Μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, τις πρώτες δηλώσεις των υπουργών και στον απόηχο των προεκλογικών δεσμεύσεων, πρέπει να ξεκινήσει ένας καινοφανής (ελπίζουμε όχι «κενο-φανής») κύκλος διαβουλεύσεων πάνω και στα κεντρικά ζητήματα, που αφορούν τη δημόσια εκπαίδευση.
Το πεδίο των συνομιλιών φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετικό με αυτό της προηγούμενης κυβέρνησης και χαρακτηρίζεται από πολλούς συναδέλφους και πολίτες ως ελπιδοφόρο. Το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, σε αυτή τη συγκυρία, σε συνεννόηση με το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και τους γονείς (μέσω των συλλόγων και ενώσεων γονέων), με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, αίσθημα ευθύνης και σταθερό βηματισμό μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει στη συζήτηση για το αύριο της σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας και την προοπτική της διαμόρφωσης ενός πραγματικού δημοκρατικού δημόσιου δωρεάν σχολείου.
Στην προσπάθεια αυτή χρειάζεται, ως βασικές προϋποθέσεις για μια ειλικρινή και γνήσια διαπραγμάτευση, να παραμεριστούν ή να περιοριστούν στο ελάχιστο οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, οι μικροπαραταξιακές και γραφειοκρατικές λογικές και φυσικά ν’ αλλάξουν τρόπο σκέψης, αντίληψης και διεκδίκησης οι συνδικαλιστικές ηγεσίες απορρίπτοντας τις πρακτικές και τις τακτικές, που οδήγησαν σε παρακμή το συνδικαλιστικό κίνημα τα τελευταία χρόνια. Επίσης απαραίτητη προϋπόθεση, στη διαφαινόμενη ευκαιρία για ουσιαστικές αλλαγές με δημοκρατικό πρόσημο και με πρωταγωνιστή τον πολίτη, τον εργαζόμενο και τον εκπαιδευτικό, είναι η ένωση όλων των υγιών δυνάμεων, ώστε οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις να γίνουν υπόθεση όλων μας, καθιστώντας την κοινωνία πρωταγωνιστή και όχι ουραγό των εξελίξεων.
Οι παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν κινούνται σε δύο παράλληλες κατευθύνσεις: α) άμεσες θεσμικές αλλαγές τροχιοδεικτικού χαρακτήρα, μακριά από τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και με εμφύσηση δημοκρατικών αρχών σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα (πρωτίστως στη διοίκηση με την ενίσχυση των συλλογικών οργάνων στη λήψη αποφάσεων) και β) μακρόπνοος σχεδιασμός αλλαγών με εξαντλητική συζήτηση με όλους τους κοινωνικούς εταίρους, έχοντας ως άξονα το τι κοινωνία και τι σχολείο θέλουμε.
Σύμφωνα με τα παραπάνω καλό είναι το προσεχές διάστημα και μετά τις προγραμματικές δηλώσεις και την ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή:
α) Το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να ξεκινήσει τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις και την άμεση κάλυψη των βασικών αναγκών (εκπαιδευτικό και ειδικό βοηθητικό προσωπικό). Επίσης να παρέχει τον απαιτούμενο χρόνο στην εκπαιδευτική κοινότητα και στους φορείς, που εγκολπώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία, ώστε να διαμορφωθούν επεξεργασμένες θέσεις σε ζητήματα που δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις (από τις εκπαιδευτικές και γονεϊκές Ομοσπονδίες) και να προχωρήσει μια κλιμακωτή, ανατροφοδούμενη και στέρεα συνεννόηση σε βάθος χρόνου, για τις αλλαγές που απαιτούνται στη δημόσια εκπαίδευση (να ληφθεί υπόψη ότι το καλοκαίρι του 2015 θα πραγματοποιηθούν και οι καθοριστικές Τακτικές Γενικές Συνελεύσεις των Εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών ΔΟΕ-ΟΛΜΕ και ενδέχεται να υπάρξουν νέοι συσχετισμοί και αποφάσεις υπό τις νέες πολιτικές συνθήκες).
β) Τα σωματεία των εκπαιδευτικών ν’ ανοίξουν τη συζήτηση για τα παραπάνω σε επίπεδο βάσης συναδέλφων (με ενημερώσεις, γενικές συνελεύσεις κ.λπ.) αναδεικνύοντας και τον επιστημονικό τους χαρακτήρα και
γ) Ν’ ανοίξει ο διάλογος των εκπαιδευτικών με την τοπική κοινωνία (Δήμους, Κοινότητες και Περιφέρειες), την πανεπιστημιακή κοινότητα και τους γονείς για διαμόρφωση κοινών θέσεων και κατευθύνσεων.
Έχουμε την ευκαιρία ως κοινωνία να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Έχουμε την ευκαιρία να διαμορφώσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με θεμελιακό συστατικό τη συμμετοχή του πολίτη για μια ειρηνική, παραγωγική κοινωνία με αλληλοσεβασμό και κοινωνική συνοχή. Καθοριστικός και κομβικός παράγοντας σε αυτή την προσπάθεια αποτελεί η στροφή από το «Εγώ» στο «Εμείς»!
* Ο Γιώργος Τρούλης είναι δάσκαλος, αιρετός στο ΠΥΣΠΕ
Ρεθύμνου και πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου