Ανεξίτηλες μένουν οι αναμνήσεις από εκείνα τα συνταρακτικά γεγονότα της Μάχης της Κρήτης για όσους τα ζήσαμε και όπως τα ζήσαμε. Η αιματηρή Μάχη της Κρήτης είναι λίγο ή πολύ γνωστή αλλά οι περιπέτειες των αμάχων άγνωστες. Ευφυής η πρόβλεψη του πατέρα για την κατασκευή ενός καταφυγίου, ένα αμπρί, δηλαδή ένα σκάμμα βάθους δύο μέτρων, στο μικρό αμπέλι πίσω από το σπίτι, εκεί θα αισθανόμαστε οπωσδήποτε ασφάλεια από τους ανελέητους βομβαρδισμούς.
Έτσι και έγινε. Από εκείνη την αποφράδα ημέρα της Τρίτης, άρχισαν οι ακατάπαυστοι πυκνοί πολυβολισμοί από το Ρέθυμνο μέχρι τη Σκαλέτα. Μέχρι την Πέμπτη το βράδυ εμείς βρισκόμασταν μέσα σ’ εκείνο το βαθύ όρυγμα. Εκεί ζούσαμε, εκεί μιλούσαμε, εκεί τρώγαμε, εκεί διαβάζαμε. Παρασκευή ημέρα της εβδομάδας άρχισαν εκείνοι οι ανελέητοι βομβαρδισμοί. Τα βομβαρδιστικά έρχονταν σε αλλεπάλληλα κύματα και όχι ένα και δύο αλλά συγκροτημένα σμήνη.
Με τα δαιμονισμένα εκκωφαντικά σφυρίγματα από τα στούκας καθέτου εφορμήσεως και εκείνα από τις βόμβες μαζί με το βροντερό τους κρότο κατά την πτώση τους επικρατούσε πανδαιμόνιο σε συνδυασμό με την πλήρη σύγχυση και αταξία των κατοίκων μέσα στην πόλη.
Τη νύχτα σταματούσαν οι βομβαρδισμοί, έτσι το βράδυ της Πέμπτης κατέβηκα στην πόλη και πήγα στον φούρνο του Τζέλεση και ευτυχώς έτυχε να βρω και να αγοράσω ένα από τα τελευταία ψωμιά γιατί από εκείνη τη βραδιά έκλεισε.
Στην επιστροφή περνώντας από τη Μεγάλη Πόρτα αντίκρισα ένα ανέλπιστο όσο και απίστευτο γεγονός, μια εικόνα αλησμόνητη. Ο μακαρίτης έμπορος Θεοδωρουλάκης, θείος των Βαρδινογιάννηδων, μοίραζε δωρεάν πατάτες. Στο εσωτερικό του μαγαζιού του ήταν ασφυκτικά γεμάτο, από το δάπεδο μέχρι την οροφή με ένα βουνό, μια τεράστια ποσότητα πατατών, ένας θεόρατος όγκος. Εν’ όψει μιας ενδεχόμενης καταστροφής του μαγαζιού από τους βομβαρδισμούς, ο Θεοδωρουλάκης πρόσφερε τις πατάτες στον κόσμο, χωρίς να επιζητά την ελάχιστη χρηματική αμοιβή.
Πήρα σ’ ένα τσουβάλι όσες μπορούσα να σηκώσω, όμως αυτές οι πατάτες φαγώθηκαν αργότερα από τους Γερμανούς, που είχαν επιτάξει το σπίτι για ένα μήνα στην αρχή της Κατοχής. Η μητέρα μου καθώς είδε το ψωμί και τις πατάτες, όταν έφτασα στο σπίτι με αγκάλιασε και με φίλησε.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης προς την Παρασκευή, μαζί με τους τελευταίους εναπομείναντες συμπολίτες, πήραμε σε μπόγους λίγα προσωπικά μας αντικείμενα και κουβέρτες και ξεκινήσαμε για το Ρουσσοσπίτι. Ο πατέρας μου είχε φίλο τον άλλοτε βουλευτή Τρουλλινό στου οποίου το σπίτι θα καταλήγαμε.
Η ταλαιπωρία μας υπήρξε σκληρή, η δοκιμασία μας ανυπόφορη και τούτο διότι το κανονικό μονοπάτι που οδηγούσε στο Ρουσσοσπίτι από την οικία Τσουρλάκη ήταν κατειλημμένο από τους αλεξιπτωτιστές, έτσι ανεβήκαμε στην Τρυπητή και μετά ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας πλαγιές και περνώντας ρεματιές φτάσαμε επιτέλους το μεσημέρι στο χωριό.
Το Ρουσσοσπίτι το βρήκαμε άδειο και έρημο. Επειδή είχε δεχθεί πολυβολισμούς από τα αεροπλάνα, οι κάτοικοι έφυγαν και πήγαν σε σπηλιές προς το Βρύσινα. Αυτό μας πληροφόρησε ένας χωρικός με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με οικιακά χρειαζούμενα. Τον ακολουθήσαμε και σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το χωριό βρεθήκαμε σε τρεις μεγάλες σπηλιές.
Οι σπηλιές αυτές υπήρχαν μετά τα Καπιδιανά. Φτάσαμε ξεθεωμένοι αλλά τι να δούμε. Όλες, και οι τρεις σπηλιές ήταν ασφυκτικά γεμάτες κόσμο. Μετά από ώρα βρήκαμε μια άκρη να βολευτούμε και να απλώσουμε τις κουβέρτες. Εκεί συναντήσαμε και την οικογένεια Τρουλλινού και τον αδελφό με την αδελφή μου που είχαν φύγει ενωρίτερα από την πόλη. Η οικογένεια Τρουλλινού μας επιφύλαξε εγκάρδια υποδοχή και φιλόξενα αισθήματα.
Οι καλοί Ρουσσοσπιτανοί είχανε κουβαλήσει εκεί στις σπηλιές διάφορα χρηστικά αντικείμενα, από το νοικοκυριό τους, για να εξυπηρετήσουν και εμάς τους χωραΐτες που φθάναμε πρόσφυγες και όσους άλλους κατέφθαναν μέρα με τη μέρα κατάκοποι, και εξουθενωμένοι αλλά και έντρομοι. Οι βοσκοί έσφαζαν κάθε μέρα αρνιά και έβραζαν το κρέας σε μεγάλα καζανοτσίκαλα και αυτή ήταν η καθημερινή τροφή μας για τις δέκα ημέρες διαμονής μας στις σπηλιές. Η Παρασκευή ψωμιού σε τέτοιες ανυπόφορες συνθήκες ήταν αδύνατη. Από καιρού εις καιρόν εκείνες τις δέκα ημέρες στις σπηλιές ακούγονταν κακόβουλες, ανυπόστατες διαδόσεις, ότι οι Γερμανοί βιάζουν τις γυναίκες και ότι κόβουν τα δάκτυλα και παίρνουν τους αρραβώνες. Επόμενο ήταν να σπείρουν στους «τρωγλοδύτες» ένα αδικαιολόγητο, παρανοϊκό πανικό με αποτέλεσμα πολλοί άντρες να παίρνουν τις γυναίκες και να φεύγουν προς τις πλαγιές του Βρύσινα.
Και όλα αυτά ήταν ανυπόστατες φήμες, όμως η ασύστολη λεηλασία των κατακτητών στα σπίτια και στα μαγαζιά των πόλεων, μετά την κατάληψη της Κρήτης, δεν ήταν φήμες. Ούτω πως ο πατέρας μου πήρε από το χωριό δύο γαϊδούρια και κατέβηκε στην πόλη για να περισώσει ότι ήταν δυνατόν.
Μετά το μονοπάτι (οικία Τσουρλάκη) έφτασε στη λεωφόρο και προχωρούσε προς την πόλη. Καθώς περνούσε από την οικία της Έλλης Βότση πετάχτηκαν μπροστά του δύο Γερμανοί πάνοπλοι και τείνοντας προς αυτόν τα όπλα τους και με ύβρεις γερμανιστί του άρπαξαν τα γαϊδούρια. Αμίλητος προχώρησε και πήγε στο σπίτι. Βρήκε τις πόρτες παραβιασμένες ορθάνοιχτες και το σπίτι αγρίως λεηλατημένο.
Κατά την ίδρυση του Σώματος Αλεξιπτωτιστών ο Χίτλερ μάζεψε από τους δρόμους όλους τους αλήτες και τους ρέμπελους. Ως έπαθλο για τη νίκη τους στην Κρήτη τους είχε δώσει carta bianca (λευκή επιταγή), δηλαδή μια χαριστική προσφορά ως ένδειξη εύνοιας προς αυτούς).
Η λεηλασία σπιτιών και μαγαζιών ήταν άνευ προηγουμένου. Πολύτιμα είδη νοικοκυριού, αξιόλογα αντικείμενα κάθε είδους όδευαν στο αεροδρόμιο του Πηγιανού Κάμπου και με τα μεταγωγικά αεροπλάνα έφευγαν για τη Γερμανία.
Στους δρόμους της αγοράς ήταν εγκατεσπαρμένα λογής – λογής εμπορεύματα πεταμένα, υφάσματα, έπιπλα, τρόφιμα, κουζινικά, ενδύματα κ.λπ. Από τη λεηλασία επωφελήθηκαν και ντόπιοι – άτομα του αντικοινωνικού περιθωρίου.
Από εκείνη την αποφράδα, επόμενη ημέρα της Μάχης της Κρήτης άρχισε η μεγάλη νύχτα της ναζιστικής κατοχής με τις βδελυρές, αποτρόπαιες εκτελέσεις στα χωριά Άδελε, Λούτρα, Παγκαλοχώρι, Χαμαλεύρι. Αστέρι, Μισίρια.