδή «Ηφαίστεια» (Λυρικά) ο Κανάρης με την ηρωική εθνική πράξη του παίρνει διαστάσεις όχι μόνο εθνικού αλλά πανανθρώπινου και διαχρονικού ήρωα (λβ’). Στην ωδή «Αι Ευχαί» (Λυρικά) ο ποιητής προτιμά να καταστραφεί η Ελλάδα και οι Έλληνες να πέσουν στην προσφυγιά «ψωμοζητούντες» (γ’), «παρά προστάτας να ’χωμεν» (δ’).
Καταγγέλλει τους υποκριτές ηγεμόνες της ανίερης Ιερής Συμμαχίας:
Ημείς δια τον σταυρόν/ ανδρείως υπέρμαχόμέθα/
και σεις εβοηθήσατε/ κρυφά τους πολεμούντας/
σταυρόν και αλήθειαν. (ια’)
Δια να θεμελιώσετε/ την τυραννίαν, τιμάτε/
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας/
και αυτόν επολεμήσατε/εις την Ελλάδα. (ιβ’)
Σαν άλλος «Ανώνυμος Έλλην» καλεί τους Έλληνες να στηριχτούν αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις, προσπαθώντας να τους εμπεδώσει την αντίληψη ότι το θέμα δεν είναι απλώς η αλλαγή αφέντη (ιε’, ιζ’).
Σαν άλλος Πίνδαρος προσπαθεί να εμφυσήσει στους Έλληνες νικητές τη μεγαλοψυχία, παίζοντας ρόλο ηθικού συμβούλου.
* * *
Στην ωδή «Εις Χίον» (ΗΛύρα) η απελπισία και η αγανάκτηση μπροστά στο φρικτό θέαμα της θηριωδίας των Τούρκων στην άοπλη Χίο τον οδηγεί στην ηρωική – πολεμική κραυγή: «Ας ερημώσει ο πόλεμος/ την Ελλάδα, πριν εύρη/ της Χίου την μοίραν» (κγ’), όμως δεν τον εμποδίζει να εξορκίσει ταυτόχρονα την Ελλάδα να μη μιμηθεί «την οργήν/ παμμίαρον των εχθρών της» (κδ’).
Στην ωδή «Εις Νίκην» (Λυρικά) απεύχεται μια νίκη που στιγματίζεται από μικροψυχία, αντιπροβάλλοντας ως υπόδειγμα συμπεριφοράς νικητή «…τους/ μη σκληρούς πατήσαντας/ τον εχθρόν, όταν έβαλεν/ τ’ άρματα κάτω» (ιθ’) και «όσους δεν εξάπλωσαν/ βαρείαν χείραν επί γέροντας/ η παρθένας οπ’ έγιναν/ λάφυρα μάχης» (κ’).
Επίσης στις ωδές «Το Φάσμα» (Λυρικά) και «Ο βωμός της Πατρίδος» (Λυρικά) ο ποιητής, έχοντας βαθύτατη συναίσθηση των «ιστορικών» μας ελαττωμάτων και μένοντας νηφάλιος σε στιγμές εθνικής αφροσύνης, καυτηριάζει και πάλι τη διχόνοια, την κακοδαιμονία της φυλής μας και γίνεται γι’ άλλη μια φορά παιδαγωγός του λαού.
Συμμέτρως εχορεύσαμεν,/ συμμέτρως ας αποθάνωμεν/
δια την πατρίδα. («Ο βωμός της Πατρίδας», ι’, Λυρικά)
* * *
Ο αγωνιστικός ποιητής δεν παρακολουθεί μόνο -και μόνος- από τις κερκίδες τα δρώμενα του αγώνα «κτυπώντας τη λύρα του» ως υμνωδός και θρηνωδός. Θέλει να συμπράξει και με τα όπλα, πράγμα που εξωτερικεύει άμεσα μέσα από τους στίχους του σε μια πατριωτική έξαρση:
Και ’γω το σίδηρον/ γυρεύω. ποιος μου δίνει/ τας βροντάς του πολέμου;/ ποιος μ’ οδηγεί την σήμερον/εις τον αγώνα; («Εις Δόξαν», ιε’, (ΗΛύρα)
ή περιγράφει με ένα υπερβατικό τρόπο στην ωδή «Εις Θάνατον» (Η Λύρα):
Εγώ τώρα… /την άτιμον σφίγγω πλεξίδα / των τυράννων (λβ’)
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα / αίματος και δακρύων /καταπατώ (λγ’)
* * *
Η κάθοδος, βέβαια, του Κάλβου στο Ναύπλιο, που προαναφέρθηκε, «για ν’ αντιτάξει μια ακόμη καρδιά στα όπλα των Μουσουλμάνων», όπως δηλώνει στον πρόλογο των «Λυρικών» προς το στρατηγό Λαφαγιέτ, αποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο απλώς για κάποιους λεονταρισμούς του ποιητικού του «εγώ».
Πριν κλείσουμε το «οδοιπορικό» μας, ας κάνουμε μια τελευταία στάση στην «επισημείωσιν» που ο ίδιος ο Κάλβος επισύναψε στην έκδοση της β’ σειράς των «Ωδών» του, για να υπογραμμίσουμε ότι η στράτευση του ποιητή δεν ήταν απλώς το επιγέννημα μιας στιγμιαίας έκρηξης της εθνικής του συνείδησης, δεν ήταν μια θητεία χωρίς προοπτικές συνέχειας: «Εις το ερχόμενον, εάν μου φθάση η ζωή και η τύχη μου δώσει αρκετήν ησυχίαν, θέλω… προβάλειν στίχους ηρωικούς υμνούντας τους κατά των ανηλεών τυράννων της πατρίδος θριάμβους του σταυρού και της των προμάχων μας αρετής». Και αυτό, παρά την ασυνέχεια, έχει την ιδιαίτερη σημασία του.
Γενικά ο Κάλβος «κτυπώντας τη λύρα του» αίρεται «νεωτερίζοντας» πάνω από τις ποιητικές συνταγές του καιρού του, χωρίς όμως να αναιρείται ως ποιητής, γιατί συναιρεί τους στόχους του (αισθητικό και κοινωνικό) σ’ ένα ποιητικό αποτέλεσμα που, όσο κι αν κάποτε αγγίζει, ποτέ δεν υπερβαίνει τα όρια (έστω τα έσχατα) της τέχνης. Αυτό είναι ακριβώς που εξασφαλίζει στην ποίηση του Κάλβου «αιώνιον ζωήν», διαψεύδοντας την απαισιόδοξη πρόβλεψη του Σούτσου και αναδεικνύοντας τον όχι μόνο «μέγα ωδοποιόν» (κατά τον Παλαμά) αλλά και οδοποιό και οδοδείκτη. Ο ανεπίκαιρος, βέβαια, τρόπος εξύμνησης ενός επίκαιρου θέματος όπως η Ελληνική Επανάσταση και η ασυμφωνία σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των ελληνικών ύμνων του και των υμνούμενων Ελλήνων ήταν μια πραγματικότητα που η συνειδητοποίηση της τον οδήγησε στην ποιητική του αφωνία, αφάνεια και «πτώση» (Ας… όψεται και ο συμπατριώτης του ο Σολωμός αλλά και η «τύχη», που δεν έδωσε «αρκετήν ησυχίαν» σ’ αυτόν τον ομηρικό και… καζαντζακικό -προ Καζαντζάκη- «Οδυσσέα» μας). Όμως: «κι αν έπεσεν ο πτερωθείς/αφ’ υψηλά όμως έπεσεν» κι εκεί «υψηλά» αποκαταστάθηκε μετά την «νεκροφάνειά» του χάρη στον Παλαμά. Και από ’κει εκπέμπει μέσα στο χρόνο τους «υψηλούς τόνους» του στην ίδια πάντα ένταση.
Η στάση του Κάλβου θα αποτελεί πρόκληση και πρόσκληση στους πνευματικούς ανθρώπους σε κάθε εποχή. Πρόκειται τελικά για τον αιώνιο πνευματικό ηγέτη που στις ανηφοριές της ιστορίας, υιοθετώντας το υπέροχο σύνθημα «νυν υπέρ πάντων ο αγών», υψώνει τη φωνή του ράπισμα στους δυνάστες και τα φερέφωνά τους, λειτουργεί αφυπνιστικά και τροχιοδεικτικά μέσα σε καταστάσεις άγνοιας, μακαριότητας και ραγιαδισμού και γενικά αγωνίζεται μέσα και έξω από το λειτούργημά του να σώσει -αλλά και να σωθεί- από την ανυπαρξία. Ιδιαίτερα όμως μπορεί να λειτουργήσει σήμερα, υποδεικνύοντας στον πνευματικό -και όχι μόνο- άνθρωπο το χρέος του μέσα σε ένα άκοσμο και «χρεοκοπημένο» κόσμο.
Σημ. 3. Η ωδή «Εις θάνατον» είναι αφιερωμένη στη Ζακυνθινή μάνα του Αδριανή το γένος Ρουκάνη, που πέθανε το 1815. Είχε να τη δει από το 1805, έτος που χώρισαν οι γονείς του και αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον Κερκυραίο πατέρα του Ιωάννη Κάλβο στην Ιταλία. Η απώλεια της πατρίδας και της μάνας του σε ηλικία 13 χρόνων θα σημαδέψει τη ζωή του. Στην ίδια Ωδή (στρ. κε’) αναφωνεί: Ω φωνή, ω μητέρα,/ ω των πρώτων μου χρόνων/ σταθερά παρηγόρησις./ όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε/ με γλυκά δάκρυα!
ΠΗΓΗ: Γιώργος Φρυγανάκης: «Επετειακά & Παράλληλα», Αθήνα 2020.