Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ την αξία της γενιάς μου. Και δεν είναι μόνο τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που την σημάδεψαν.
Είναι οι αξίες που απέκτησε μέσα από μια απερίγραπτη στέρηση. Κι όμως πάντα εύρισκε καταφύγιο σε κάθε μορφή τέχνης. Με τη μυθοπλασία της 7ης Τέχνης έμαθε να ονειρεύεται και να διαμορφώνει χαρακτήρα. Με τα τραγούδια της εποχής ξεσπούσε κάθε της καταπιεσμένο συναίσθημα.
Ο άκρατος συναισθηματισμός της ήταν από τα βασικά προτερήματα, για τα οποία κανένας δεν μετάνιωσε ποτέ. Γιατί έτσι βίωσε τις αξίες της ζωής.
Αυτή η γενιά η τόσο στερημένη ευτύχησε να αποκτήσει και θεατρική παιδεία, όσο κι αν ακούγεται περίεργο.
Κάτι εκπομπές στο ραδιόφωνο που ήταν η μοναδική συντροφιά των εφηβικών μας χρόνων, το αξέχαστο Θέατρο της Δευτέρας και της Κυριακής από τα ερτζιανά μας έφεραν σ επαφή με όλο σχεδόν το διεθνές δραματολόγιο με τα «ιερά τέρατα» της τέχνης σε βασικούς ρόλους.
Γι αυτό έμαθε να αξιολογεί με σωστά κριτήρια και να ανησυχεί για την παρακμή που διακρίνει σήμερα σε κάθε μορφή τέχνης εκεί που την οδηγούν οι εφήμεροι «αστέρες», που απλά διαθέτουν μια εντυπωσιακή εμφάνιση.
Μια ματιά στις παραστάσεις εκείνης της εποχής – ας είναι καλά το διαδίκτυο με τις δυνατότητες που διαθέτει – για να επιβεβαιωθεί του λόγου το αληθές.
Αλλά μήπως δεν αποδεικνύεται αυτό και από τη θεαματικότητα των ταινιών του παλιού κινηματογράφου που διατηρείται κι ας έχουν προβληθεί δεκάδες φορές;
Έχοντας λοιπόν το προνόμιο της γενιάς μου να διακρίνω και να αξιολογώ κάθε καλλιτεχνική έκφραση, ένοιωσα πολλές φορές θαυμασμό για δικούς μας ερασιτέχνες, αλλά και επαγγελματίες ηθοποιούς που μας έχουν χαρίσει σπάνιες απολαύσεις επί σκηνής.
Σ αυτούς λοιπόν και το αφιέρωμα της εβδομάδας, για να τους εκφράσουμε ένα ακόμα «ευχαριστώ» για την μεγάλη τους προσφορά στο τοπικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.
Μετά τους κορυφαίους της εποχής μέχρι τη δεκαετία του 70 που έχω αναφέρει κατά καιρούς, ένοιωσα την ανάγκη να εκφράσω δημόσια το θαυμασμό μου σε σύγχρονους καλλιτέχνες που με την ερμηνεία τους αρκετές φορές με έχουν καθηλώσει, αλλά δυστυχώς δεν τους έχουμε προβάλει όσο το άξιζαν.
Καλλιτέχνες όπως ο Αντώνης Παλιεράκης. Πόσο σπουδαίος αλήθεια είναι αυτός ο καλλιτέχνης.
Κάθε φορά που τον απολάμβανα στη σκηνή εντυπωσιαζόμουν από την υποκριτική του δεινότητα που δίνει υπόσταση στην έννοια της υψηλής τέχνης. Ακόμα και στα διαφημιστικά σποτς που έτυχε να τον δούμε κέρδιζε τις εντυπώσεις. Όσο για τις συμμετοχές του σε τηλεοπτικές παραγωγές, καμιά τους δεν πέρασε απαρατήρητη.
Από μικρός σε καλλιτεχνικές αναζητήσεις
Με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να του ζητήσω κάποια στοιχεία για να τον γνωρίσω καλύτερα στους αναγνώστες μου, όπως του αξίζει. Και το πρώτο που ήθελα να ξέρω είναι από πότε ένοιωσε την ανάγκη να εκφραστεί καλλιτεχνικά στο θεατρικό σανίδι.
«Από μικρός», μου απάντησε, «θυμάμαι τον εαυτό μου να αναπαριστώ τους ήρωες που έβλεπα στον κινηματογράφο ή μου διάβαζαν στα παραμύθια, όπως λίγο πολύ κάνουν όλα τα παιδιά. Οι πρώτες μου όμως αυτοσχέδια οργανωμένες και μπροστά σε κοινό «παραστάσεις» έγιναν σαν ήμουν πρόσκοπος, όταν γύρω από την πυρά της κατασκήνωσης σκαρώναμε και παρουσιάζαμε σκετσάκια για να διασκεδάσουμε. Αργότερα στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο επέλεξα να παρακολουθήσω το «προαιρετικό απογευματινό μάθημα» για το θέατρο όπου με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Μανώλη Ζαχαράκη έκανα τα πρώτα δειλά βήματα πάνω στο σανίδι. Μαζί δουλεύαμε για χρόνια και στο Θεατρικό εργαστήρι του Κέντρου Νέων του Δήμου Ρεθύμνου. Ερασιτεχνικά στην αρχή μεν, αλλά και με την τεράστια τύχη να δουλεύω και με επαγγελματίες του χώρου μέσα από τις παραγωγές του «Δημοτικού Θεάτρου Ρεθύμνου» αποκτώντας ανεξίτηλες εικόνες και πολύτιμη εμπειρία στην πράξη. Μεγάλο κρίμα η διάλυση του ΔΗ.ΘΕ.ΡΕ…».
- Και μετά;
«Κάποια στιγμή στη ζωή μου συνειδητοποίησα ότι σε όποια εργασία κι αν δούλευα το μυαλό μου δεν ήταν στο να χτίσω μια καριέρα σε αυτό το αντικείμενο, αλλά στο πως θα βρω χρόνο να κάνω πρόβες και το πώς θα ασχοληθώ με το θέατρο γενικότερα. Έτσι αποφάσισα να βγω στο σανίδι επαγγελματικά. Είχα ήδη τελειώσει τη σχολή κινημ/φου – τηλεόρασης «Λυκούργος Σταυράκος» στην Αθήνα, είχα παρακολουθήσει όποια σεμινάρια μου δινόταν η ευκαιρία γύρω από το αντικείμενο και αποφάσισα να παρακολουθήσω το τριετές «Εργαστήριο θεατρικής παιδείας και υποκριτικής τέχνης» του θεάτρου Κυδωνία στα Χανιά. Εκεί με την καθοδήγηση του Μιχάλη Βιρβιδάκη πήρα και τα πρώτα μου ένσημα στο επάγγελμα. Αργότερα παρακολούθησα και στο Δ.Ι.Ε.Κ. Χανίων το τμήμα «Υποκριτικής τέχνης θεάτρου – κινηματογράφου. Και σήμερα πια δουλεύω επαγγελματικά στο θέατρο κυρίως, αλλά και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, όποτε μου δίνεται η ευκαιρία».
- Ποιοι ρόλοι σε σημάδεψαν και με ποιους ταυτίστηκες;
«Όλοι οι ρόλοι έχουν την βαρύτητα τους και οφείλουμε να τους αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα, και φυσικά όλοι, με κάποιον μαγικό τρόπο, σε επηρεάζουν. Δεν θα ξεχωρίσω κάποιον συγκεκριμένο, γιατί θα αδικήσω τους υπόλοιπους όπου, ακόμα και τους πιο «μικρούς», ακόμα και τα «βουβά πρόσωπα» που έχω ερμηνεύσει, τους αγαπώ, με έχουν σημαδέψει και τους κουβαλώ μέσα μου».
- Είσαι καταπληκτικός στους κόντρα ρόλους. Θεατρικό ένστικτο ή κάποια εκπαίδευση;
«Σίγουρα η σωστή θεατρική εκπαίδευση, από τους κατάλληλους ανθρώπους, σου δίνει πολλά χρήσιμα βέλη στη φαρέτρα σου. Το ζήτημα είναι αν και με ποιο τρόπο τα χρησιμοποιείς. Αν εξελίσσεσαι. Επίσης το «θεατρικό ένστικτο», όπως λέτε εσείς, ή το ταλέντο, βοηθάει ίσως, αλλά δεν φτάνει. Τίποτα δεν σου χαρίζεται επάνω στο σανίδι, όπου εκτίθεσαι και γίνεσαι η «ακτινογραφία» όλης σου της ύπαρξης. Χρειάζεται σκληρή, οργανωμένη και πειθαρχημένη δουλειά και συνεχή μελέτη. Ένα πτυχίο Δραματικής σχολής από μόνο του δεν μπορεί να κάνει παράσταση. Ούτε χωρίς παιδεία και εκπαίδευση μπορεί κάποιο ταλέντο να προκόψει ουσιαστικά. Αν δεν υπάρχει όρεξη και πείσμα για δουλειά, διαθεσιμότητα, μυαλό ανοιχτό, μάτι παρατηρητικό χωρίς παρωπίδες, και ψυχή χωρίς εγωισμούς και βεντετισμούς, δεν εξελισσόμαστε. Και στο θέατρο, έλεγε ο Στανισλάφσκι, εάν δεν εξελίσσεσαι τότε δεν μένεις στάσιμος αλλά πας προς τα πίσω…».
- Πόσο σε επηρέασαν οι συνεργασίες σου μέχρι σήμερα στην καλλιτεχνική σου πορεία;
«Κάθε συνεργασία, ακόμα και μια απλή συναναστροφή με κάποιον άνθρωπο σε επηρεάζει. Είτε θετικά, είτε αρνητικά- πάντως σε επηρεάζει. Έχω συνεργαστεί αρμονικά με πολλούς σκηνοθέτες όπως ο Παντελής Βούλγαρης, ο Κώστας Γαβράς, ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, ο Θωμάς Καντιφές, η Κων/να Πάλη, ο Μανώλης Ζαχαράκης,, ο Αντώνης Διαμαντής, ο Γιάννης Μπλέτας, με την Ελένη Δάγκα όπου πρόσφατα σκηνοθέτησε την παράσταση «Ο άνδρας που αγαπούσε την γυναίκα μου» στην οποία συμμετείχα, και άλλους. Θα ήταν κρίμα να ξεχωρίσω κάποιον. Έτσι κι αλλιώς η «πορεία» του καθένα μας πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και πάντα να είμαστε ανοιχτοί ώστε να επηρεαστούμε θετικά κι από άλλους ανθρώπους».
- Ανήκεις στους καλλιτέχνες που πατούν και με τα δυο πόδια στη γη. Αντιμετωπίζεις τα πρακτικά σου θέματα με το ρεαλισμό που επιτάσσουν οι καιροί μας. Στο σανίδι όμως παραμένεις ο καλλιτέχνης, που αιωρείται μεταξύ ονειρικού και πραγματικού κόσμου. Πως καταφέρνεις και ισορροπείς;
«Πως; Μα είναι πολύ απλό…. Δίνοντας χώρο και ελευθερία στο παιδί που έχεις μέσα σου, να δημιουργήσει. Εάν παρατηρήσουμε πως παίζουν τα παιδιά, και προσπαθήσουμε να θυμηθούμε πως νιώθαμε και εμείς σε αυτή την ηλικία, θα ανακαλύψουμε θαύματα! Όταν ένα παιδί παίζει κάποιο ρόλο π.χ. τον πιλότο, γίνεται κάτι «μαγικό» εκείνη τη στιγμή. Γνωρίζει ότι δεν είναι πραγματικός πιλότος, ότι πιλότος δεν σημαίνει να τρέχει με ανοιχτά τα χέρια σαν αεροπλάνο, αλλά την ίδια στιγμή έχει την πεποίθηση ότι χειρίζεται πραγματικά ένα αεροπλάνο και ζει την ιστορία που έχει πλάσει χωρίς να νοιάζεται, εάν έχει κοινό ή εάν το κάνει σωστά. Κουβαλάει στα κύτταρα του, εκείνη τη στιγμή, όλα τα πανάρχαια παιδιά, που κάποτε «πέταξαν» κάνοντας την ίδια κίνηση. Ίσως τελικά η ανάγκη μας να κάνουμε θέατρο να πηγάζει κι από αυτή τη παιδικότητα που έχουμε καταπιέσει με τα χρόνια, παίζοντας ρόλους που μας έχει επιβάλει η «πραγματικότητα».
- Σχολίασε μου τις φετινές μυθοπλασίες που μας καθήλωσαν στην τηλεόραση. Ποια ξεχώρισες; Ποια σε προβλημάτισε και ποια σε απομάκρυνε;
«Η επαφή μου με την τηλεόραση είναι ελάχιστή και δεν έχω δει φέτος σχεδόν κανένα σήριαλ, οπότε δεν μπορώ να έχω και άποψη. Το μόνο που παρακολούθησα μέσω ιντερνέτ (είχαμε παραστάσεις την ώρα προβολής του), ήταν το «Κομάντα και Δράκοι» σε σκηνοθεσία Θοδωρή Παπαδουλάκη. Βρήκα την σειρά καλοδουλεμένη, με σενάριο πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα και με τη σκηνοθετική ματιά του Παπαδουλάκη να επιδρά καταλυτικά πάνω στο θεατή. Φυσικά δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από εκείνον και είμαι ευτυχής που εμπιστεύτηκε κι εμένα για ένα μικρό «πέρασμα» στη σειρά».
- Πως κρίνεις εσύ την τύχη των καλλιτεχνών που αναγκαστικά μένουν στην Περιφέρεια;
«Απού φελά παντού φελά» λέγαμε παλιά στην Κρήτη. Ίσως στην πρωτεύουσα οι ευκαιρίες να είναι περισσότερες όπως και οι παγίδες και οι κακοτοπιές, αλλά πιστεύω ότι όταν ο στόχος σου δεν είναι το να ξεχωρίσεις και να προβάλεις με κάθε μέσο τον εγωισμό σου ώστε να αισθάνεσαι άλλος ένας «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», τότε μια χαρά μπορείς να υπηρετήσεις την τέχνη σου και στην επαρχία. Αρκεί βέβαια να μην υποτιμάς το κοινό της επαρχίας κάνοντας «εκπτώσεις» στη δουλειά σου μη δίνοντας το 100% της απόδοσης σου. Όπως είπε και ο μεγάλος Καβάφης «…έτσι που την ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κόχη τούτη τη μικρή σ’ όλη τη γη τη χάλασες».
- Διακρίνεις κάποια ενδιαφέρον των αρμοδίων θεσμικών παραγόντων για τα πολιτιστικά μας δρώμενα;
«Όλα είναι σχετικά… Το θέμα είναι από ποια οπτική γωνία βλέπεις τα πράγματα. Αν θεωρείς «πολιτισμικά μας δρώμενα» μόνο το καρναβάλι και την καλοκαιρινή περιοδεία των Αθηναϊκών σχημάτων που με δική τους πρωτοβουλία κάνουν στάση και στην πόλη μας, κι εμείς τους εντάσσουμε στο πρόγραμμα κάποιου φεστιβάλ, τότε δεν έχεις κανένα λόγο να διαμαρτύρεσαι για ελλιπές ενδιαφέρον των θεσμικών παραγόντων. Είναι όμως κρίμα σε μια πόλη που αναλογικά με τον πληθυσμό της, τα θεατρικά σχήματα, ερασιτεχνικά και επαγγελματικά, είναι πολλά και με δυναμική παρουσία, η βοήθεια των τοπικών θεσμών να εξαντλείται στην παραχώρηση (κι αν βρεθεί ελεύθερη ημερομηνία) του μοναδικού χώρου που υπάρχει διαθέσιμος. Για να είμαι δίκαιος, βέβαια, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις δυνατότητες του δήμου, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε νομικής φύσεως επίπεδο. Πάντα όμως υπάρχει τρόπος να γίνει πιο ουσιαστική διαχείριση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, αρκεί να αξιοποιηθούν (ή έστω να εισακουστούν) άνθρωποι που αποδεδειγμένα γνωρίζουν το θεατρικό γίγνεσθαι, είναι επαγγελματίες της τέχνης τους, και ζουν στην πόλη μας».
«Στο Ρέθυμνο λείπουν χώροι και υποδομές πολιτισμού»
- Τι σου λείπει από την πόλη μας σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη;
«Τις τελευταίες δεκαετίες η πόλη μας έχει κάνει αρκετά βήματα στο να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Να είμαστε δίκαιοι. Σε ότι αφορά όμως τον πολιτισμό, μου λείπουν οι διαθέσιμοι χώροι και οι υποδομές. Θεωρώ τουλάχιστον λυπηρό το να υπάρχει διαθέσιμο μόνο το «Σπίτι του πολιτισμού» το χειμώνα (με τα γνωστά σε όλους μας προβλήματα) και το θέατρο «Ερωφίλη» στη Φορτέτζα το καλοκαίρι, στα οποία για να κάνεις παράσταση θα πρέπει να κλείσεις τον χώρο τουλάχιστον ένα χρόνο πριν. Για πρόβες στον ίδιο χώρο δεν το συζητάμε καν….. Και μην μου πείτε ότι το θεατράκι στον λόφο του Ευληγιά αποτελεί λύση όταν δεν έχει ρεύμα και υποδομές, κι από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι κάθε καλοκαίρι, από τα μέσα Ιουλίου και μετά, απαγορεύεται η πρόσβαση στο χώρο για λόγους πυροπροστασίας. Κάπου διάβασα ότι αγοράστηκε το οικόπεδο της παλιάς κλινικής Λυράκη, κι ότι θα γίνει κάποιος νέος χώρος για πολιτισμικές δραστηριότητες. Για να δούμε…. Ελπίζω μόνο (όχι ελπίζω, εκλιπαρώ) πριν χτιστεί να ερωτηθούν οι σωστοί άνθρωποι για το πώς πρέπει να είναι στην πραγματικότητα ένας τέτοιος χώρος».
- Ποιοι είναι οι ρόλοι που ονειρεύεσαι να ερμηνεύσεις
«Ο επόμενος ρόλος, φυσικά…. Αλίμονο μας εάν δεν αγαπήσουμε τον κάθε ρόλο που πέφτει στα χέρια μας, κι αν δεν τον αντιμετωπίζουμε σαν τον καλύτερο ρόλο της ζωής μας».
- Τέχνη και πανδημία,θετικά και αρνητικά σημεία ;
«Η αλήθεια είναι ότι αυτό που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια είναι πρωτόγνωρο. Τα επανωτά lockdown, με τα γνωστά σε όλους μας ψυχολογικά, οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα, ουσιαστικά έχουν βάλει τη ζωή μας σε αναστολή. Ακόμα και η λογική μας αμφισβητείται πολλές φορές. Οι καλλιτέχνες πλέον αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Έγινε τεράστια κινητοποίηση από τους καλλιτέχνες όλων των κλάδων (ας θυμηθούμε το κίνημα των support art workers) για να μπορέσει να δοθεί έστω κι αυτή η ελάχιστη αποζημίωση του κράτους (εάν κι όποτε δίνεται), η οποία δεν αρκεί για να καλύψει βασικές ανάγκες. Με τους καλλιτέχνες όμως υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα. Δεν αρκεί να είναι γεμάτο το στομάχι. Δεν έγιναν καλλιτέχνες για να κονομήσουν. Άλλη ανάγκη τους σπρώχνει να κάνουν αυτό το επάγγελμα. Υπάρχει κάτι που «κυοφορείται» μέσα τους. Η δημιουργία. Κι αυτό το «κάτι» πρέπει να πάρει μορφή, ουσία, να γεννηθεί και να επικοινονηθεί με το κοινό. Αλλιώς τους πνίγει, τους αρρωσταίνει. Όταν λοιπόν απαγορεύσεις στο κοινό να είναι στον ίδιο χώρο με τον δημιουργό (ειδικά στο θέατρο), τότε ουσιαστικά εξοντώνεις και τον καλλιτέχνη. Από την άλλη πλευρά κάθε δύσκολη, έντονη, κατάσταση δίνει τροφή για επιπλέον δημιουργία. Αρκεί αυτή η άσχημη κατάσταση να μην γίνει μόνιμη πραγματικότητα».
- Πως αντιμετώπισες την πανδημία;
«Με έναν τετράχρονο μπόμπιρα σε ένα μικρό διαμέρισμα δεν έχεις και πολλά περιθώρια να ασχοληθείς ουσιαστικά με τον εαυτό σου και την τέχνη σου. Πάλι καλά που εδώ στο Ρέθυμνο έχουμε όμορφα μέρη για να περάσουμε τις μικρές εξόδους μας. Αυτό λοιπόν μου είχε λείψει εμένα όλον αυτόν τον καιρό. Ο προσωπικός χώρος και χρόνος, και τα ανοιχτά θέατρα… Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι θα ξεπεράσουμε σύντομα την πανδημία, και ότι δεν θα ξαναζήσουμε τέτοιες καταστάσεις. Διότι όταν ουσιαστικά δεν ζούμε από τον φόβο μην πεθάνουμε, είμαστε ήδη νεκροί…».
Το αφιέρωμά μας στις μορφές της σύγχρονης ερασιτεχνικής σκηνής συνεχίζεται.