Όταν έφυγε από τη ζωή ο Ευθύβουλος Ι. Τσουδερός, άφησε πίσω του μια νέα γυναίκα χήρα στα 37 της χρόνια με τέσσερα παιδιά.
Εκείνη όμως, η Αριστέα Τσουδερού, δεν έσκυψε το κεφάλι στη μοίρα της. Και κατάφερε να αναστήσει όχι μόνο σπουδαίους ανθρώπους αλλά και δυο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του πνεύματος, της επιστήμης και της πολιτικής ζωής.
Όποιος γνώριζε τον Ανδρέα έμενε με την αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε γνωρίσει στέρηση στη ζωή του. Ήταν γεμάτος συναισθήματα, κι έτοιμος να προσφέρει στον καθένα στήριξη και ελπίδα.
Ο Γιάννης ήταν πιο αυστηρός, ίσως και λόγω καριέρας στην εκπαίδευση, όπου έπρεπε να επιβάλει την τάξη, αλλά κι αυτός έκρυβε πλούσιο συναισθηματικό κόσμο όπως φαίνεται και στα ποιήματά του.
Σ’ αυτούς τους δυο αξέχαστους συμπολίτες εστιάζεται το σημερινό μας αφιέρωμα εκφράζοντας το σεβασμό μας και στα άλλα δυο παιδιά του Ευθύβουλου και της Αριστέας Τσουδερού, την Ελένη και το Μιχάλη.
Αγαπούσε με πάθος το Ρέθυμνο
Ο Ανδρέας Τσουδερός, που γεννήθηκε στην πόλη αυτή το 1925, ενέπνεε συνήθως το δέος. Κι ας είχε χαμόγελο μικρού παιδιού. Αγαπούσε με πάθος το Ρέθυμνο.
– «Δεν μπορώ να δω αρνητικά σημεία στην πόλη μου», μου είχε πει σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια και πρόσθεσε «Δήλωνα και δηλώνω με περηφάνια Ρεθεμνιώτης ακόμα κι αν βρισκόμουν σε άλλες πολιτείες, γνωρίζοντας άλλους πολιτισμούς. Κάποιοι επιχειρούν να με διορθώσουν «Δηλαδή Κρητικός» κι εγώ να επιμένω: «Είμαι από το Ρέθυμνο».
Στα πέτρινα χρόνια μεγάλωσε ο Ανδρέας Τσουδερός. Το δημοκρατικό του φρόνημα αναδείχτηκε από την πιο τρυφερή του ηλικία ακόμα. Η γερμανική κατοχή τον βρίσκει στις επάλξεις αν και τόσο νέος. Πρωτοστατεί στην ίδρυση αντιστασιακής οργάνωσης νέων και νεανίδων ( Ε.Ε.Ν). Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε με το ειδικό μετάλλιο από το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Μετά την απελευθέρωση, το 1946, έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα εργάστηκε στο υπουργείο Ανεφοδιασμού. Καμιά εξάρτηση από συγγενείς που κατείχαν μάλιστα και υψηλούς κυβερνητικούς θώκους.
Και πάντα είχε μια αρχή που δεν αναθεώρησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του.
– Απόλυτος σεβασμός στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του.
Ο Ανδρέας Τσουδερός διέγραψε μια λαμπρή πορεία, αλλά κυρίως άφησε μνήμη αγαθή με τα έργα αγάπης που φρόντιζε να μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όπως κάνει κάθε σπουδαίος άνθρωπος.
Μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων του υπήρξε ο πρώτος Νομικός Σύμβουλος του Πανεπιστημίου Κρήτης από την ίδρυσή του και μέχρι το 2002, όταν συνταξιοδοτήθηκε. Υπηρέτησε με συνέπεια το Πανεπιστήμιο Κρήτης στα δύσκολα χρόνια της ίδρυσής του και συνέβαλε με την ιδιαίτερη προσφορά του στην ανάπτυξή του. Υπήρξε παράδειγμα ήθους και η ξεχωριστή προσωπικότητά του λάμπρυνε το Ίδρυμα».
Είχε καταφέρει επίσης με τα προσόντα και τις γνώσεις του να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή της χώρας.
Εξαίρετος νομικός, υπήρξε ειδικός σύμβουλος του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε προταθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου για το ψηφοδέλτιο επικρατείας, διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης, ειδικός σύμβουλος του υπουργείου Παιδείας, πρόεδρος του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, γενικός γραμματέας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μέλος του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, πρόεδρος της ΕΡΤ, μέλος Δ.Σ της Γενικής Τράπεζας, νομικός σύμβουλος του Πανεπιστημίου Κρήτης για δυο συνεχόμενες τετραετίες και πρόεδρος της Παγκρητίου Ένωσης.
Πέθανε στις 26 Ιουνίου 2016 και κηδεύτηκε την Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016 με εκατοντάδες Ρεθεμνιώτες να τον αποχαιρετούν από τον Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδείων της Θεοτόκου
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος γιατί είχε την ποιότητα του χαρακτήρα του στα γονίδιά του.
Γιάννης Ευθ. Τσουδερός: Ο ασυμβίβαστος
Δεν θυμάμαι πιο αδικημένο της πνευματικής ζωής του Ρεθύμνου από τον Ιωάννη Ευθ. Τσουδερό.
Έναν επιστήμονα που ενώ υποκλινόταν ο πνευματικός κόσμος στο έργο του, η πόλη του δεν τον αξιοποίησε όσο θα έπρεπε.
Δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η πανεπιστημιακή κοινότητα. Είναι η μορφή του αξέχαστου καθηγητή που αρκετές φορές όταν μιλούσαμε συννέφιαζε από έναν κρυμμένο παράπονο που μας κάνει αυτή τη στιγμή τόσο αυστηρούς.
Ήταν κι αυτός θύμα της μισαλλοδοξίας που ακόμα δυστυχώς κρατάει τα κλειδιά καταξίωσης ενός πνευματικού δημιουργού.
Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του Γιάννη Τσουδερού δεν τον άφησε να απολαύσει τα προνόμια που του εξασφάλιζε η άρτια επιστημονική του κατάρτιση.
Κι όμως εκείνος προτιμούσε τον παραγκωνισμό από την απόδοση τιμών με όρους. Τι κι αν ήταν ανιψιός πρωθυπουργού και στενός συγγενής προσωπικοτήτων της πολιτικής ζωής με μεγάλη πολιτική ισχύ. Δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ κι ήταν περήφανος γι’ αυτό. Κανένας συμβιβασμός, καμιά κατά συνθήκη υμνολογία για να πετύχει οφέλη. Έμεινε άφθορος από τις απόπειρες της εξουσίας να τον εντάξουν στις «αυλές» τους. Κι έτσι απέκτησε τη βαθύτερη εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας και σαν άνθρωπος.
Εκδηλώσεις προς τιμήν του
Σε λίγες περιπτώσεις πήρε την χαρά που εδικαιούτο. Τότε που μας κάλεσε να παρακολουθήσουμε την πρώτη του παράδοση στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της Γλωσσολογίας, όταν το 2ο Λύκειο με πρωτοβουλία του Ζήνωνα Ζαννέτου και του συλλόγου καθηγητών του έκανε μια λαμπρή εκδήλωση στην αίθουσα του Λυκείου και στην αντάξια του εσπερίδα, που οργάνωσε με απόλυτη επιτυχία η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Ρεθύμνου.
Η κατάμεστη αίθουσα στο Σπίτι του Πολιτισμού ήταν και μια επιδοκιμασία της πρωτοβουλίας αυτής.
Θυμόμαστε τον αξέχαστο καθηγητή, συγγραφέα, λαογράφο, του οποίοι κάποια έργα θεωρούνται από τα σημαντικότερα της ελληνικής γραμματολογίας να απολαμβάνει βαθειά συγκινημένος το άκουσμα από τα πιο έγκριτους να αναφερθούν στο έργο του επιστήμονες.
Αργότερα μας εκμυστηρεύτηκε τη χαρά του και την ικανοποίησή του που εκείνοι που συμμετείχαν στην εκδήλωση υπήρξαν στην πλειονότητά τους μαθητές του.
Ο συγγραφικός του πλούτος εξάλλου είχε αναδειχθεί επίσης στην έκθεση βιβλίου που είχε οργανώσει η Πολιτιστική Αναγέννηση στο Σπίτι του Πολιτισμού το 2012.
Είναι μεγάλη η συμβολή του Γιάννη Ευθ. Τσουδερου στην ιστορία και στη λαογραφία, ενώ το ιστορικό του έργο εκτείνεται χρονολογικά από το 1500 έως και το 1924.
Αυτός πρώτος επανέφερε το θέμα να τιμάται η επέτειος της Εθνικής Παλιγγενεσίας με αναφορά στον Κουρκουλό, όπου υψώθηκε το πρώτο λάβαρο της επανάστασης πριν σμίξουν όλοι οι αγωνιστές στην Παναγία Θυμιανή.
Ο σοφός καθηγητής ποτέ δεν ισχυριζόταν κάτι χωρίς επαρκή και αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση.
Ήταν επίσης σημαντική η συμβολή του στη μελέτη της Ελληνικής Γλώσσας και συγκεκριμένα της δομής της. Χρόνια ολόκληρα δούλεψε από τον Όμηρο μέχρι τη νέα ελληνική και οι εργασίες του, εξαντλητικές ως προς την παράθεση παραδειγμάτων, δείχνουν την εξέλιξη της γλώσσας όχι σε επίπεδο λέξεων αλλά σε επίπεδο δομής.
Ίσως επειδή ο ίδιος γνώρισε την σκληρή όψη της ζωής με το θάνατο του πατέρα του ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ανθρώπινη δυστυχία. Μάλλον γι’ αυτό έτρεφε μεγάλη συμπάθεια στους Μικρασιάτες του Ρεθύμνου και δεν το έκρυβε.
Ήταν αναμενόμενη τόση ευαισθησία, όταν από μικρός είχε βιώσει τις δυσκολίες της ζωής κι ήξερε τι σημαίνει αγώνας για επιβίωση με αξιοπρέπεια και δύναμη ψυχής.
Το ιστορικό του έργο
Η ιστορία τον συγκινούσε ιδιαίτερα κι αυτό φάνηκε στην πληρότητα της εργασίας του για την Ιστορία της Κρήτης και ειδικότερα του Ρεθύμνου 1536-1924 που εκδόθηκε το 1994.
Μας είχε βοηθήσει να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του βιβλίου μια εισήγηση του Πανεπιστημιακού δρ. Παναγιώτη Παρασκευά που είχε τονίσει μεταξύ άλλων:
«Αφορμές για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού υπήρξαν δύο, αφενός το γεγονός ότι δεν είχε γραφτεί μια ιστορία της περιόδου μετά 1898, και το έργο του Α. Νενεδάκη, Βουκέφαλοι, στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται στο Ρέθυμνο της τελευταίας περιόδου της Τουρκοκρατίας και ως το 1924, περίοδο του Μεσοπολέμου.
Σύμφωνα με τον Τσουδερό οι «Βουκέφαλοι» είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Έχει ως κύριο γνώρισμά του σε σχέση με την ιστορία ότι κινεί τα ιστορικά – αληθινά πρόσωπα από τη σκοπιά της καρδιάς τους, της προσωπικής τους σκέψης, των προσωπικών ποικίλων προβλημάτων τους και των τραγικών διλημμάτων τους και τα καθιστά διαχρονικά σύμβολα. Η ιστορία αντιθέτως δεν κάνει αυτό το πράγμα, περιορίζεται μόνο στα γεγονότα και τον εσωτερικό τους λόγο.
Το βιβλίο του Τσουδερού όμως δεν είχε την αναμενόμενη θερμή υποδοχή που θα έπρεπε, για την μεγάλη ιστορική του αξία. Και αποτελούσε μια απολύτως έγκριτη πηγή, διότι ο συγγραφέας έζησε την περίοδο αυτή στο Ρέθυμνο, ως παιδί, και γνώρισε τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στο Ρέθυμνο, κατέγραψε τις μαρτυρίες τους, τις βίωσε εν πολλοίς, διότι πολλοί εκ των μαρτύρων ήταν συγγενείς και γνωστοί του που έζησαν όλη αυτή την ταραγμένη περίοδο και έτσι προσέδωσε στο βιβλίο την αξία ενός συνόλου μαρτυριών πολύτιμων για όποιον ερευνά τομείς της εποχής. Δεύτερον, όπου δεν γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, κατέφυγε στον τοπικό τύπο και σε ζωντανές μαρτυρίες που του έδωσαν πολύτιμη ιστορική ύλη για όλα αυτά. Τρίτον έως το 1994 δεν υπήρξε για την περίοδο αυτή οτιδήποτε που να αποτελεί πραγματική έρευνα τόσο για την Κρήτη και δη το Ρέθυμνο προ και μετά του 1913 και ως το 1924. Ο Τσουδερός κατόρθωσε με αυτό το έργο του όλα αυτά και μας έδωσε μια αληθινή ιστορική πραγματεία της περιόδου, από την οποία ο ιστορικός ο μελετών εξειδικευμένα ζητήματα της Ρεθυμνιακής και Κρητικής ιστορίας θα πρέπει οπωσδήποτε να προστρέξει σε αυτό.
Με αυτά τα δεδομένα άλλη εικόνα σχηματίζει κανείς στο έργο του Νενεδάκη για το Ρέθυμνο της εποχής 1880-1924 και άλλη εντελώς άλλη στο έργο του Τσουδερού. Το πρώτο είναι λογοτέχνημα και ως τέτοιο μπορεί να έχει μικρή ή μεγάλη λογοτεχνική αξία που γι’ αυτήν θα μιλήσουν οι φιλόλογοι. Το έργο όμως του Τσουδερού είναι ιστορικό, αποδεικτικό και πολύ κατατοπιστικό και βασικό εργαλείο για όποιον ασχολείται με την ιστορία της Κρήτης και ιδιαίτερα του Ρεθύμνου. Υπήρξε ο πρώτος που ασχολήθηκε με την κρίσιμη αυτή εποχή της ιστορίας του Ρεθύμνου ανοίγοντας το δρόμο στους νεότερους να μελετήσουν πιο λεπτομερειακά και σε βάθος την περίοδο αυτή της πόλης μας και όχι μόνο.
Ειδικά στο θέμα των Τούρκων του Ρεθύμνου αναφορικά με το πώς αντέδρασαν στη νίκη του Κεμάλ επί των Ελλήνων το 1922 ο Νενεδάκης λέει άλλα, ο Γιάννης Μανούσακας του οποίου ο Τσουδερός ασπάζεται όσα λέει στο βιβλίο του «Ο χαλασμός» αναφέρει ότι χαροποιήθηκαν και έβγαλαν το μίσος που έκρυβαν από το 1918 κατά των Ελλήνων. Οι εφημερίδες της εποχής δεν λένε πολλά σε αυτό το θέμα, ενώ οι αντεκδικήσεις των Ρεθυμνίων επίσης δεν αναφέρονται πλην ενός φόνου στα ανατολικά της πόλης το 1922 σε μια προσπάθεια αντεκδίκησης. Όμως ο Μανούσακας αναφέρεται και σε αποκεφαλισμούς τουρκικών οικογενειών και σε συγκεκριμένες κουβέντες Τούρκων στα καφενεία για σφάξιμο των Ελλήνων στην Μ. Ασία γεγονότα που ναι μεν δεν φαίνονται γενικευμένα, ήταν όμως ενδεικτικά των προθέσεων των δύο στοιχείων. Ομοίως επίσης αποτυπώνει πολύ παραστατικά μέσω του Μανούσακα και πάλι την κατάσταση κατά την κατάρρευση του Μετώπου στο Ρέθυμνο με τον εξοπλισμό όλων και τις διαθέσεις του κόσμου έναντι του Βασιλιά και των φιλοβασιλικών με επίκεντρο την ιστορία με το βασιλόφρονα Τιμόθεο και τον γιγαντιαίο Κατριτζή. Η κατάσταση στην πόλη με την Επανάσταση του 1922 έγινε χαώδης, οι φυλακισμένοι απέδρασαν, συγκεντρώνονταν ένοπλοι, ταραξίες, ενώ η χωροφυλακή και ο Νομάρχης χάθηκαν και ευτυχώς ανέλαβαν την κατάσταση οι βενιζελικοί πολιτευτές και η ιδιωτική πρωτοβουλία, εμπόρων και άλλων, όπως ο Γαλερός, ο Ψαρρός, ο Λιαντρής, ο Γαλλιανός, ο Μαμαλάκης ο Λαμπρινός, και απεσοβήθησαν τα χειρότερα.
Περιγράφει επίσης τι έγινε στο Ρέθυμνο το 1922, πώς αντέδρασαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες, πώς αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες της Μικρασίας, ποια πρόσωπα έδρασαν τότε, ο ρόλος των εφέδρων σε σχέση με τα ανταλλάξιμα ως το 1932, η αναχώρηση των Τούρκων το 1924. Αυτό όμως που φαίνεται σε όλο το βιβλίο του είναι η ανθρωπιά του Ρεθυμνίου πολίτη, του κόσμου της πόλης αυτής για την οποία σε πολλά σημεία αναφέρεται με καμάρι ο Τσουδερός, ανθρωπιά που δεν οδήγησε σε ακραίες ενέργειες κατά προσώπων ή κατά εθνοτήτων, όπως αλλού.
Ο Γιάννης Ευθ. Τσουδερός υπήρξε αριστερός συνειδητός σε όλη του ζωή και η ιδεολογία αυτή διαπνέει το έργο του αυτό. Παρά ταύτα δεν υπήρξε μονολιθικός ιδεολόγος, αλλά κριτικός νους όλων των εποχών που βίωσε και κατέγραψε, των σφαλμάτων όλων των παρατάξεων ανεξαιρέτως και κατέληξε στην παραδοχή ότι ο διχασμός είναι ο μέγας κίνδυνος του έθνους μας, της χώρας μας διαχρονικά και σε αυτή τη διχαστική πολιτική συνέβαλλαν τα εκάστοτε κόμματα και οι ηγεσίες τους σε συνδυασμό με την διχαστική επίσης πολιτική των μεγάλων δυνάμεων σε μια μικρή χώρα, τη δική μας. Έτσι ο Τσουδερός αίρεται πάνω από όλα αυτά και με καθαρό μάτι στα 1994 συμβουλεύει, διδάσκει καλύτερα όλους μας.
Η συμβουλή και διδαχή του Τσουδερού ποιο είναι το χρέος του Έθνους μας και που βρίσκεται η λύση στο πρόβλημά του κάνοντας μια διαχρονική ιστορική διαδρομή που δείχνει πόσους εχθρούς ιστορικά είχε και έχει και σήμερα η Ελλάδα, πώς έπεσε στα δίχτυα τους κατά καιρούς και πως μόνο με την Εθνική ενότητα θα μπορέσει να πορευτεί στα χρόνια που έρχονται.
Ο Ιωάννης Ευθ. Τσουδερός έφυγε κι αυτός πλήρης ημερών.
Όταν πέθανε έγινε μια εκδήλωση προς τιμήν του από τον Σύλλογο Ρεθυμνίων το «Αρκάδι».
Ποτέ όμως δεν αξιοποιήθηκε ο συγγραφικός του πλούτος που είναι πολύτιμος. Κρίμα μεγάλο κρίμα.