Από τις μεγάλες μορφές της παραδοσιακής μουσικής και ο Αντώνης Παπαδάκης, ο επονομαζόμενος «καρεκλάς» λόγω επαγγέλματος.
Ανήκει στους πρωτομάστορες, και για τους ειδικούς θεωρείται από τους σημαντικότερους λυράρηδες του περασμένου αιώνα.
Σπάνια όμως αναφέρεται κι ας ακούγεται παντού από τους μερακλήδες η περίφημη σούστα του με τα πολλά γυρίσματα, εκτελούμενη σε σταφιδιανό συρτό.
Σύμφωνα με στοιχεία από το διαδίκτυο, ο Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) γεννήθηκε στα Περιβόλια του Ρεθύμνου το 1893 και άρχισε να ασχολείται με τη λύρα από μικρό παιδί. Πρωτόπαιξε λύρα σε εποχή που το λαούτο δεν είχε καθιερωθεί ακόμη ως συνοδευτικό όργανο της λύρας στην Κρήτη. Έτσι, στις εμφανίσεις του χρησιμοποιούσε ως συνοδεία το μπουλγαρί, δημοφιλέστατο την εποχή εκείνη στην περιοχή του Ρεθύμνου. Συνεργάτες του ήταν κυρίως οι «μπουζουξήδες» (όπως έλεγαν τότε τους μουσικούς που έπαιζαν μπουλγαρί) Γιώργης Αγιούτης και Βλαδίμηρος Πλουμιστάκης και λίγο αργότερα, μαθητής ακόμη στο μπουλγαρί, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που ήταν και ανιψιός του. Με συνοδεία λαούτου πρωτόπαιξε γύρω στα 1928, με τον περίφημο λαουτιέρη Σταύρο Ψυλλάκη (Ψύλλο).
Με το Στέλιο Φουσταλιεράκη εμφανίζονται και στη δισκογραφία γύρω στο 1930 ηχογραφώντας τα περίφημα Ρεθεμνιώτικα πεντοζάλια. Στην πορεία της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του ηχογράφησε αρκετούς δίσκους 78 στροφών, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη. Ξακουστή έγινε η σούστα του Καρεκλά με τα πολλά γυρίσματα (μουσικές φράσεις), που έχει μείνει κλασική για τους σημερινούς λυράρηδες. Θρυλείται ότι τη μελωδία της σούστας την είχε μάθει από το Μακεδάκη, ένα λυράρη που πέθανε πολύ νέος και καταγόταν από το γειτονικό Ρουσσοσπίτι.
Ο λυράρης της Σπιναλόγκας
Το 1968 ο Γερμανός σκηνοθέτης Χέρτζογκ, βρέθηκε στην Κρήτη για τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας «Signs of life». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ο Χέρτζογκ γύρισε το πειραματικό μικρού μήκους φιλμ (ασπρόμαυρο διάρκειας σχεδόν 13 λεπτών) με τίτλο Letzte Worte (Τελευταίες λέξεις), με θέμα τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, και όταν το κολαστήριο καταργήθηκε και έφυγαν από εκεί όλοι οι λεπροί, εκείνος έμεινε μόνος στο νησί αρνούμενος να γυρίσει πίσω στον πολιτισμό. Τρεφόταν με αγριόχορτα, αγκάθια και σαύρες και έπαιζε τη λύρα του.
Όταν οι αρχές τον έφεραν πίσω δια της βίας, κλείστηκε στο σπίτι του αρνούμενος να μιλήσει και εκφραζόταν μόνο με τη μουσική του.
Η ταινία τελειώνει με κοντινό πλάνο στο πρόσωπο και στα χέρια του οργανοπαίκτη που μιλάει στο φακό:
«Όχι, δεν λέω τίποτα… τελείωσα… έτσι γουστάρω… τελευταία μου λέξη…».
Στο ντοκιμαντέρ αυτό ο Καρεκλάς παίζει συρτό και Ρεθυμνιώτικα πεντοζάλια, με τη συνοδεία μπουζουκιού ενώ μπουζούκι στο συγκεκριμένο βίντεο παίζει ο Λευτέρης Δασκάλιος. Ας μην ξεχνάμε ότι το μπουζούκι, παλαιότερα, ήταν το κατ’ εξοχήν όργανο συνοδείας της λύρας.
Κι είναι από τα μοναδικά ντοκουμέντα που έμειναν στο διαδίκτυο ευτυχώς να θυμίζουν τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη που είχε δυστυχώς τη μοίρα όλων των σπουδαίων που ζουν για το σήμερα με αρχοντιά και γενναιοδωρία αδιαφορώντας για το αύριο που «ποιος ζει ποιος πεθαίνει» Στο μεσουράνημά του είχε καταφέρει να αποκτήσει αρκετά χρήματα. Επειδή όμως δεν είχαν κι όσοι ευεργετήθηκαν από την απλοχεριά του τα ίδια με αυτόν αισθήματα ο μεγάλος Καρεκλάς βρέθηκε στα γεράματά του στο Άσυλο Ανιάτων στα Χανιά.
Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή το 1980 σε ηλικία 87 χρόνων.
Μια νεκρολογία με δικαιολογημένη αγανάκτηση
Ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος σαν να μην είχε σκορπίσει τόση χαρά στους ανθρώπους με το μαγικό του παίξιμο, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Κι έρχεται ένα πύρινο άρθρο του μεγάλου μας Νίκου Αγγελή, στην εφημερίδα «Ακρόπολη» να εγκαλέσει συνειδήσεις με κείνη τη γραφή που είχε γίνει «σχολή» στη δημοσιογραφία της εποχής
«Διαβάζω την 5η Ιανουαρίου στην «αρχαιότερη κρητική εφημερίδα» στην «Κρητική Επιθεώρηση» Ρεθύμνου:
«Με καθυστέρηση πληροφορούμεθα τον θάνατο του Ρεθεμνιώτη λυράρη Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά που επισυνέβη τα Χριστούγεννα στο άσυλο των Χανίων, όπου οι αντίξοες συνθήκες της ζωής και το βαθύ γήρας τον είχαν οδηγήσει.
Με το θάνατο του Καρεκλά χάνεται μια δόξα της Κρητικής Μουσικής, ένας σπάνιος καλλιτέχνης που είχε αφήσει εποχή και πραγματικά με το δοξάρι του έγραψε ιστορία στην μουσική παράδοση του τόπου. Ο Καρεκλάς για χρόνια πολλά ήταν ο ξακουστός λυράρης της Κρήτης, ο δεξιοτέχνης του δοξαριού, που μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν μοναδικός στην απόδοση της «σούστας», με την οποία και συνεδέθη το όνομά του. Τύπος μπoέμ, εκακοτύχησε στην ζωή του και είχε βασανισμένα γεράματα».
Ένα «δίστηλο καλό» όπως λέμε στη δημοσιογραφία, αφιέρωσε η εφημερίδα στο θάνατο του Καρεκλά που κατάφερε να μάθει δέκα μέρες μετά… «Γιατί μωρέ;» ρωτούσε από χρόνια πολλά ο μακαρίτης ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, που μάθαινε την κατάντια του Καρεκλά. «Γιατί μωρέ; Δεν ανατραφήκαμε εμείς με τη λύρα του; Δεν νοιώσαμε τα πρώτα σκιρτήματα με το δοξάρι του; Γιατί μωρέ τον αφήσατε να καταντήσει έτσι ο Καρεκλάς εσείς μια ολόκληρη πολιτεία;».
Ρωτούσε ο «δάσκαλός» μας στη δημοσιογραφία τότε. Ρωτώ κι εγώ με τη σειρά μου τον δήμαρχο και το Δεσπότη του Ρεθέμνου, που τυχαίνει να διαβάζουν καθημερινά την εφημερίδα αυτή με το «δίστηλο»:
– Γιατί; Ούτε το γεροκομείο του Pεθέμνου δεν χωρούσε το απομεινάρι του Καρεκλά; Δε βρέθηκε μια γωνιά να τον κρατήσει, έτσι για ν’ αφήσει την ύστερη πνοή του, όπως άφησε την τελευταία δοξαριά, στο Ρέθεμνος; Ήταν ο θάνατός του λιγότερο σημαντικός και από τον ψόφο ενός σκύλου για να τον μάθει η πολιτεία του δέκα μέρες μετά;
Το καλοκαίρι που θα κατέβω στο Ρέθεμνος θα δω τη λύρα του Καρεκλά αποτεθειμένη στη βιτρίνα της λαογραφικής συλλογής. Έτσι συμβαίνει πάντα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους. Η φροντίδα μας εξαντλείται στα άψυχα…
Μα ας αφήσομε τη μουρμούρα. Ο Καρεκλάς δεν πέθανε τώρα. Ήταν από χρόνια πολλά πεθαμένος. Από τότε που άλλοι σύγχρονοι λυράρηδες, πιο γρήγοροι και πιο προσαρμοσμένοι στους συρμούς, απόσπασαν από τον «ένδοξο» λυράρη τον κόσμο. Εκείνος ο θάνατος ήταν πιο οδυνηρός γιατί τον… έζησε ο Καρεκλάς. Τον κατάπιε γουλιά – γουλιά, μήνα με τον μήνα. Στα πανηγύρια δεν τραβούσε τον κόσμο πια και στους μεγάλους γάμους δεν τον καλούσαν. Ένοιωθε να ξεπέφτει και ν’ απομονώνεται. Έβλεπε τους καινούργιους να μπασταρδεύουν τους ρυθμούς που εκείνος με το Ροδινό σκάλισαν στο πετσί του Ρεθέμνου, αναπλάθοντας παμπάλαιους τόνους και πικραινόταν. Δεν έλεγε τίποτα. Κατέβαινε μόνο…
Ύστερα οι «αντίξοες συνθήκες της ζωής» που γράφει και ο συνάδελφος του Ρεθέμνου σύντριψαν κυριολεκτικά τον Καρεκλά. Χαμήλωσε η ψυχή του, λιγόστεψε θαρρείς και η λογική του ακόμη. Μα κάπου εκεί, μια σπίθα έμενε αναμμένη μέχρι θανάτου και όταν την «λαντουρούσε» με κρασί στραφτάλιζε κι έδιδε ρυθμό στα μαραμένα χέρια. Και τότε μέσα στην πηχτή Pεθεμνιώτικη νύχτα ακουόταν κάπου σαν μακρινό παράπονο ή λύρα του να ανακαλεί τις σκιές και τις χαμένες μέρες της λεβεντιάς:
– Ο Καρεκλάς θυμάται, έλεγε τότε, κάποιος νυχτοπαρωρίτης διαβάτης.
Ειδικότητα του Καρεκλά ήταν η σούστα. Η σούστα του Καρεκλά. Έμεινε στην μουσική παράδοση του νησιού, δεν παραποιήθηκε από κανένα λυράρη. Είναι σεμνή, κλασική, σίγουρη και μαζί ναζιάρικη και ζωντανή. Ο Μουντάκης με τον Σκορδαλό που πέρασαν την παράδοση του Ρεθέμνου ολοζώντανη και αναλλοίωτη στις νεώτερες γενιές δεν άλλαξαν τη σούστα του Καρεκλά. Την σεβάσθηκαν απόλυτα. Διατήρησαν το όνομα της. Δηλαδή ούτε την οικειοποιήθηκαν οι ίδιοι, ούτε άφησαν κανένα άλλο να την οικειοποιηθεί. Και αυτό τους τιμά ιδιαίτερα.
Θυμούμαι δύο περιστατικά που καθρεπτίζουν έντονα τη δόξα και την κατάρρευση του Καρεκλά. Δύο εικόνες από την μεσουράνηση και την συντριβή του.
Ήμουν παιδάκι και βρεθήκαμε με το παππού στο χωριό Ρούστικα του Ρεθέμνου σ’ ένα πανηγύρι. Ήταν καλοκαίρι. Του Προφήτη Ηλία θα ήταν γιατί στο χωριό αυτό υπάρχει ένα ιστορικό μοναστήρι στο όνομα του προφήτη. Βράδιαζε και έπεφτε η ζεστή. Ως το σπίτι που μας φιλοξενούσαν έφταναν φωνές και τραγούδια λαού που παραληρούσε από κέφι. Έμοιαζαν με φωνές από ένα καρναβάλι νοτιοαμερικάνικο. Τις φωνές σφράγιζαν κάθε τόσο πυροβολισμοί, σφυρίγματα και κρότοι από βαρελότα.
Ανάμεσα στο βουητό αυτό ξεμύτιζε κάπου – κάπου η γλυκιά λαλιά μιας λύρας. Δυο τρεις κοντυλιές φτεράκιζαν μια στιγμή και ύστερα πνίγονταν πάλι στον ανθρώπινο κατακλυσμό.
Στο σπίτι που καθόμασταν σηκώθηκε από περιέργεια. Τι γίνεται; Κάτι ασυνήθιστο για το πανηγύρι του χωριού. Η νοικοκυρά έστελλε κάποιον να μάθει τι συμβαίνει. Σε λίγο ο αγγελιοφόρος ήρθε πίσω.
Τ’ αυτιά του έφεγγαν από ενθουσιασμό. Ήταν φανερό πως είδε ένα εξαιρετικό θέαμα. Είπε:
– Είναι ο Καρεκλάς στο μέγα κέφι και χορεύει ούλος ο λαός στο λιβάδι.
Λιβάδι έλεγαν την πλατεία του χωριού. Τα παιδιά δεν κρατηθήκαμε άλλο. Κατεβήκαμε και πήγαμε ως εκεί. Ήταν μια ανθρωπομάζα που ωρύετο κυριολεκτικά. Ανεβήκαμε σ’ ένα δέντρο για να βλέπουμε καλύτερα. Κάποιος έλεγε πως ο Καρεκλάς έφθασε πριν από λίγη ώρα από το Ρέθεμνος πιωμένος. Εμείς βλέπαμε έναν μικρόσωμο άνθρωπο ανεβασμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι. Θαρρώ πως απάνω στο τραπέζι ήταν μια καρέκλα ή ένα βαρέλι μικρό στερεωμένο με τάκους. Δεν θυμούμαι καλά. Οπωσδήποτε ο Καρεκλάς ήταν απάνω στο βαρέλι αυτό ή στην καρέκλα, είχε τη λύρα πίσω στο κεφάλι του και έπαιζε. Ναι έπαιζε έτσι ανάποδα τη θρυλική σούστα του και τριγύρω πιωμένοι πανηγυριώτες χόρευαν ομαδικά. Και φώναζαν και τραγουδούσαν. Άλλοι σφύριζαν, άλλοι χτυπούσαν με τις παλάμες το τραπέζι, άλλοι κρατούσαν μπουκάλες γεμάτες κρασί και τις περνούσαν από στόμα σε στόμα.
Ένας νεαρός ήταν ανεβασμένος στο τραπέζι, πλάι στον παραλοϊσμένο λυράρη, του ‘βαζε στο στόμα μεζέδες, τον πότιζε κρασί. Μάζευε τα λεφτά που σκορπούσαν οι χορευτάδες γύρω και τα αποθήκευε στην τσέπη του λυράρη. Και πάνω απ’ όλα αποκρινόταν με τη δική του φωνή στα πυκνά «καλέσματα» που έστελνε ο λαός από γύρω:
– Γεια σου Καρεκλά αθάνατε!…
Αυτό το θέαμα του λυράρη που δόξαζε ο λαός δεν έφυγε ποτέ από την μνήμη μου. Και αν ήταν να φύγει δεν το άφησε ένα άλλο θέαμα που αντίκρουσα περίπου είκοσι χρόνια αργότερα.
Καθόμαστε μιαν εσπέρα, αργά, στο λιμανάκι του Ρεθέμνου και πίναμε μαύρο κρασί με, τηγανητά, ξιδάτα, καβούρια και ψιλές ντόπιες γαριδοπούλες. Περνούσαν οι ώρες, έπεφτε άχνα αναδερή στα ρούχα μιας και στα μαλλιά μας. Καταστάλαζαν οι μικρές φωνές και οι καημοί της πολιτείας. Φούσκωνε τις ψυχές μας το κρασάκι Μια στιγμή βγήκε από ένα στενό ένας άνθρωπος γερασμένος, μ’ ένα μακρύ σακάκι ριγμένο στους ώμους. Ακουμπούσε σ’ ένα μπαστούνι και μας πλησίασε. Είμαστε η μοναδική μεγάλη παρέα στο γιαλό. Έβγαλε μια ταλαιπωρημένη λύρα από το σακάκι του και έγνεψε να μας παίξει λίγο. Ένας ντόπιος, όμως, νεαρός της συντροφιάς τον σταμάτησε απότομα:
– Αντώνη πιες μια και πήγαινε…
Ήταν ο Καρεκλάς! Ναι ο μεγάλος λυράρης! Όταν το ‘μαθα είχε απομακρυνθεί. Ένοιωσα οργή και θλίψη. Άφησα την παρέα και έτρεξα στα στενά να τον βρω, αλλά είχε χαθεί εκείνη τη νύχτα… Είχε εξασφαλίσει το κρασάκι του για κείνη την ώρα και είχε τρυπώσει στο σπιτάκι του. Ήταν φανερό πως από τότε είχε πεθάνει.
Τα φετινά Χριστούγεννα ήμουν με δυο συναδέλφους στο Ρέθεμνος. Παραμονή, προπαραμονή, περνούσαμε από την μεγάλη παραλία που ήταν έρημη και τη βασάνιζε ένας φοβερός βοριάς. Κρύο, παντερμιά, χιονόνερο.
Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και βλέπαμε τα φοβερά κύματα που ξεπερνούσαν τα μουράγια και φοβέριζαν τα μικρά πλεούμενα. Ακούγαμε για λίγο τους γόους των νερών και τους θρήνους των κλειστών σπιτιών. Οι αντένες των μικρών καραβιών σφύριζαν. Ήταν μια παράξενη, σχεδόν εφιαλτική ώρα. Υπολογίζω, ήταν η ώρα που πέθαινε ο Καρεκλάς, ξεχασμένος, νεκρός κιόλας από πολλά χρόνια, σ’ ένα κρεβάτι γεροκομείου, μακριά από την πολιτεία που τον γέννησε, τον γλέντησε, τον δόξασε, τον περιφρόνησε και τον έδιωξε, σα γέρικο και άχρηστο σκυλί να πεθάνει έξω από τα όριά της…».
Στο αρχείο του Γιάννη Χαλκιαδάκη
Το άρθρο αυτό είχε φωτοτυπήσει ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» και το είχε στο αρχείο του όπως και κάθε ξεχωριστό άρθρο του αξέχαστου δημοσιογράφου. Και κάποτε που μου έκανε την τιμή να τον συνοδεύσω με τον Ιμπραήμ, σε μια επίσκεψη στο αρχοντικό του Νίκου Αγγελή, κάπου κοντά στις Βρύσες Χανίων, από τα θέματα που συζήτησαν ήταν και το άρθρο αυτό.
«Να ζήσεις βρε Νικολή» σαν να ακούω τη φωνή του Χαλκιαδάκη ακόμα σ’ αυτιά μου «Καλά τους τα έγραψες».
«Ποιο το όφελος;» αποκρίθηκε ο Αγγελής. «Πήγε ο άνθρωπος σαν το σκυλί στ’ αμπέλι… Κι ούτε που ίδρωσε αυτί».
Φαίνεται πως είχα εντυπωσιαστεί από τη συζήτηση αυτή. Πήρα το θάρρος να ζητήσω το άρθρο να το διαβάσω. Κι ο Γιάννης Χαλκιαδάκης, άνοιξε πρόθυμα ένα φάκελο και τραβώντας μια σελίδα μου την έδωσε.
«Πάρ’ το, μου είπε. Κράτησέ το. Εσύ και σαν «Περβολιανή» θα το προσέξεις καλύτερα».
Το θυμήθηκα πρόσφατα όταν άκουσα για το λυράρη στη Σπιναλόγκα και το «έψαξα», γιατί ποτέ δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο για τον Καρεκλά. Και μέχρι να αποδειχθεί ότι επρόκειτο απλά για συμμετοχή του σε ταινία έγινε πολλή κουβέντα.
Και όπως έψαχνα είδα να έχει δημοσιεύσει το άρθρο του Αγγελή ο καλός συνάδελφος Κώστας Βασιλάκης πριν από χρόνια στην εφημερίδα «Ρέθεμνος».
Αναζήτησα το «δικό» μου απόκτημα στο «Πολιτιστικό Ρέθυμνο», που το έχω μεταφέρει μαζί με άλλο αρχειακό υλικό. Γιατί άλλη χάρη είχε από την εφημερίδα που πρωτοδημοσιεύτηκε και στη στήλη που ήταν η πρώτη αναζήτηση του αναγνώστη όταν έπαιρνε την εφημερίδα.
Συγκινήθηκα ξανά κι ένοιωσα την ανάγκη να κάνω αυτό το αφιέρωμα με στοιχεία και από το διαδίκτυο. Είναι σαν να ανάβω ένα κεράκι στη μνήμη ενός μεγάλου καλλιτέχνη που αμφιβάλλω για το πόσοι τον θυμούνται πια.
Αρχείο Γιάννη Χαλκιαδάκη
Πηγές από το διαδίκτυο
Ένωση Κρητών Αγίας Βαρβάρας «Η Μεγαλόνησος»
Cretan Music