Αρχής γενομένης από το ψωμί που αποτελεί την κύρια και βασική τροφή, οι φούρνοι στο Ρέθυμνο ήταν κλειστοί. Δε λειτουργούσαν εκτός από έναν, τον οποίο είχαν επιτάξει. Ο φούρνος αυτός του Σφηνιά, στην οδό Βερνάδου, είχε προσταγή να ψήνει ψωμί αποκλειστικά και μόνο για το Γερμανικό στρατό. Έτσι ψωμί στην αγορά δεν υπήρχε ούτε μαύρο, ούτε λευκό, ούτε χωριάτικο, ούτε φρέσκο, ούτε μπαγιάτικο. Και όπως ήταν επόμενο λέγαμε το ψωμί ψωμάκι. Οι άνθρωποι όμως υπέμεναν τότε καρτερικά και αγόγγυστα. Ήταν ένα θέαμα οδυνηρό, να βλέπεις τους δικαστικούς, τους νομαρχιακούς και άλλους υπαλλήλους ξενικής προέλευσης να κυκλοφορούν χλωμοί, κάτισχνοι και ωχροί. Όμως και πολλοί ντόπιοι Ρεθεμνιώτες και μεταξύ αυτών ηλικιωμένοι, αξιοπρεπείς και αξιοσέβαστοι να περιφέρονται στα χωριά λιμοκτονούντες, για να εξοικονομήσουν λίγο καρπό (στάρι).
Άλλο θέαμα θλιβερό ήταν οι καθηγητές μας, που τους βλέπαμε να αγωνίζονται, να παλεύουν με νύχια και με δόντια, για να σταθούν στα πόδια τους. Παρακάλεσαν τότε εμάς τα παιδιά για μια προαιρετική άτυπη συνεισφορά, σε τροφικό είδος ως ανταμοιβή. Τα περισσότερα παιδιά θυμάμαι ότι έφερναν λάδι, άλλα πρόσφεραν ως ανταμοιβή όσπρια, καρπό, κρεμμύδια, πατάτες και ότι άλλο θα μπορούσαν να δώσουν από τα χωριά οι γονείς τους. Ενός παιδιού ο πατέρας, ο οποίος είχε το μονοπώλιο του άλατος, έφερε αλάτι. Τα παιδιά των κτηνοτρόφων έφερναν τυριά, των περιβολάρηδων έφερναν ανάμεικτα λαχανικά, αλλά και οι χοχλιοί και τα άγρια χόρτα ήταν ευπρόσδεκτα. Και αν ακόμα τα παιδιά δεν είχαν τίποτα να φέρουν, δεν ήταν επιλήψιμο.
Την ευθύνη της παραλαβής, της συγκέντρωσης και της αποθήκευσης, των πολυειδών αυτών ειδών (τροφίμων κ.λπ.) την είχε επωμισθεί ο αλησμόνητος, ανεξίκακος καθηγητής Μιχάλης Τυράκης. Ο ίδιος τα διένειμε στους συναδέλφους του ισότιμα και ακριβοδίκαια. Όμως παρόλ’ αυτά τα σχολεία όλης της χώρας την κατά περίοδο του 1942 έκλεισαν και δε λειτούργησαν.
Όμως, όπως και να ‘χει το πράγμα, οι εθελοντικές, προαιρετικές αυτές προσφορές των μαθητών ήταν τελείως ανεπαρκείς, τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν και τότε ο σύλλογος καθηγητών θερμοπαρακάλεσε τον Ηγούμενο του Πρεβέλη αοίδιμο Αγαθάγγελο Λαγουβάρδο. Έστειλε και ικέτευσε προς βοήθεια – κάλεσμα SOS και το Μοναστήρι ανταποκρίθηκε αμέσως. Είδαμε τότε σε ένα διάλειμμα των μαθημάτων, να καταφθάνει ένα καραβάνι με επτά γαϊδουράκια κατάφορτα, δεμένα αλλεπάλληλα, το ένα πίσω από το άλλο, να μπαίνουν από την καγκελόπορτα του σχολείου, με την οδήγηση τριών μοναχών, οι οποίοι εν συνεχεία τα στάβλισαν στον περίβολο προς τέρψη των μαθητών, για αυτήν την ασυνήθιστη απροσδόκητη εντυπωσιακή ατραξιόν.
Τα κουλούρια που πουλούσαν οι κουλουράδες στο σχολείο, εκείνοι οι καβρομάδες που μοσχοβολούσαν, ανήκαν πια στο παρελθόν. Τώρα μας έφερναν οι ίδιοι στην πόρτα του σχολείου ένα άθλιο κατασκεύασμα, ένα είδος μικρές πίτες από χαλουπάλευρο, πασπαλισμένες με σισάμι. Σπανίως πουλούσαν μικρές σταφιδόπιτες, τις οποίες καταβροχθίζαμε με βουλιμία. Η παντελής έλλειψη τροφίμων στην αγορά ήταν ο γενικός κανόνας και ο καταναγκαστικός τρόπος ζωής.
Όλα τα ζώα τα προορισμένα για σφαγή στα χωριά, ήταν καταγεγραμμένα, μπλοκαρισμένα και μαρκαρισμένα από τη Γερμανική Διοίκηση. Το ίδιο και για τα ψάρια. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τις τράτες, τα παραγαδιάρικα και τα γρι-γρι με την αυστηρή εντολή, το σύνολο των αλιευμάτων, να κατευθύνεται στο Γερμανικό στρατό.
Τα χασάπικα στη Μεγάλη Πόρτα ήταν κλειστά. Καμιά φορά έσφαζε ο Πλαστήρας ο έντιμος εκείνος κρεοπώλης κανένα αρνί, οπότε γινόταν χαμός. Ο κόσμος έτρεχε να προφτάσει «πατείς με πατώσε». Και μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά, όποιος πρόφταινε.
Η μακροχρόνια παντελής έλλειψη σ’ αυτά τα βασικά και σε πολλά άλλα τρόφιμα (ζυμαρικά, ρύζι, όσπρια) κατά τη διάρκεια της κατοχής υπήρξε γεγονός ιστορικό.
Το συνηθισμένο έδεσμα στα σπίτια ήταν οι χορτοκεφτέδες, δηλαδή ζύμη από ψιλοκομμένα άγρια χόρτα ζυμωμένα με ένα δύο αυγά. Σπανιότερα υπήρχαν επάνω στο τραπέζι οι κολοκυθοκεφτέδες και οι πατατοκεφτέδες. Φαγώσιμα αγριόχορτα ήταν σχεδόν όλα, ακόμα και οι τσουκνίδες, οι μαντηλίδες, οι μολόχες και άλλα.
Όσο για κρέας βολευόμαστε αραιά και που με κουνέλια και κοτόπουλα που εκτρέφαμε στην αυλή του σπιτιού. Όλοι γνωρίζουν σήμερα ότι από τον καρπό του καλαμποκιού εξάγεται αλεύρι και λάδι ενώ από το βλαστό χαρτί και νήματα. Ποιος γνωρίζει όμως ότι από το καβουρντισμένο καλαμπόκι παρασκευάζεται ένα απροσδιόριστο είδος καφέ;
Την κάθε ημέρα που περνούσε, χωρίς ψωμί, ο πατέρας ανησυχούσε για μας τα παιδιά. Έβλεπε ότι η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο, αγωνιούσε για τις εξελίξεις, οι οποίες θα ‘ταν μάλλον οδυνηρές με το φτωχό, ανεπαρκές καθημερινό φαγητό και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Νοίκιασε ένα γερό μουλάρι και ένας φίλος τον εφοδίασε με μια γενναιόδωρη προσφορά σε αλάτι.
Ένας άλλος σε κρεμμύδια, πήρε και όσο κινίνο βρισκόταν στο φαρμακείο και ξεκίνησε ένα πρωί, πριν ξημερώσει για τη Μεσαρά. Τη Μεσαρά τη μάστιζαν οι άλλοτε ελώδεις πυρετοί και μοναδικό φάρμακο ήταν το κινίνο. Επέστρεψε με το μουλάρι φορτωμένο με 80 οκάδες καρπό (στάρι, κριθάρι) και μ’ αυτό βολευτήκαμε για πολλούς μήνες. Η υποδοχή του Πατέρα σαν έφτασε έξω από το σπίτι ήταν αποθεωτική. Το μιγάδι το πηγαίναμε, από λίγο, για άλεσμα στο μύλο του Δελήμπαση στην παραλία απέναντι από το Δελφίνι. Ο Δελήμπασης έπαιρνε για το αξάι (αλεστικά) ένα 10%.
Το παρουσιαστικό των Ρεθεμνιωτών στα πολύπαθα εκείνα χρόνια ήταν αξιοθρήνητο η κατάσταση ήταν εξ’ αντικειμένου εφιαλτική και πολλώ μάλλον λόγω της παρατεταμένης έλλειψης στα πάντα.
Οι δύο αγαπητοί συμμαθητές μου και μεταξύ των ελαχίστων σήμερα, ο γεωπόνος Βασίλης Μαράκης και ο πολιτικός μηχανικός Γιάννης Κούσουλας ενθυμούνται ότι στην κατοχή υπήρχε μια ιταλική εταιρεία ονόματι «Μπαλούρι», η οποία εκμεταλλευόμενη την έλλειψη σίτου, αντάλλαζε 150 κιλά στάρι και 5 κιλά ζάχαρη με 100 οκάδες, και όχι κιλά, λάδι. Ο αθέμιτος και καταχρηστικός τρόπος ανταλλαγής, αυτής της αισχρής απάτης και αθέμιτης συναλλαγής ήταν προφανής. Η οκά είχε 400 δράμια. Το κιλό αντιστοιχεί σε 312,5 δράμια. Ωστόσο αποτελούσε ένα ευχάριστο θεϊκό φαινόμενο η πλούσια βεντέμα όλα τα κατά τα άλλα στερημένα κατοχικά χρόνια.
Οι ντίνες στα λαδάδικα ήταν υπερπλήρεις, με αποτέλεσμα να κατασκευάζουν οι λαδάδες κτιστές υπόγειες δεξαμενές, κάτω από το δάπεδο του μαγαζιού, για την αποθήκευση αυτής της επάρκειας και της περίσσειας λαδιού λόγω της πρωτοφανούς υπερπαραγωγής.
Ένα άλλο θλιβερό περιστατικό, ένα γεγονός πρωτοφανές, και εξωφρενικό ήταν εκείνο του σταυλισμού ζώων στην πρώην εκκλησία των 4 Μαρτύρων.
Στη θέση της σημερινής εκκλησίας των τεσσάρων Μαρτύρων προϋπήρχε ένα άλλο οικοδόμημα, του οποίου δεν είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή. Προοριζόταν για μελλοντική εκκλησία των Τεσσάρων Αγίων και παρέμενε πολλά χρόνια ασοβάντιστο και ημιτελές. Αργότερα κρίθηκε κατεδαφιστέο, διότι δεν είχε ανθεκτικότητα και ήταν ευπρόσβλητο στους σεισμούς.
Στο μισοτελειωμένο κατασκεύασμα οι κατακτητές, χωρίς ίχνος σεβασμού, σταύλισαν εκεί μέσα 200 με 300 γαϊδούρια περίπου, τα οποία είχαν επιτάξει από τους φτωχούς χωρικούς. Είναι άγνωστο τι απέγιναν και που κατέληξαν τα ζώα. Υπήρξε μια ανεξακρίβωτη φήμη, ότι οι Γερμανοί τα έστειλαν για κονσερβοποίηση στα εργοστάσια…. προς ιδίαν χρήση και βρώση!