Από τις πιο γλαφυρές περιγραφές της αποχώρησης των Γερμανών στο χάραμα της λευτεριάς είναι αυτή του βετεράνου της φυσιολατρείας, της τέχνης του φακού και της ιστορικής έρευνας κ. Αντώνη Πλυμάκη συγγραφέα. Έζησε μικρό παιδί τα γεγονότα και τα περιγράφει με ύφος μοναδικό:
Οι νεότεροι, γράφει, δεν θα γνωρίζουν ασφαλώς πως η περιοχή των Χανίων ήταν το τελευταίο σημείο της Ευρώπης που απελευθερώθηκε από τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και πως στην πραγματικότητα στα Χανιά τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος στην Ευρώπη.
Και αυτό όταν τα τελευταία ενεργά στρατεύματα του τρίτου Ράιχ δέχθηκαν να παραδοθούν στους συμμάχους την 10η Μαΐου 1945, ενώ μια εβδομάδα πριν διαβάζαμε στις τοπικές εφημερίδες πως «πέθανε ο μέγας εγκληματίας» αναφερόμενοι στον Χίτλερ. Η υπόλοιπη Κρήτη, καθώς και η άλλη Ελλάδα, είχαν απελευθερωθεί μήνες πριν και οι Γερμανοί αποχωρούντες από τους τρεις άλλους Νομούς του νησιού μας είχαν μεταφέρει ολόκληρη την κινητή-φοβερή πολεμική μηχανή τους στα Χανιά.
Είχαν τόσο βαρύ πολεμικό υλικό συγκεντρώσει που θυμάμαι να λένε οι μεγάλοι τότε ότι θα μπορούσαν να αντιστέκονται για έναν και πλέον χρόνο στους συμμάχους που θα επιχειρούσαν εκδίωξή τους και ακόμη πως είχαν παγιδέψει την αγορά των Χανίων, και πολλά άλλα καίρια σημεία στην πόλη, για να τα ανατινάξουν σε περίπτωση ανάγκης.
Όπως ανέφερα, μικρό παιδί τότε και κατοικώντας στο Ρέθυμνο, ξενύχτησα πολλά βράδια στο παράθυρο του σπιτιού μας, που βρισκόταν στην λεωφόρο Κουντουριώτου, για να χαζεύω τα φοβερά πυροβόλα, τα τεθωρακισμένα και τις φάλαγγες που περνούσαν όλη νύχτα με κατεύθυνση τα Χανιά και που όταν έφθανε η ημέρα σταματούσαν καλυπτόμενα από κλαδιά και δίχτυα παραλλαγής. Για να αποφύγουν μάλιστα οι Γερμανοί ενέδρες και επιθέσεις ανταρτών στην πορεία τους, ιδίως στις τελευταίες φάλαγγες, έπαιρναν κορίτσια του Ρεθέμνους, τα οποία τοποθετούσαν σε εμφανή σημεία των οχημάτων της φάλαγγας και το βράδυ επέτρεπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Ο πατέρας μου ήταν γενικός διευθυντής της τότε Τράπεζας Κρήτης με έδρα το Ρέθεμνος, και εκεί έχασε όλα του τα χρήματα.
Μερικές ημέρες πριν φύγουν καλούσαν συνεχώς, κυρίως δια στόματος του ντελάλη του Νικολέλη που γύριζε όλη την πόλη, να πάνε οι άντρες να βοηθήσουν να φορτωθούν τα πυρομαχικά από τα πυροβολεία του Ευλιγιά και όπου αλλού, για να τα ρίξουν στη θάλασσα αλλιώς θα τα ανατίναζαν εκεί και θα γινόταν μεγάλη ζημιά στην πόλη. Δεν νομίζω να πήγε κανείς αλλά όλοι σχεδόν οι άνθρωποι του Ρεθέμνους, με ό,τι μπορούσαν να κρατούν μαζί, οδοιπορούσαν σε μια ατελείωτη φάλαγγα προς τον Κουμπέ, Ατσιπόπουλο ή και ανατολικά, για να γλιτώσουν.
Ακριβώς όπως βλέπουμε σήμερα στις τηλεοράσεις τους δύστυχους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις πόλεις στην Συρία και αλλού.
Ρίφθηκαν μερικά στη θάλασσα αλλά υπήρξε και ανατίναξη. Θυμάμαι που η πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη είχε γεμίσει πέτρες και κομμάτια μετάλλου.
Πριν αναχωρήσουν οι κατακτητές τοποθέτησαν δύο ψαροκάικα (τράτες) το ένα πίσω από το άλλο στην είσοδο του λιμανιού, δίπλα στον φάρο και τα ανατίναξαν. Παράλογη βέβαια ενέργεια γιατί τι είδους πολεμικό πλοίο των συμμάχων να χωρούσε σε αυτό.
Αξέχαστο θα μου μείνει, το θέαμα με το τελευταίο όχημα που άφησε το Ρέθεμνος με τον γνωστό αιμοβόρο Γερμανό Γκεσταπίτη «Γιαννάκη», σκυθρωπό και πεσμένο επάνω στο οπλοπολυβόλο του.
Ήταν η 13η Οκτωβρίου του 1944. Οι Γερμανοί κατευθυνόμενοι προς τα Χανιά ανατίναζαν, μετά το πέρασμά τους, όλες τις γέφυρες του κεντρικού δρόμου. Έτσι μόλις ακούστηκε η έκρηξη από την ανατίναξη της Ατσιποπουλιανής γέφυρας, ένα μόνο χιλιόμετρο από το κέντρου του Ρεθέμνους, άρχισαν να χτυπάνε όλες μαζί οι καμπάνες των Ρεθεμνιώτικων εκκλησιών, ενώ ο λαός του Ρεθέμνους ξεχύθηκε στους δρόμους σαν τρελός πανηγυρίζοντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας. Μέσα δε σε λίγη ώρα το Ρέθεμνος είχε πλημμυρίσει από χιλιάδες γενειοφόρους, συνήθως αντάρτες όλων των παρατάξεων που πυροβολούσαν πανηγυρικά στον αέρα με κάθε είδους φορητό όπλο. Αυτό συνεχιζόταν για μέρες, έτσι που όταν βάδιζες στους δρόμους του Ρεθέμνους πατούσες σ’ ένα παχύ στρώμα από κάθε είδους κάλυκες φυσιγγίων.
Λίγες μέρες μετά, στον θαλασσινό ορίζοντα προς το Ηράκλειο, φάνηκε ένα πολεμικό πλοίο που τελικά ήταν Βρετανικό. Χιλιάδες Ρεθεμνιώτες κατάκλυσαν την παραλία και τον Φάρο του Ρεθέμνους για να το δουν και να το υποδεχτούν. Όταν όμως πλησίασε στην πόλη άρχισαν να υψώνονται τριγύρω του τεράστιοι πίδακες νερού που τους προκαλούσαν οι οβίδες που έριχναν τα βαρέα Γερμανικά επάκτια πυροβόλα του Δραπάνου. Το πολεμικό αφήνοντας πυκνό προπέτασμα καπνού τράπηκε σε φυγή προς το Ηράκλειο, ενώ το συνόδευαν μέχρι τέλους οι τεράστιες οβίδες, που κατά κοινή ομολογία δεν είχαν σκοπό τη βύθισή του. Τα φοβερά αυτά πυροβόλα των Ναζί λεγόταν ότι αν αυτοί ήθελαν μπορούσαν να ισοπεδώσουν την περιοχή μέχρι πολύ πέρα από το Ρέθεμνος.
Μετά από λίγες ημέρες, την 28η Οκτωβρίου, στον πρώτο εορτασμό της μετά την κατοχή, είχαμε πάλι παρελάσεις ανταρτών, στρατιωτών κ.λπ. και ρίφθηκαν προκηρύξεις, που φυλάσσω στο αρχείο μου, από τον ΕΛΑΣ που παροτρύνει σε γενικό ξεσηκωμό για να ελευθερωθούν τα σκλαβωμένα Χανιά!
Τώρα αν αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί με πεντέ-έξι πολυβόλα και κάμποσους αντάρτες απέναντι στα 600 πυροβόλα και την ασύγκριτη δύναμη προς των 15.000 Γερμανών αυτό είναι άλλο θέμα. Όλων των αποχρώσεων οι αντάρτες μπήκαν στα Χανιά μετά την παράδοση των Γερμανών.
Ακόμα στη θύμησή μου έρχεται το τραγικό θέαμα που αντικρίζαμε συχνά τα πρωινά από το άλλο παραλιακό σπίτι μας, όταν λίγα ή πάμπολλα τουμπανιασμένα κορμιά πνιγμένων Ιταλών, Βρετανών ή Γερμανών που είχαν πληγεί τα πλοία τους, επέπλεαν στη θάλασσα για να εκβρασθούν λίγο αργότερα από το κύμα στη Ρεθεμνιώτικη αμμουδιά ή την παραλιακή λεωφόρο. Όμως και στην αστεία περίπτωση ενός πρωινού που ξύπνησαν από τα κροταλίσματα των πολυβόλων και αντικρίσαμε την παραλία γεμάτη καπνούς και λάμψεις, ενώ μεγάλες σχεδίες αποβίβαζαν άνδρες με κόκκινα καπέλα.
Κρυφτήκαμε όλοι καλά μην τυχόν μας βρει καμιά αδέσποτη σφαίρα και όταν ησύχασε ο θόρυβος των μαχών χτύπησε η πόρτα μας και ο πατέρας μου συμπέρανε ότι είχε γίνει επιτυχής… συμμαχική απόβαση και κάποιος… σύμμαχος κτυπούσε. Αυτός όμως ήταν κάποιος γνωστός που διαμένοντας μακριά από την παραλία δεν είχε ιδέα για την… απόβαση. Τελικά επρόκειτο για Γερμανική άσκηση απόκρουσης απόβασης και… σύμμαχοι ήταν πάλι Γερμανοί που είχαν βάλει ανάποδα τα καπέλα τους παριστάνοντας την εικονική αποβατική δύναμη.
Και η δόξα του 44ου Σ.Π
Σε κάποιους γενναίους όμως οφείλετο η μεγάλη αυτή μέρα της λευτεριάς. Αυτοί που από την πρώτη στιγμή προέταξαν το στήθος και τη νιότη του να αντιμετωπίσουν τον κατακτητή.
Ήταν οι υπερασπιστές από το 44ο Σ.Π., που έγραψε ιστορία. Από την πρώτη στιγμή της άφιξής του το λάτρεψε ο Ρεθεμνιώτικος λαός. Ας σταθούμε σ’ αυτή τη μέρα με μια σπάνια μαρτυρία του Κώστα Μαμαλάκη.
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του 1926, που η θέα δυο καραβιών αγκυροβολημένων ανοιχτά του λιμανιού, έδωσε ζωντάνια στη νωθρή, από έλλειψη συγκλονιστικών γεγονότων, πόλη.
Οι αντρικές καρδιές άρχισαν να πάλουν με γρηγορότερο ρυθμό. Ώστε η πληροφορία που είχε διαδοθεί, σαν αστραπή, την προηγουμένη, ήταν αληθινή. Ερχόταν το ένδοξο 44ο Σ.Π.!
Ο κόσμος με έκδηλα συναισθήματα χαράς και συγκίνησης, παράτησε τις δουλειές κι έτρεξε στο λιμάνι, με την απαραίτητη συνοδεία τσούρμου πιτσιρικάδων, που πανηγύριζαν για το γεγονός. Η καημένη η «μαρίδα» της εποχής δεν είχε, άλλωστε, συχνά την ευκαιρία να ζει τόσο σημαντικά γεγονότα.
Ατμόσφαιρα εορταστική
Σε λίγο το λιμάνι είχε πάρει όψη εορταστική, και μάλιστα τόσο λαμπρή, που δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει ούτε ο πλέον χαρισματικός τελετάρχης.
Η κίνηση, στο μεταξύ και στα δύο πλοία, προετοίμαζε το πλήθος για τις πρώτες αφίξεις.
Πρώτος, αποβιβάστηκε, με το επιτελείο του, ο Στυλιανός Στεφανουδάκης, από τα Ρούστικα, διοικητής του Συντάγματος.
Ήταν ψηλός, εύσωμος, με έξοχη δράση πολεμική, με ήθος και σεμνή παλικαριά. Μορφωμένος αξιωματικός, άνθρωπος ακέραιος και πολιτισμένος.
Με κάθε επισημότητα κατευθύνθηκε και εγκαταστάθηκε στο θαλασσί ξύλινο περίπτερο του Λιμεναρχείου, που υπήρχε τότε στην αποβάθρα.
Από εκεί επόπτευε την αποβίβαση των ανδρών του υλικού των μεταγωγικών, που κράτησε ώρα πολλή.
Το πλήθος δεν σταμάτησε να ζητωκραυγάζει.
Όταν τέλειωσε η αποβίβαση, με απόλυτη ακρίβεια κινήσεων, το Σύνταγμα αναπτύχθηκε σε διάταξη παρέλασης.
Μπροστά 4 σαλπιγκτές και 2 τυμπανιστές, αμέσως μετά η γεμάτη παράσημα δόξας σημαία του, και πίσω οι λόχοι, κατά τάγματα, με έφιππους τους ταγματάρχες.
Τότε ο διοικητής Στυλιανός Στεφανουδάκης, με άψογα υπολογισμένες κινήσεις, ανέβηκε στο μεγαλόσωμο ουγγαρέζικο άλογό του, που είχε τα χρώμα της κανέλας, πήρε θέση πίσω από το σημαιοφόρο και υψώνοντας το χέρι έδωσε το σύνθημα της εκκίνησης.
Κι ενώ το πλήθος επευφημούσε, η μεγάλη φάλαγγα ξεκίνησε, πέρασε από την οδό Αρκαδίου, ανέβηκε στο Καμαράκι, έστριψε δεξιά και πήρε κατεύθυνση προς τους μεγάλους στρατώνες της «Σοχώρας».
«Ζήτω το ’44»
Απερίγραπτες ήταν οι στιγμές που το ακολουθούσαν. Από όπου περνούσε ο κόσμος φώναζε με ενθουσιασμό «Ζήτω το 44» και από τα παράθυρα οι γυναίκες πετούσαν λουλούδια.
Όσο για τα παιδιά παρακολουθούσαν τώρα εκστατικά το επιβλητικό θέαμα.
Έτσι πανηγύρισε το Ρέθεμνος τον ερχομό του ηρωικού συντάγματος με την ένδοξη ιστορία.
Και συνεχίζει ο Κώστας Μαμαλάκης:
«Μεγάλη λαμπρότητα έδινε η συμμετοχή του Συντάγματος στις επίσημες τελετές.
Στις δοξολογίες, η στρατιωτική παράταξη «κατ’ αντιζυγίαν» άρχιζεν από το δρόμο της εισόδου του Καθεδρικού Ναού, και κατέληγε στην προκυμαία που θα γινόταν η παρέλαση. Έφιπποι, πάντα, ήταν οι διοικητές ταγμάτων.
Θυμάμαι τον ταγματάρχη Αλέκο Κουνδουράκη, που σκοτώθηκε ηρωικά, υποστράτηγος στην Αλβανία-μεγαλόπρεπο πάνω στο ψαρί άλογό του στο πλατεάκι πιο κάτω από το βιβλιοπωλείο του Αριστόδημου (Σ.Σ Χατζηδάκη) και τον ταγματάρχη Τζανουδάκη, ένα νευρώδη, βραχύσωμο, με στριφτό μουστακάκι, Χανιώτη, έξω από την εκκλησία των «Εισοδίων».
Ο θαυμασμός των παιδιών
Σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Κώστας Μαμαλάκης, τον ίδιο ενθουσιασμό που προκαλούν σήμερα στον παιδόκοσμο, τα επιτεύγματα της ηλεκτρονικής «υστερίας» δημιουργούσαν τότε τα θεάματα αυτά. Αναστατωμένα όλα τα αγοράκια, είχαν εκστασιαστεί από τις χρυσές επωμίδες στις στρατιωτικές στολές, τα σπαθιά, τους ήχους των «πτερνιστήρων», τ’ άλογα και όλες τις συγκινήσεις που τους προκαλούσαν τα παρελαύνοντα «στρατά», είτε σε παράταξη είτε σε παρέλαση.
Όσο για το σάλπισμα της αποχώρησης είχε δώσει πολύτιμη βοήθεια στις μαμάδες, που προσπαθούσαν, εξαντλώντας όλες τις μεθόδους της παιδαγωγικής, να «συντάξουν» τα βράδια τα ασύντακτα βλαστάρια τους που ξεμυαλισμένα όλη την ημέρα, έπαιρναν τους δρόμους.
Τι γινόταν δηλαδή…
Η «Θοδώρα» στην υπηρεσία των μανάδων
Κάθε βράδυ στις 9, δύο σαλπιγκτές γύριζαν τους κεντρικούς δρόμους και «βάραγαν» τη «Θοδώρα». Ήταν το σάλπισμα της αποχώρησης, που έδινε τόνο, στη νυχτερινή ζωή της πόλης.
Αμέσως άδειαζαν οι δρόμοι από τα φανταράκια, που σκόρπιζαν κι έτρεχαν στους στρατώνες για το προσκλητήριο.
Το ποδοβολητό των φαντάρων έκανε ν’ αντηχούν οι δρόμοι του «Πλατάνου» και της «Κυρίας των Αγγέλων» και ν’ αντιλαλούν τα γύρω στενοσόκακα από τους ξηρούς κρότους που άφηναν οι «βιδόπροκες» απ’ τις αρβύλες.
Εύρισκαν τότε αφορμή και οι μαμάδες για να υποχρεώνουν τα παιδιά να πηγαίνουν επιτέλους νωρίς για ύπνο…
Σύνηθες και το γλυκομάλωμα:
«Βρε παλιόπαιδα, έπαιξε η Θοδώρα, οι στρατιώτες πάνε για ύπνο και σεις ακόμα όρθια; Στα κρεβατάκια σας γρήγορα…».
Αυτά τα «παλιόπαιδα» αργότερα από τις μέρες αυτές της ξεγνοιασιάς, όσα γύρισαν από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας έγραψαν το έπος της Αντίστασης που έδωσε τη λύτρωση στο μαρτυρικό μας τόπο.
Τιμή και δόξα στους ήρωες αυτούς που συνέβαλαν στην ταπεινωτική αναχώρηση του εχθρού μια μέρα σαν κι αυτή.