Δεν ξεχνάμε!
(Aνώγεια, Αύγουστος 1944)
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΕΜΜΟΥ*
Πέρασαν 71 χρόνια από την καταστροφή των Ανωγείων, που ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Τον σκληρό εκείνον Αύγουστο του 1944 οι κάτοικοι ξεσπιτωμένοι και κυνηγημένοι στα αόρη σαν αγρίμια τις νύχτες, όταν οι ναζί αποσύρονταν το βράδυ στα Σίσαρχα, αντίκριζαν μια εικόνα βιβλικής καταστροφής του χωριού και η μπόχα από τα αποκαΐδια τους έκοβε την ανάσα. Μέσα στα ερείπια αναζητούσαν τροφή και προσπαθούσαν κάτι να περισώσουν από αυτά που είχαν δημιουργήσει στον άγονο τόπο τους και στα δύσκολα χρόνια που είχαν προηγηθεί. Είναι πολλά τα επεισόδια που εκτυλίχθηκαν εκείνες τις αποφράδες μέρες. Ένα από αυτά θα σας υπενθυμίσουμε, που συνέβη τέλη του μήνα.
Μια νυχτιά κατέβαινε από τα αόρη ο Στεφανής ο Χαιρέτης (Δαμιανοστεφανής) έπεσε σε ενέδρα και συνελήφθη. Οδηγήθηκε στα Σίσαρχα σε έκτακτο «στρατοδικείο» των ναζί, άκουσε την απόφαση «καπούτ» και όρμησε έξω από την σκηνή να αποδράσει. Οργίασαν τα σκυλιά, έριξαν φωτοβολίδες, έκαναν τη νύχτα μέρα και τον έψαχναν. Μάταιος ο κόπος τους, ο Στεφανής καταματωμένος από τα βάτα και τους ασπαλάθους, πηδώντας δαμάκους και δεσιές έφθασε στο Πλατάνι και τους ξέφυγε.
Την ίδια βραδιά ο Μανώλης Βρέντζος (Στριφίτσιος) και ο Μιχάλης Ρούλιος (Ρουλομιχάλης), ειδοποιημένοι από τις οικογένειες που κρύβονταν στα κατωμέρια, κατέβαιναν χωριστά από τα αόρη. Ο Μανώλης, καλός κουραδάρης, ήταν προμηθευτής των ανταρτών κάθε αντιστασιακής ομάδας και ενταγμένος στην ομάδα «Ψηλορείτης», ο δε Μιχάλης μέλος του γραφείου του ΕΑΜ Ανωγείων. Έμπειροι και οι δύο, απέφυγαν τις ενέδρες, κρύφτηκαν όταν έπεσαν οι φωτοβολίδες και έφθασαν στο «φαράγγι». Βρίσκουν τους ανθρώπους, κατορθώνουν με νυχτερινές επισκέψεις στο χωριό να πάρουν από τα σπίτια τους κάποια πράγματα. Λίγες μέρες μετά, στις 30 Αυγούστου, ο Στριφίτσιος με το ξημέρωμα στο «μελισσουργάκι» φορτώνει τους γαϊδάρους με μέρος απ’ όσα είχε περισώσει η οικογένειά του και η γυναίκα του, παίρνει τον δρόμο για το Σφυρί Μετόχι. Τους επεσήμανε μια γερμανική περίπολος και έσπευσε στην περιοχή, η γυναίκα του Στριφίτσιο, επιτάχυνε και ξέφυγε. Τα υπόλοιπα πράγματα φρόντισαν οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους να τα απαλλοτριώσουν. Την πράξη αυτή ο λαός τη λέει λεηλασία και πλιάτσικο.
Ο Ρουλομιχάλης, ο Στριφίτσος και ο Γεώργιος Χαχλιούτης (Χαχλιουτογιώργης) με τον γιο του Κώστα, που βρισκόταν στον ίδιο χώρο κρύφτηκαν σε σπηλιές όπου δεν τους βρήκε η περίπολος. Μετά από αρκετή ώρα έστειλαν με προσοχή το παιδί να δει αν υπάρχουν Γερμανοί στην περιοχή. Το παιδί επέστρεψε και είπε ότι δεν είδε τίποτα. Ο Χαχλιουτογιώργης έψαχνε για τον γάιδαρό του που είχε χάσει. Ο Ρουλομιχάλης πήγε να πιεί νερό στην πηγή «Τρούμπα» στο περιβόλι του Σταυρακάκη και εκεί τον συνέλαβαν. Αμέσως συνέλαβαν το Στριφίτσιο και το παιδί. Τον Χαχλιουτογιώργη αφού τον πυροβόλησαν τους ξέφυγε στο φαράγγι. Οι τρεις οδηγήθηκαν προς το «ξικοπέραμα» και στο δρόμο βρήκαν και συνέλαβαν τον Κώστα Πετροκόπο, μπάρμπα του Ρουλομιχάλη, που έβοσκε τις αγελιές στου «μάκρη». Ο Πετροκόπος μετανάστης στην Αμερική, είχε χάσει όλες του τις αποταμιεύσεις στην οικονομική κρίση του 1929, έπαθε νευρικό κλονισμό και είχε επιστρέψει στα Ανώγεια τις παραμονές του πολέμου.
Τους οδήγησαν σε ένα ρυάκι, μπροστά πήγαινε ένας αξιωματικός και πίσω οι κρατούμενοι με σκοπό να τους εκτελέσουν. Ο Ρουλομιχάλης σπρώχνει τον αξιωματικό στο ρυάκι και επιχείρησε να αποδράσει. Ο αξιωματικός που είχε το πιστόλι στη θήκη, αιφνιδιάστηκε, έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε χωρίς να τον πετύχει. Η υπόλοιπη περίπολος δεν τον έβλεπε γιατί βρισκόταν πίσω στο δρόμο. Ακροβολίστηκαν και περίμεναν να βγει από το ρυάκι. Ο Ρουλομιχάλης, έμπειρος από τον πόλεμο στην Αλβανία, χρησιμοποίησε το έδαφος και στα 300 περίπου μέτρα βγήκε, τον είδαν, του έριξαν, έπεσε κάτω, έκανε δύο – τρία άλματα και βρέθηκε πάλι σε απυρόβλητο τόπο. Από τους πυροβολισμούς κινητοποιήθηκαν οι Γερμανοί στα Σίσαρχα και παρακολούθησαν την έναντι περιοχή. Ο Ρουλομιχάλης βγήκε στην κορυφή του λόφου, εκεί κοντά που σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Παντελεήμονας, κατηφόρισε στη δυτική πλευρά που δεν είναι ορατή από τα Σίσαρχα, κρύφτηκε και, παρά τις ανιχνευτικές προσπάθειες των Γερμανών που ήταν σε λάθος κατεύθυνση, σώθηκε.
Οι υπόλοιποι τρεις οδηγήθηκαν στο Πλατάνι στο διχάλι, εκεί που σμίγουν τα ρυάκια από Σίσαρχα και «Ανεμόμυλο» και εκτελέστηκαν. Από πληροφορίες και έρευνα που έγινε στους κάλυκες των σφαιρών διαπιστώθηκε ότι εκτελέσθηκαν από «γκεσταμπίτες» που κυκλοφορούσαν με γερμανικές στολές. Πιθανότατα είχαν αναγνωρισθεί από τον Στριφίτσιο, ο οποίος μάλλον ήταν ο στόχος. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει τις εγκληματικές ευθύνες των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, που δολοφόνησαν έναν υπερήλικα ανάπηρο, τον Στριφίτσιο, ένα πνευματικά διαταραγμένο αθώο άτομο και ένα παιδί.
Γι ‘αυτό το έγκλημα και δυστυχώς για πολλά άλλα που συνέβησαν σε αυτόν τον τόπο οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους ποτέ δεν κρίθηκαν και δεν έδωσαν λόγο. Η νέμεσις ποτέ δεν ήρθε. Η ιστορική δικαίωση εκείνου του αγώνα δεν συνοδεύτηκε από την ηθική και υλική δικαίωση των θυμάτων. Είναι ζητήματα ανοιχτά και έχουμε χρέος να τα υπενθυμίζουμε και να τα διεκδικούμε, όταν μάλιστα τα τότε παθήματα δεν έγιναν μαθήματα από την πλειοψηφία του λαού και την πολιτική ηγεσία του τόπου.
* Ο Παναγιώτης Βέμμος είναι εκπαιδευτικός από την Αρκαδία
Ανώγεια, Αύγουστος 2015