Μια φωτογραφία του Πέτρου Σκουλούδη αναζητούσα και στη διάρκεια της αναζήτησης εκείνου που θα μπορούσε να με βοηθήσει, θυμήθηκα μια συγγενική σχέση του, με τον εκλεκτό συμπολίτη μας κ. Άλκη Καζούλη. Κουβέντα στην κουβέντα μετά τα τυπικά ήρθε ο λόγος και στην οικογένεια Παλιεράκη, συγγενική με την οικογένεια Σκουλούδη και ιδιαίτερα στον Νικόλαο Εμμ. Παλιεράκη.
Τα βιογραφικά στοιχεία που τον αφορούν ξεπερνούν σε σπουδαιότητα αυτά που αναφέρονται σε πολυτιμώμενους κατά καιρούς λογίους.
Και μας κάνει εντύπωση πως μια τέτοια προσωπικότητα δεν έχει την προβολή που αξίζει. Άνθρωποι σαν τον Νικόλαο Παλιεράκη αποτελούν φάρους του πνεύματος. Και θα πρέπει να επιδιώκουμε το φως τους ιδιαίτερα σε καιρούς πνευματικού μεσαίωνα, όπως οι παρόντες που ζούμε.
Για του λόγου το αληθές επιχειρούμε μια συνοπτική παρουσίαση της μεγάλης αυτής μορφής, σταχυολογώντας στοιχεία δανεισμένα από μια πληρέστατη παρουσίαση του λόγιου και ερευνητή, Κώστα Βεργάκη που αναφέρει σχετικά:
Από τον Ορθέ
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης γεννήθηκε το 1860 στον Ορθέ Μυλοποτάμου, και πέθανε το 1925 στην Αθήνα, σε ηλικία 65 μόλις ετών.
Πατέρας ήταν ο γνωστός Οπλαρχηγός (Χιλίαρχος) Εμμανουήλ Νικ. Παλιεράκης ή Πηγιανάκης (λόγω της καταγωγής του από το χωριό «Πηγή» Ρεθύμνης) και μητέρα του ήταν η Άννα Πέτρου Σκουλούδη, που καταγόταν από τη μεγάλη και ισχυρή οικογένεια των Μαργαριτών.
Η πολυκύμαντη ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης μεγάλωσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας και αδιάκοπης αγωνίας και στάθηκε μάρτυρας σε εξεγέρσεις, εξορίες, σφαγές και τεράστιες οικονομικές θυσίες της οικογένειάς του.
Ο πατέρας του ο θρυλικός Καπετάν Παλιέρας ή Πηγιανάκης αγωνίζεται για τη λευτεριά, πολεμά τους Τούρκους και φυσικά καταδιώκεται για τη δράση του. Λίγο πριν ξεσπάσει η Μεγάλη Επανάσταση του 1866-1869, θέλοντας να ασφαλίσει την οικογένειά του, την ξεσπιτώνει και στέλνει με μικρό ιστιοφόρο από τον όρμο Μπαλή Μυλοποτάμου πρόσφυγες στην Αθήνα τη γυναίκα του Άννα και τα τέσσερα ανήλικα τέκνα του: Μαριγώ, Νικόλαο, Μάρκο και Βασίλειο.
Έμεναν στην «Πλάκα» σε σπίτι που ανήκε στο θείο τους Αντώνιο Παλιεράκη (αδερφό του παππού του) πρακτικού φαρμακοποιού και μεγάλου ευεργέτη του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο τέλος του 1869 που καταλάγιασε η Μεγάλη Επανάσταση, γύρισαν στην Κρήτη και ο μικρός Νικόλαος συνέχισε και τελείωσε, με την ίδια δίψα για μάθηση τη Δημοτική Σχολή Μαργαριτών, που τη συντηρούσε η «τοπική Δημογεροντία».
Συνέχισε τα μαθήματα του «Ελληνικού Σχολείου» (Σχολαρχείου) στο Πάνορμο με την ίδια επιτυχία και όπως έγραφε το απολυτήριό του έλαβε βαθμόν «Άριστα» και διαγωγή «αξίαν επαίνου».
Μόλις τελείωσε το «Ελληνικόν Σχολείον» και λίγο πριν αρχίσει η Επανάσταση του 1878, οι γονείς του τον έστειλαν να συνεχίσει τις σπουδές του πλησίον της θείας του Μαρίας χήρας Αντωνίου Παλιεράκη, η οποία διέμενε τότε στον «Πόρο» Τριζοινίας
Φιλομαθής όπως ήταν ο Νικόλαος Παλιεράκης, φοίτησε τρία χρόνια στο φημισμένο τότε Γυμνάσιο της Αίγινας και ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου με «άριστα».
Με τη φροντίδα πάλι της θείας του και με υποτροφία των μεγάλων ευεργετών του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντωνίου Φ. Παπαδάκη και του θείου του Αντωνίου Ν. Παλιεράκη (1804-1870) ο Νικόλαος Παλιεράκης ήλθε στην Αθήνα και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1883 πήρε με «άριστα» το δίπλωμα του Καθηγητού της Φιλολογίας.
Καθηγητής σε νεαρή ηλικία
Η φήμη του αριστούχου και διδάκτορα της Φιλολογίας, που ‘χε κυκλοφορήσει στην τοπική κοινωνία ήταν η αιτία να διορισθεί το ίδιο έτος (1883) σε ηλικία 23 χρόνων στο μόλις συσταθέν «ημιγυμνάσιο» Ρεθύμνης και αμέσως έδειξε πρωτοφανή δραστηριότητα, πράγμα απίστευτο για την εποχή του. Εκεί κάτοχος γερής και σοφής παιδείας διδάσκει τα Ρεθυμνιωτάκια, ενώ ολοένα η φήμη του, με ταχύτητα φωτιάς μεγαλώνει.
Στο ημιγυμνάσιο Ρεθύμνου ο Νικόλαος Παλιεράκης υπηρέτησε δύο χρόνια και μετά τις εξετάσεις του 1884-85 παραιτήθηκε της θέσεώς του και με υποτροφία του κληροδοτήματος Αντ. Παλιεράκη στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πηγαίνει στην Ευρώπη (Γερμανία) για ευρύτερες σπουδές.
Στη «Λειψία» εγκαταστάθηκε σ’ ένα φτωχικό δωμάτιο, κοντά στο Πανεπιστήμιο και έκανε αυστηρή ζωή. Ήταν αχόρταγος για μάθηση και ήδη μιλούσε και έγραφε τα Γερμανικά και τα Γαλλικά σαν δική του γλώσσα. Εκεί μαθαίνει τα Αγγλικά και λιγότερο τα Ρώσικα, παρακολουθεί μαθήματα στο ονομαστό Πανεπιστήμιο. Από το «Μόναχο» πήγε και σε άλλα φημισμένα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, όπου παρακολούθησε μαθήματα και έγινε κοινωνός και μέτοχος γνώσεων περίφημων καθηγητών.
Επιστροφή στην έδρα
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης έμεινε στην Ευρώπη τρία ολόκληρα χρόνια και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έπειτα από λαμπρές σπουδές και γόνιμη μαθητεία στα περίφημα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, παίρνει απάνω του την ευθύνη να διδάξει τα Ελληνόπουλα και να μεταφέρει σ’ αυτά τα νάματα της σοφής παιδείας.
Την άνοιξη του 1888 που επέστρεψε στην Ελλάδα αμέσως διορίσθηκε Καθηγητής Φιλολογίας – Φιλοσοφίας στην Γ’ τάξη του Γυμνασίου Χανίων, όπου ήταν Γυμνασιάρχης ο Βασίλειος Ψιλλάκης (συγγραφέας της Ιστορίας της Κρήτης.
Βουλευτής Μυλοποτάμου
Με τη φήμη του «λόγιου», την προσωπικότητα και τις εξαιρετικές ικανότητες που διέθετε εκλέχθηκε το ίδιο έτος, 1888, πληρεξούσιος βουλευτής Μυλοποτάμου Ρεθύμνης μαζί με τους Χαρίλαο Ασκούτση και Στυλιανό Δάνδολο του κόμματος Φιλελευθέρων (Ξυπόλητων ή Χωρικών), με αρχηγό τον νεότατο δικηγόρο Ελευθέριο Κυριάκου Βενιζέλο, για τον οποίο μάλιστα υποβλήθηκε ένσταση κατά της εκλογής του λόγω ηλικίας. Αμέσως μετά την εκλογή του ως βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας, ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης διορίστηκε από το κόμμα του ως «Αρχιγραμματέας» της «Γενικής Διοικήσεως Κρήτης».
Κατά τα τέλη Μαΐου 1889 έγινε στα «Μπουτσουνάρια» η «Καραβοεπανάσταση» όπως την αποκαλεί ο Γ. Παλιεράκης ή η «Κρεμμυδοεπανάσταση», όπως την έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η οποία κράτησε λίγους μήνες. Τότε με εντολή του Σουλτάνου κατήλθε στην Κρήτη ο «Σακήρ Πασάς», κήρυξε το Στρατιωτικό Νόμο και βύθισε την Κρήτη και τους Κρητικούς, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων, σε φοβερή δουλεία. Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης κατηγορήθηκε ότι ως «Αρχιγραμματέας» της «Γενικής Διοικήσεως Κρήτης» μεροληπτούσε υπέρ των Χριστιανών, ότι εργάστηκε υπέρ της Ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα και χαρακτηρίστηκε ως λίαν επικίνδυνο στοιχείο για το Οθωμανικό Καθεστώς. Ειδοποιηθείς εγκαίρως ότι η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο, αναχώρησε κρυφά από τα Χανιά και ύστερα από ένα επικίνδυνο και περιπετειώδες ταξίδι, στις αρχές Οκτωβρίου 1889, έφθασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ύστερα από πέντε μήνες αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για την Αθήνα, όπου κατόπιν μυστικών συνεννοήσεων με το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος διορίστηκε Γυμνασιάρχης Βιτωλίων (Μοναστηρίου) Μακεδονίας, διακινδυνεύοντας βέβαια και τη ζωή του ακόμη, γιατί πήγαινε εκεί όχι μόνο σαν Γυμνασιάρχης, αλλά και εθνικός εργάτης, ανταγωνιστής ξένων προπαγάνδων (Ρουμανικών, Βουλγαρικών και άλλων), που κάθε μία εργαζόταν για τη μεταβολή της εθνολογικής κατάστασης της Μακεδονίας υπέρ της εθνικότητάς των.
Σύλληψη και βασανιστήρια
Το Σεπτέμβριο του 1892 οι ανταγωνιστές των ξένων προπαγάνδων και σχολείων και κυρίως ένας Ρουμάνος επονομαζόμενος Μαργαρίτης, κατάγγειλε ψευδώς στις Τουρκικές αρχές ότι ο Έλληνας Γυμνασιάρχης ο «Κιριτλής», δηλαδή ο «Κρητικός», ο αρχηγός των Κρητικών κινημάτων, με το Δεσπότη και τους Έλληνες καθηγητές, σκοπεύουν να ξεσηκώσουν επανάσταση στη Μακεδονία.
Οι Τουρκικές αρχές ακολουθώντας την αρχή «διαίρει και βασίλευε» συνέλαβαν αμέσως τον Νικόλαο Εμμ. Παλιεράκη, τον Μητροπολίτη Αλέξανδρο και δύο καθηγητές, κατηγορούμενοι επί εσχάτη προδοσία και ότι υποκινούσαν επανάσταση στη Μακεδονία και τους έριξαν στις φυλακές επί έντεκα μήνες, όπου πέρασαν τα πάνδεινα, που όταν τα διηγιόντουσαν σηκώνονταν οι τρίχες της κεφαλής των ακουόντων.
Τον Αύγουστο του 1893 ο Νικόλαος Παλιεράκης και οι συγκατηγορούμενοί του δικάστηκαν στα «Σκόπια», αθωώθηκαν όμως ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων και με την επέμβαση Ελληνικών και Ξένων διπλωματικών αρχών και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την αποφυλάκισή του ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης μέσω Θεσσαλονίκης έφτασε στην Αθήνα, όπου πληρώθηκε τους μισθούς του από το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος και του απονεμήθηκε σε ειδική τελετή από το Βασιλιά Γεώργιο Α΄ το ανώτατο Ελληνικό παράσημο «ο Μεγαλόσταυρος του τάγματος του Σωτήρος».
Προσωπικότητα πανελλήνιας εμβέλειας
Όπως σημειώνει σε δημοσίευμα του ο Γ.Π. Εκκεκάκης στην εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση (15/12/2002) τον επόμενο χρόνο το περίφημο «Ημερολόγιο Σκόκου» για το έτος 1904) δημοσίευσε φωτογραφικό πορτραίτο του Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη, θεωρώντας τον προσωπικότητα Πανελλήνιας ακτινοβολίας, φορώντας το Ανώτατο Ελληνικό παράσημο που του χορηγήθηκε για τον αγώνα του για τη διάσωση και διάδοση της Ελληνικής γλώσσας στην περιοχή (Βιτώλια – Μοναστηρίου) της τέως Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και εκ του λόγου τούτου όταν απεβίωσε ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και του απονεμήθηκαν οι ύψιστες τιμές όπως θα διαβάσουμε στο τέλος της εργασίας μου αυτής.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης, τιμημένος μεν από την Ύψιστη Ελληνική διάκριση αλλά σε ελεεινή κατάσταση δε, έφθασε στο χωριό του Ορθές Μυλοποτάμου Ρεθύμνης, όπου βρήκε την οικογένεια του σε απελπιστική κατάσταση από την έλλειψη κάθε πληροφορίας για την τύχη του.
Το 1894 ο Νικόλαος Παλιεράκης παντρεύτηκε κατόπιν συνοικεσίου τη Μαργή Στυλιανού Περδικογιάννη από τις Βούτες Μαλεβυζίου Ηρακλείου μια πανέμορφη γυναίκα.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης υπηρετούσε Γυμνασιάρχης στα Χανιά μέχρι τον Ιούνιο του 1896 που «Τούρκοι άτακτοι» έκαψαν τα Χανιά και κατέσφαξαν πλήθος αθώων κατοίκων.
Το 1899 διορίσθηκε Γυμνασιάρχης στο Ηράκλειο Κρήτης όπου υπηρέτησε μέχρι το 1913.
Το συγγραφικό του έργο
Από τα συγγραφικά του έργα είναι «Ιστορία του Νεώτερου Πολιτισμού από Γεννήσεως Χριστού μέχρι σήμερον», « Ανάλυσις Οιδίποδος Τυράννου του Σοφοκλέους» και το θεατρικό του έργο «Αχιλλεύς».
Όπως συμβαίνει όμως στις περισσότερες περιπτώσεις ο μεγάλος αυτός Κρητικός, πέθανε ξαφνικά «σχεδόν πένης» – όπως λένε – στο φτωχικό σπίτι του στην Καλλιθέα Αθηνών το 1925, σε ηλικία 65 ετών, λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί.
Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με δημόσια δαπάνη και του απονεμήθηκαν τιμές «Πρωθυπουργού», όπως αναφέρει στο βιβλίο του (σελ. 13) ο ομοχώριος του Κωστ. Μ. Παδουβάς, που εξέδωσε το 1991.
Μετά την παράθεση τόσων στοιχείων από την πληρέστατη μελέτη του Κώστα Βεργάκη, το χρέος του Ρεθύμνου να τιμήσει τον μεγάλο ευπατρίδη του είναι εμφανές. Να δούμε όμως πότε θα γίνει αυτό και ποιος θα ευαισθητοποιηθεί να το πράξει.