Ο Ανδρέας Κούνουπας, που πέρασε την Αχερουσία, ήταν από τους ελάχιστους Ρεθεμνιώτες που μπορεί κάθε πτυχή της επίγειας δράσης του να καλύψει ολόκληρο κεφάλαιο.
Είχε πρωτεύουσα θέση στην επιστημονική κοινότητα συνεχίζοντας μια οικογενειακή παράδοση.
Κρατούσε μια δική του σελίδα στο μεγάλο κεφάλαιο της εθνικής αντίστασης κατά των ναζί που δεν πρόβαλε ποτέ.
Είχε σαφέστατο πολιτικό λόγο και τον ανέπτυσσε σε άρθρα του που δημοσίευε μέχρι τα βαθειά του γεράματα στον τοπικό τύπο.
Είχε μια μοναδική άνεση στην στιχουργική με βασικά χαρακτηριστικά πότε σατιρική διάθεση και πότε καθαρά ποιητική.
Διέθετε σπάνιο χάρισμα στην εικαστική δημιουργία και προλάβαμε να χαρούμε μια αναδρομική έκθεση πριν από ένα χρόνο, αντιπροσωπευτική του πηγαίου ταλέντου του.
Είχε εξαιρετική φωνή και λάτρευε τη μουσική.
Ένας σπάνιος άνθρωπος
Είχα τη μεγάλη τύχη να κερδίσω την εκτίμησή του από τα πρώτα βήματα της καριέρας μου. Εκεί στο φαρμακείο του με τη φωτεινή πάντα παρουσία της, επίσης ξεχωριστής, γυναίκας του της κυρίας Μέτας γίνονταν ατέρμονες συζητήσεις. Και η μόνιμη επωδός ήταν να κρατάμε μακριά από τα παιδιά μας τις σειρήνες των πολεμοκάπηλων και καθενός που επιβουλεύεται τη γαλήνη και την ευημερία των λαών.
Από οικογένεια με παραδόσεις
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1921. Είχε τη μεγάλη τύχη να είναι πατέρας του ο Ιωάννης Κούνουπας, από τους αρχαιότερους φαρμακοποιούς και μέγας φιλάνθρωπος και μητέρα του η περίφημη Λέλα Κούνουπα, στήριγμα κάθε πονεμένου και δυστυχισμένου ανθρώπου. Μια σπουδαία μορφή που έγινε το ίνδαλμα της προσφυγιάς.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές συνέχισε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και τέλειωσε τη Φαρμακευτική Σχολή. Η επαγγελματική του καριέρα ήταν απόλυτα επιτυχής, επειδή ο Ανδρέας Κούνουπας είχε το πάθος της τελειομανίας. Έτσι κατάφερε τις επιστημονικές του γνώσεις να εναρμονίσει με τη λαϊκή ιατρική. Μπορούσε να σου δώσει διάλεξη για κάθε ιαματικό βότανο και σε ποιες κατηγορίες φαρμάκων θα το συναντήσεις.
Ήταν μια κινητή εγκυκλοπαίδεια. Και με την ίδια άνεση γύριζε την κουβέντα σε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα.
Σεμνός πάντα και ανιδιοτελής
Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν μια απέραντη σεμνότητα. Κι όταν ανακάλυπτες κι άλλη πτυχή του χαρακτήρα του εκείνος περιοριζόταν να σκύψει το κεφάλι με τη συστολή εφήβου. Προσπαθούσε να σε πείσει ότι δεν έκανε τίποτα σπουδαίο. Απλά το καθήκον του. Και ποτέ δεν τον άκουσες να σχολιάζει επικριτικά τους εραστές της προβολής που έκαναν την «τρίχα τριχιά» για να φανούν σπουδαίοι. Είχε κατανόηση για το καθετί, σημαντικό και ασήμαντο.
Από τις πρώτες μέρες που ιδρύθηκαν πυρήνες αντίστασης κατά του κατακτητού, ο Ανδρέας έσπευσε να συστρατευθεί. Αμέσως κέρδισε την εμπιστοσύνη των ηγετικών στελεχών. Πήρε μέρος σε αναρίθμητες αποστολές. Έμεινε συνεπής και αφοσιωμένος στους αγώνα παρά τις συνέπειες.
Έζησε και τις μετά τον πόλεμο καταστάσεις με αξιοπρέπεια και ήθος.
Ο Ανδρέας Κούνουπας έπειθε με τον τρόπο ζωής του για τις πολιτικές του επιλογές, υπηρετώντας τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Με το ίδιο πάθος που αγωνιζόταν μια ζωή για την ειρήνη, τον έβλεπες να ασχολείται με τα μικρά και καθημερινά. Ενώ είχε τόσο σημαντικά καθήκοντα, θα έκλεβε ώρα για να μας γράψει τις φιγούρες από καντρίλιες που μας χρειαζόταν για την αναβίωση παλιών καρναβαλιών.
Κι ενώ οι ώρες του ήταν πάντα γεμάτες δημιουργικά, ανταποκρινόταν πρόθυμα στο κάλεσμά μας να μιλήσει στην τηλεοπτική κάμερα για το παλιό Ρέθυμνο.
Έτσι έχουμε μια εξαιρετικά αξιόπιστη μαρτυρία για την ηλεκτροφώτιση του Ρεθύμνου και πως η τοπική κοινωνία υποδέχτηκε το γεγονός.
Σημαντικός ζωγράφος
Όσο για το ταλέντο του στο χρωστήρα έπρεπε να οργανωθεί μια έκθεση ερασιτεχνών καλλιτεχνών από τον Πολιτιστικό Σύλλογο, όταν είχε ακόμα τα γραφεία του στο αδιέξοδο Ζαμπελίου για να γνωρίσουμε και τον ζωγράφο Ανδρέα Κούνουπα. Και μείναμε κατάπληκτοι με τα έργα του.
Για την επίδοσή του αυτή που ήταν από τις μεγάλες του παρηγοριές στη δύση της ζωής του, ο ίδιος έλεγε:
«Από μικρό παιδί όχι μόνο μου αρέσανε οι πίνακες ζωγραφικής, αλλά και τους παρατηρούσα και σκεφτόμουνα πώς τους κάνουνε και ήθελα να ζωγραφίσω κι εγώ. Από Τέχνη βέβαια θεωρητικά δεν ξέρω τίποτα, αλλά στις εκθέσεις έργων τέχνης, στα βιβλία, στα περιοδικά, στις έντυπες συλλογές θαυμάζω πάντα τους πίνακες που μιλούν στην ψυχή.
Με ευχαριστούν οι πίνακες που απεικονίζουν την ομορφιά της φύσης: τα τοπία και τα λουλούδια. Με συγκινούν οι πίνακες με τους ηρωισμούς των παλιών μας. Με ενδιαφέρουν οι πίνακες με κτίσματα, απομεινάρια πολιτισμών που έσβησαν και εκείνοι που προβάλλουν την κοινωνική αδικία, την εξαθλίωση του ανθρώπου από την αναλγησία των ευνοημένων της τύχης.
Επίσης θαυμάζω πίνακες που βοηθούν την προσπάθεια για καλύτερη ζωή, για πρόοδο, για ειρήνη και καλύτερες ημέρες.
Από παιδί λοιπόν μου άρεσε η ζωγραφική και όταν είδα έναν ζωγράφο να ζωγραφίζει ενθουσιάστηκα και έτρεξα στο σπίτι μου να τον μιμηθώ. Βρήκα μια φωτογραφία ζωγραφικής του Χριστού από εφημερίδα και τη χάραξα με μικρές κανονικές γραμμές, κάθετες και οριζόντιες, για να γίνουν ίσα τετραγωνάκια. Σε ένα χαρτί λευκό έκανα πιο αραιές κάθετες και οριζόντιες γραμμές και έγιναν σαν μεγάλα τετράγωνα. Μετά με μολύβι σχεδίασα με υπομονή στα μεγάλα τετράγωνα ό,τι υπήρχε στα μικρά τετραγωνάκια. Προέκυψε ένα χνάρι που το γέμισα με σκιές με ένα καρβουνομόλυβο. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Έγινε μια εικόνα του Χριστού κανονική και ωραία, όπως ήταν στη φωτογραφία.
Η μητέρα με παίνεσε. Το έλεγε παντού και όλοι με θαύμασαν. Αυτό ήταν. Από τότε πήρα φόρα και όταν κατόρθωνα να βρω λίγο καιρό ζωγράφιζα με τα τετραγωνάκια. Στο Γυμνάσιο έκανα λίγα έργα και ένα από αυτά βραβεύθηκε σε μαθητική έκθεση στα Χανιά. Στο Πανεπιστήμιο ζωγράφισα το εξώφυλλο βιβλίου του καθηγητή Εμμανουήλ και στη Φυτολογία ζωγράφισα μια σειρά από φυτά που τα κορνίζωσαν και τα κρέμασαν γύρω στην αίθουσα διδασκαλίας.
Συστηματικά έστησα έναν τρίποδα και άρχισα να ζωγραφίζω όταν έφυγαν τα παιδιά για να σπουδάσουν και ακόμα πιο ταχτικά όταν πήρα σύνταξη. Βάζω κλασική μουσική που μου αρέσει και είμαι ευτυχής. Συνήθως ζωγραφίζω τοπία. Η φύση γύρω μας είναι όμορφη. Εδώ προπαντός στην Κρήτη. Τα βουνά, τα φαράγγια, οι ακρογιαλιές, η θάλασσα και ο ουρανός με την ποικιλία των χρωμάτων όλο το χρόνο είναι πανέμορφα, καθώς και τα χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια.
Δεν τα χαιρόμαστε όμως όλα αυτά διότι δεν βγαίνουμε στις εξοχές. Η εργασία μας, οι υποχρεώσεις αλλά και οι συνήθειες δεν μας αφήνουν. Σκέφτομαι λοιπόν ότι, αφού δεν πάμε να τα απολαύσουμε, τουλάχιστον να τα ζωγραφίζουμε και να τα κρεμάμε στα σπίτια μας να τα βλέπουμε και να παρηγορούμαστε. Γι’ αυτό ζωγραφίζω τοπία και λουλούδια. Όμορφα δηλαδή πράγματα που ευχαριστούν και ξεκουράζουν…»
Έδινε δύναμη στους πάντες
Ο Ανδρέας Κούνουπας θα αποτελεί πάντα κι ένα παράδειγμα για όλους εκείνους που θεωρούν ότι μετά από αυτούς και το όποιο ταλέντο τους επικρατεί χάος.
Αυτός ο εξαιρετικός ζωγράφος αν και αυτοδίδακτος, ο υπέροχος στιχουργός και ποιητής, δεν έπαυσε ποτέ να ενθαρρύνει και να επαινεί κάθε άλλον που διέθετε αυτά τα χαρίσματα.
Αναφέρει σχετικά στο ημερολόγιό του ο περίφημος «Μούρμουρας».
«Ο Ανδρέας Κούνουπας ήταν από τους ανθρώπους που πίστεψε σε μένα». Έγραψε κάποτε:
Στις ζωγραφιές του «Μούρμουρα»
Δημήτρη Τεργιακή
Ο κόσμος είναι όμορφος με φως και με χαρά
Η θάλασσα, ο ουρανός
δέντρα και σπίτια και πλαγιές
χρώματα ζωηρά.
Τον πόθο του για μια ζωή που θα γίνει καλύτερη δείχνει η ζωγραφική του, εξωραΐζοντας τα πάντα μέχρι που να ταιριάσουνε εις την αγνή ψυχή του…»
Οι δημοσιογράφοι είχαμε να το λέμε για την ακάματη γραφίδα του που δεν υπέστειλε ποτέ τη σημαία μιας φλογερής πίστης σε συγκεκριμένα πολιτικά ιδεώδη.
Ακόμα και σαν επικεφαλής της ΠΕΑΕΑ αναδείκνυε πάντα τους αγωνιστές χωρίς διαχωρισμούς και υποκειμενικούς αφορισμούς. Ένα ήταν πάντα το μότο «ΕΙΡΗΝΗ». Για να έχει ο άνθρωπος μέλλον και οι γενιές συνέχεια.
Ο Ανδρέας Κούνουπας δημιούργησε μια όμορφη οικογένεια με τη Μέτα του που λάτρευε. Ο πρόωρος χαμός της ήταν γι’ αυτόν αρχή μιας κατηφορικής πορείας προς τη φυσική φθορά. Η έλλειψή της ήταν αφόρητη. Προσπαθούσε να ξεχαστεί στο καβαλέτο του ζωγραφίζοντας. Αλλά το βλέμμα του ήταν νοτισμένο. Ήθελε τόσο πολύ να πάει κοντά της αν και τα παιδιά του πρόσφεραν αφειδώλευτα τη στοργή και την αγάπη τους.
Εκείνος έχοντας σαν αρχή ότι κανένας δεν πρέπει να εγκλωβίζει τους άλλους στις προσωπικές του ανάγκες ας είναι και «αίμα» του, ήθελε πάντα να ζει με αξιοπρέπεια, χωρίς να επιβαρύνει, χωρίς να εγκαταλείψει την ευπρέπεια που τον χαρακτήριζε.
Μέχρι το τέλος ήταν ο αξιαγάπητος, ο αξιοσέβαστος ο μοναδικός μας κ. Ανδρέας. Ο αιώνιος έφηβος που θα άφηνε και μια μαντινάδα στο φούρνο που έπαιρνε κάθε μεσημέρι το ψωμί του.
Έφυγε πλήρης ημερών. Άφησε όμως πίσω του τόσο φωτεινή πορεία, που είναι απόλυτα βέβαιο ότι η μνήμη του θα μένει άσβηστη, όσο θα υπάρχει η κοινωνία με τις παραδόσεις που θα δίνει συνέχεια στο Ρέθυμνο των Γραμμάτων και Τεχνών.
Κατευόδιο κύριε Ανδρέα. Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.