Κι όπως αναζητούσα το υλικό για το ντοκιμαντέρ μου «Φραντζεσκιανά Μετόχια» που ετοιμάζουμε με τη φίλη Άννα Φραντζεσκάκη, γνώρισα μια θρυλική μορφή που λάτρεψαν οι …Βεδουίνοι!
Ναι διαβάσατε σωστά. Γιατί ο Ανδρέας Κατζουράκης, στον οποίο ανήκει το σημερινό μας αφιέρωμα, άφησε έργο ζωής στη Βόρεια Αφρική και τιμήθηκε όσο κανείς από τις φυλές της. Ακόμα και από τους «Τέμπου», τους πιο άγριους που τρομοκρατούσαν τους πάντες.
Ίσως να μη γνωρίζαμε ποτέ τη μυθιστορηματική ζωή του δαιμόνιου έμπορου, του ριψοκίνδυνου περιηγητή και του υπερδραστήριου έποικου αν δεν γινόταν ο βίος του βιβλίο με τίτλο «Ο Αντρία της Σαχάρα» από το γιο του Στέλιο που συνεχίζει κι ο ίδιος να τιμά το όνομα του πατέρα του.
Έτσι απέκτησε την αθανασία ένας άνθρωπος που δεν γνώρισε ποτέ το φόβο και δεν ανέχτηκε μέχρι το θάνατό του την κάθε μορφής υποταγή.
Μα πως βρέθηκε στην Αφρική ο ανήσυχος αυτός Ρεθεμνιώτης, που έκανε τόσο αισθητή την παρουσία του στην Λιβυκή ενδοχώρα;
Ο Ανδρέας κι από τη μέρα που γεννήθηκε ακόμα φαινόταν πως θα γίνει ξεχωριστός.
Γεννήθηκε στα Φρατζεσκιανά Μετόχια στις 29 Φεβρουαρίου 1916. Ο σφουγγαράς πατέρας του μόλις που τα έφερνε βόλτα να συντηρήσει την οικογένειά του, που το μόνο που της περίσσευε ήταν η αγάπη.Κι ένοιωθε περηφάνια όταν μιλούσε στα παιδιά του για τη βυζαντινή καταγωγή τους. Ήταν και η δική τους γενιά μια από τα δώδεκα αρχοντόπουλα. Ήταν Πάτεροι κλωνάρι από τους Σκορδύληδες.
Από νωρίς ο Ανδρέας εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τα γράμματα.Μετά το δημοτικό έρχεται από τους πρώτους δίνοντας εισαγωγικές στο Γυμνάσιο, αλλά η σκληρή πραγματικότητα κόβει τα φτερά του.
Με ποια χρήματα να σπουδάσει; Και τότε ήρθε σαν από μηχανής θεός να αλλάξει τη μοίρα του ο αδελφός του Γιάννης.
Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος, περνούσε τον Ανδρέα 15 χρόνια. Αποφασισμένος να πολεμήσει τη φτώχεια του αναζήτησε καλύτερη τύχη στους δρόμους της ξενιτιάς. Έτσι βρέθηκε στη Λιβύη όπου εγκαταστάθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Μαθαίνοντας για τον αδελφό του και τις δυσκολίες να σπουδάσει έγραψε στους γονείς του να του τον στείλουν.
Και τον Ιούνιο του 1930, ο Ανδρέας μόλις 14 χρόνων ξεκινά για το μακρινό ταξίδι. Έφθασε στον προορισμό του αρχές Ιουλίου. Και από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του ένοιωσε να τον επηρεάζει η γοητεία της χώρας αυτής που ήταν γεμάτη αντιθέσεις και πλούσιο ιστορικό παρελθόν. Δεν ήταν όμως ελεύθερη. Τελούσε υπό ιταλική κατοχή από το 1911.
Ένας δραστήριος έμπορος
Αρχικά ο μικρός Ανδρέας έπιασε δουλειά σε κατάστημα που εμπορευόταν τρόφιμα, ποτά και υφάσματα, προσφέροντας παράλληλα και μικρά γεύματα. Εργάζεται και παράλληλα μελετά με δικό του πρόγραμμα. Μαθαίνει αραβικά και ιταλικά κερδίζοντας τη φιλία όποιου τον γνώριζε. Όσο μεγαλώνει αποδεικνύεται πως η φύση τον έχει προικίσει πλουσιοπάροχα. Ψηλός και εύσωμος προκαλεί το θαυμασμό ιδιαίτερα όταν τρέχει στην έρημο με ταχύτητα που μπορεί να «σκάσει» και καμήλα στο συναγωνισμό.
Μπορούσε να πει ότι ήταν ευτυχισμένος αν ο δεσποτισμός του Γιάννη δεν του άφηνε περιθώριο να αναπτύξει δικές του πρωτοβουλίες. Η έρημος ασκεί μια περίεργη γοητεία στην ζωηρή ήδη φαντασία του μα δεν τολμά να παραβεί τους κανόνες που είχε θέσει ο αδελφός του.
Μέχρι που το 1937 ο Κανεπάρο Σεκόντο, Ιταλός συνταξιούχος αστυνομικός, του προτείνει να δουλέψει μαζί του στην όαση Κούφρα. Μια περιοχή που δεν είχε και την καλύτερη φήμη.
Ωστόσο ο Ανδρέας χωρίς να υπολογίζει κινδύνους ανταποκρίνεται με χαρά και πηγαίνει στον τόπο που θα κάνει δεύτερη πατρίδα.
Οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες για διαμονή.
Την ημέρα ο ήλιος λες και αγγίζει την έρημο. Πυρώνει την άμμο στη Σαχάρα. Οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 50 βαθμούς. Τη νύχτα, σαν γυρνάει η άλλη πλευρά του φεγγαριού, τα πάντα παγώνουν. Λίγοι καταφέρνουν να επιβιώσουν στις συνθήκες αυτές και μόνο ελάχιστοι μοιάζει να νιώθουν άνετα. Η έρημος της Σαχάρας είναι η μεγαλύτερη έρημος στη Γη. Χαώδης, τρομακτική και μυστηριώδης για όλο τον κόσμο.
Για τον Αντρέα Κατζουράκη, όμως, ήταν το δεύτερο σπίτι του. Ήξερε κάθε αμμόλοφο, κάθε κόκκο άμμου, γνώριζε πού βρισκόντουσαν οι οάσεις και ποια μονοπάτια δεν πρέπει να πάρεις με τα πόδια εάν δεν θες να πεθάνεις. Ακόμη και όταν φυσούσε δαιμονισμένα ο καυτός άνεμος Κίμπλι, ο Αντρέας ήξερε τι πρέπει να κάνει για να μη χάσει τον προσανατολισμό του μέσα στην αμμοθύελλα. Η Σαχάρα και οι άνθρωποί της ήταν το σπίτι του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον καλούσαν στα χωριά τους να επιλύσει εκείνος σαν ένας άτυπος δικαστής τις όποιες διαφορές τους.
Ένοιωθε σαν να ζούσε πάντα σε κείνη την απέραντη έρημο που τον προκαλούσε με το βαθύ της μυστήριο.
Δεν αργεί με την εξυπνάδα και τον καλό του τρόπο να δώσει ώθηση στην επιχείρηση που δημιούργησαν με τον Ιταλό. Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του διαδραματίζει η ευχέρειά του στην εκμάθηση γλωσσών και τοπικών διαλέκτων.
Όταν ο Καπενάρο, επιστρατεύτηκε για τις ανάγκες του πολέμου που ξεκινούσε στην Ευρώπη, ο Ανδρέας ξεκινά παράλληλα μια δική του επιχείρηση εμπορίας δερμάτων. Και καταφέρνει έτσι να ξεπληρώσει το μερίδιό του στον Ιταλό που αναλογούσε στη συνεργασία τους.
Χριστουγεννιάτικα τον καταδίκασαν σε θάνατο
Το 1940 βρήκε τον Ανδρέα στην περιοχή της Κούρφας στη μέση της ερήμου. Εκεί οι Ιταλοί διατηρούσαν φρούριο και μάλιστα η δύναμη της φρουράς ήταν φανατικοί του καθεστώτος Μουσολίνι.
Ο Κατζουράκης είχε καλές σχέσεις με τους Ιταλούς αλλά η κήρυξη του πολέμου ανατρέπει τα δεδομένα. Ξυπνά το αγωνιστικό φρόνημα των προγόνων του και μαζί με τον αδελφό του εφοδιάζουν τους ντόπιους αντάρτες, αναγνωρίζοντας το δίκαιο αγώνα τους.
Και δεν αργεί να γίνει κόκκινο πανί όταν πανηγυρίζει απροκάλυπτα για κάθε επιτυχία του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο.
Αυτό αποτελεί πρόκληση για τους Ιταλούς που τον συλλαμβάνουν και τον μεταφέρουν στη Βεγγάζη. Αυτό κρίνουν απαραίτητο οι κατακτητές φοβούμενοι ότι η παρουσία του στην έρημο θα μπορούσε με τις σχέσεις που είχε αναπτύξει με τις φυλές να ευνοήσει προϋποθέσεις πραξικοπήματος. Η μεταγωγή του όμως γίνεται από αέρος επειδή ήταν σίγουρο πως οι αντάρτες δεν θα έμεναν αδιάφοροι προκειμένου να προστατεύσουν τον αγαπημένο τους Έλληνα, στον οποίο έτρεφαν και μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Με συνοδεία εξήντα στρατιωτών οδηγείται σε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τύπου «Σαβόια». Εκεί ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1944 του ανακοινώνουν την καταδίκη του σε θάνατο.
Στις φυλακές που οδηγείται τον περιμένει μια θλιβερή έκπληξη, καθώς συναντά τον αδελφό του και άλλους γνωστούς Έλληνες της παροικίας της Βεγγάζης.
Αναφέρει ο ίδιος στο ημερολόγιό του.
«Μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Βρήκα τον αδερφό μου αλλά και πολλούς άλλους Έλληνες. Κρητικούς και Δωδεκανήσιους. Σφιχταγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και το ρίξαμε στο γλέντι. Οι Ιταλοί φρουροί απορούσαν πού βρίσκαμε το κουράγιο. Σε λίγες ημέρες θα μας εκτελούσαν και εμείς γλεντούσαμε».
Στο μεταξύ οι δεσμοφύλακές τους, ενώ παίρνουν εντολές άνωθεν να βασανίζουν τους κρατούμενους, δεν πειθαρχούν. Πώς να αγγίξουν τον Ανδρέα ιδιαίτερα που τόσα χρόνια τους φερόταν με τόση γενναιοδωρία;
Ένα ανδραγάθημα που κόβει την ανάσα
Ακολουθεί η μεταφορά τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Ζουετίνα, όπου ο Ανδρέας αναδεικνύεται σε φυσικό ηγέτη των αιχμαλώτων.
Επωφελούμενος από την αδράνεια των ιταλικών αρχών και εκμεταλλευόμενος την προσωπική γνωριμία του με τους φύλακες οργανώνει την κατάληψη του στρατοπέδου. Άνοιξε τις αποθήκες και μοίρασε τα όπλα, οργάνωσε επιμελητείες και σκοπιές:
Αναφέρει ο ίδιος στο ημερολόγιό του:
«Την επόμενη μέρα το 85ο σύνταγμα πεζικού των Ιταλών πλησίαζε το στρατόπεδο μέσα σε ένα σύννεφο άμμου. Ταραχή και πανικός για τις χιλιάδες που πλησίαζαν. Μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν, εκτός από τους 50 Ιταλούς αιχμαλώτους, άλλοι 180 Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν πώς να πυροβολήσουν:
Κάτι έπρεπε να κάνω προτού καταλάβουν οι Ιταλοί ότι ήμασταν άοπλοι και ακίνδυνοι. Βάζω ένα πιστόλι στη μέση και βγαίνω έξω από τις πύλες και περιμένω τους Ιταλούς. Επικεφαλής τους είναι ο στρατηγός Μπόμπι. Δεν φορούσα γαλόνια, αλλά παρίστανα τον αξιωματικό. Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα. Τζενεράλε, λέω στον Μπόμπι, έρχομαι εκ μέρους του αρχηγού του στρατοπέδου. Σας διαβεβαιώνω ότι μόλις γυρίσω την πλάτη μου θα σας θερίσουν με τα πολυβόλα. Το καθήκον σας το κάνατε. Η δύναμή μας είναι τεράστια. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι Ιταλοί πετούσαν στα πόδια μου τα όπλα τους. Η μπλόφα μου πέτυχε».
Συνολικά ο Κατζουράκης με 100 μόνο Έλληνες αιχμαλώτισε χωρίς να πέσει ούτε ντουφεκιά 7.000 Ιταλούς. Τους πήγε στις γραμμές των συμμάχων. Οι Άγγλοι και οι Αυστραλοί έτριβαν τα μάτια τους.
Κι έγινε το όνομά του θρύλος
Λίγους μήνες μετά, τα κατορθώματά του έκαναν το όνομά του θρύλο ανάμεσα σε Άγγλους και σε Λίβυους. Όταν οι δυνάμεις του Άξονα και κυρίως οι Ιταλοί άκουγαν το «Αντρία της Σαχάρας» άφριζαν από το κακό τους για τα τόσα χουνέρια που τους είχε κάνει. Στην πραγματικότητα το όνομά του τους προκαλούσε τρόμο.
Ένα ακόμα κατόρθωμά του που κόβει την ανάσα είναι και αυτό:
Λίγο από το Τομπρούκ τα «Άφρικα Κορπς» κυνηγούσαν μια ομάδα 60 συμμάχων φαντάρων μέσα στην καυτή έρημο, κάτω από έναν ήλιο που έλιωνε σίδερα.
Έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο στις γραμμές των Άγγλων για να σωθούν. Οι Γερμανοί όμως τους πλησίαζαν κάθε στιγμή. Ο Κατζουράκης δεν το σκέφτηκε πολύ:
Είχε μια ιταλική Μπερέτα. Πήδηξε κάτω από το τελευταίο φορτηγό και κρύφτηκε στο πλάι του δρόμου στη μέση της ερήμου πίσω από μικρή πέτρινη κολόνα που χρησίμευε σαν χιλιομετροδείκτης. Πρόλαβε να μετρήσει 11 Γερμανούς μοτοσικλετιστές που προπορεύονταν. «Τι είναι μια ζωή μπροστά σε 60;» σκέφτηκε. Άδειασε την πρώτη γεμιστήρα του πάνω τους. Πέντε νεκροί. Τη στιγμή που άλλαζε γεμιστήρα, οι υπόλοιποι έξι έκαναν μεταβολή και γύρισαν να ειδοποιήσουν το υπόλοιπο σώμα ότι έπεσαν σε μεγάλη ενέδρα. Έβαλε φτερά στα πόδια μόλις έκαναν πίσω και έτρεξε στους δικούς του που συνέχιζαν. Τους πρόλαβε μέσα από παράδρομους και έκοβε δρόμο μέσα από σημεία της ερήμου που γνώριζε πολύ καλά…
Μόλις ο πόλεμος τελείωσε ο Ανδρέας συνέχισε το εμπόριο χουρμάδων και δερμάτινων που είχε αφήσει στη μέση. Οι Λίβυοι για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του σε βουνά και σε λαγκάδια, ενώ ο δρόμος 1.500 χιλιομέτρων από την Αγκεντάμπα έως την Κούρφα στη μέση της ερήμου, που ο ίδιος χάραξε, ονομάστηκε Ταρίγκ Αντρία, ο δρόμος του Ανδρέα.
«Ο άρχων της ερήμου»
Είχε γίνει μια εμβληματική μορφή ένοιωθε να είναι ένα με τον τόπο, καθώς γνώριζε τις διαλέκτους, τα ήθη και τα έθιμα όλων των φυλών. Ακόμη και ο βασιλιάς της Λιβύης, ο Ιντρίς Ελ Αλουάλ, του ανέθεσε τη μεταφορά των οστών του πατέρα του από την Κούρφα στη Βεγγάζη.
Επίσης το 1972 με το νέο καθεστώς, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας του Καντάφι, ο Μουμπάρακ Γιουνές, του ζήτησε εκ μέρους της «λαϊκής κυβέρνησης» να βοηθήσει στη χάραξη του δρόμου που θα συνέδεε τα παράλια της Λιβύης με τις οάσεις στην ενδοχώρα. Ο Αντρέας ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζε τη διαδρομή που δεν σκεπάζεται ποτέ από άμμο, όταν φυσούσε δαιμονισμένα ο άνεμος Κίμπλι.
Η ζωή και τα κατορθώματά του γίνονται γνωστά σε μια σειρά δημοσιευμάτων στην «Απογευματινή» όταν ο Βάσος Τσιμπιδάρος το 1953 γνωρίζει από κοντά το θρυλικό Έλληνα από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια του Ρεθύμνου. Ο Ανδρέας του περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την περιπετειώδη ζωή του. Σ’ αυτόν μάλιστα αποκαλύπτει το μυστικό πως έμαθε από τους Βεδουίνους να χαράσσει την πορεία του ακολουθώντας τα αστέρια του νυκτερινού ουρανού.
Η δημοσίευση αποσπασμάτων αυτού του ταξιδιού που κράτησε ενάμιση μήνα στα πρωτοσέλιδα της «Απογευματινή» με τίτλο «Ένας Έλλην Κρητικός, ο άρχων της ερήμου Σαχάρα, Ανδρέας Σ. Κατζουράκης». προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον. Οι περιπέτειες του Ανδρέα δεν αφήνουν ασυγκίνητους ούτε τους ξένους ρεπόρτερς που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο «Αντρία». Τόσο ο Αμερικανός Τζορτζ Ουέλερ της Chicago Daily News όσο και η Βρετανή συγγραφέας Μπάρμπαρα Τόι στο βιβλίο της «A fool in the desert» (Ένας τρελός στην έρημο) περιγράφουν έναν μοναδικό άντρα.
Τραγικός επίλογος
Δυστυχώς όμως η ζωή του επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις. Από μια αιτία που αναφέρει ο Στέλιος Κατζουράκης στη βιογραφία του πατέρα του ο ατρόμητος Ανδρέας βρίσκεται στο δρόμο. Η τεράστια περιουσία του έχει χαθεί.
Εκείνος όμως αρνείται να υποταχθεί στη μοίρα του ακόμα μια φορά. Συνεχίζει να δραστηριοποιείται εμπορικά. Η κατάληψη της εξουσίας όμως από το νεαρό λοχαγό Καντάφι και η εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος δεν αφήνουν περιθώρια σε ιδιωτικές επενδύσεις.
Παρ’ όλα αυτά όμως ακόμα και τότε στα 1972, οι αξιωματούχοι συνεχίζουν να ζητούν τη συνδρομή του για οδικά έργα στην έρημο πάνω στα χνάρια του «Ταρίγκ Αντρία».
Αν και έζησε τόσο περιπετειώδη ζωή ο Ανδρέας δημιούργησε το 1963 μια όμορφη οικογένεια με τη συγχωριανή του Ευαγγελία Σταματάκη. Ήταν μια γυναίκα έξυπνη, όμορφη, δυναμική, αντάξιά του. Απέκτησαν δυο χαρισματικά παιδιά το Στέλιος και τη Μαρία.
Αρχές της δεκαετίας του 80 ο Κατζουράκης νοιώθει τη νοσταλγία για τον τόπο του να τον πνίγει. Επιστρέφει στα Φρατζεσκιανά Μετόχια χωρίς να πάψει όμως τις αναφορές του σαν παραμύθι πια στις μέρες που έζησε στην έρημο.
Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν η γενναία καρδιά του δεν αντέχει περισσότερες συγκινήσεις. Και δυο μήνες μετά την επιστροφή του περνά στην αντιπέρα όχθη.
Δεν ξέρουμε ποιος να τον γνωρίζει στον τόπο του πέρα από τους χωριανούς του. Ακόμα όμως οι βεδουίνοι διηγούνται τους θρύλους γύρω από το όνομά του και κάποιοι θεωρούν πως ο Ανδρέας δεν πέθανε. Είναι πάντα εκεί και τους προστατεύει.
Πηγές:
Στέλιου Κατζουράκη: «Ο Αντρία της Σαχάρα» (Μάιος 2008-Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ)
Πρόκειται για τη βιογραφία του μεγάλου ήρωα, γραμμένη από το γιο του κατόπιν επιθυμίας του
Αndro.gr «Ο Έλληνας της Σαχάρας»
Οι φωτογραφίες είναι από άρθρα στο διαδίκτυο