Είναι αυτό που απασχολεί σήμερα τους ηλικιωμένους και παραμένει άγνωστο γιατί σε όλα τα σπίτια και σε όλα τα σχολεία δεν διδάσκονται στα παιδιά οι συνήθειες και οι παροιμίες της παλιάς εποχής που φέρνανε καρπούς στην κοινωνία.
Λένε ότι όσο εμείς λιγοστεύουμε από τη ζωή τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και αυτές να λέγονται, οπότε φθάσαμε σήμερα να αγνοούνται από όλους.
Η ανησυχία τους κρίνεται σωστή καθότι στην εποχή τους που ήτανε μικρά παιδιά ακούγανε πολλές από αυτές από τους γονείς τους και από τους δασκάλους τους και στη συνέχεια που μεγαλώνανε τις συναντούσανε μπροστά τους σε όλες τις εργασίες που εκτελούσανε και είχανε την πρόοδο που επιθυμούσανε.
Και τώρα που είμαστε στο τελευταίο στάδιο της ζωής μας λένε: ότι συνεχίζουν ακόμα όλες να περνούν από την σκέψη μας, λες και κάνουν παρέλαση για να μας ικανοποιήσουν αλλά δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο, γιατί ανησυχούμε ότι το μέλλον του ανθρώπου προχωρεί προς το άγνωστο. Γι’ αυτό και επιμένουν ότι όλες οι επιτυχίες τους οφείλονται γιατί ακολουθήσανε την πλήρη εφαρμογή όλων των παροιμιών.
Αυτή τη φορά είναι απαραίτητο να ασχοληθούμε με την παροιμία που μας είπε πρόσφατα ένας ηλικιωμένος που είναι πολύ γνώστης αυτής ότι: αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς μην περιμένεις από άλλους να σε ξύσουν και μας ενημέρωσε πως πήρε αυτή την ονομασία και σε ποιους απευθύνεται να το πράττουν για να επωφελούνται σε οτιδήποτε εκτελούν προς όφελός τους.
Ο Μπαρμπαγιάννης όπως τον ονομάζουνε σήμερα μας είπε σιγά – σιγά αυτό που συνάντησε όταν ήτανε παιδί τα χρόνια της κατοχής που ήτανε σοβαρό για την υγεία όλων, μικρούς και μεγάλους όταν κάνανε την εμφάνισή τους οι ψείρες. Αυτές κολλούσανε στο δέρμα και ρουφούσανε το αίμα των ανθρώπων αλλά και συγχρόνως προξενούσανε και πολλή φαγούρα. Υπήρχανε είπε τρία είδη: της κεφαλής, του σώματος και των γεννητικών οργάνων. Προτιμούσανε τα μέρη του σώματος που είχανε πολλές τρίχες και τα μάλλινα εσώρουχα που φορούσανε οι άνθρωποι. Τα μέρη αυτά είχανε περισσότερη θερμότητα και γεννούσανε εκεί τα αυγά τους για να πολλαπλασιαστούν και γρήγορο γεμίζανε τα κορμιά τους ψείρες.
Με τα νύχια των χεριών μας τις ξύναμε για να φύγουν και κοκκίνιζαν: το κεφάλι, το σώμα και τα γεννητικά όργανα, από το πολύ ξύσιμο και μας έβαζε η μάνα λάδι από τον λύχνο για να ηρεμήσουμε.
Όταν είχαμε ψείρες η μάνα ζέσταινε νερό και μας έκανε μπάνιο με σαπούνι και έπλενε με βραστό νερό τα ρούχα μας.
Όμως όταν πηγαίναμε στο σχολειό πάλι γεμίζαμε από τα άλλα παιδιά που είχανε. Η μάνα δεν μας έκοβε τα νύχια για να μπορούμε να ξυνόμαστε.
Το πρόβλημα ήτανε για όσους ήτανε ανάπηροι και γέροι που δεν μπορούσανε να ξύνονται και φωνάζανε άλλους να τους ξύσουν αλλά υποφέρανε μέχρι να πάνε.
Στο χωριό μας είπε είχαμε ένα γέρο που ζούσε μόνος του την ημέρα, ενώ το βράδυ πηγαίνανε τα παιδιά του και τον φροντίζανε.
Μια μέρα πέρασε από το σπίτι του μια γυναίκα που γύριζε στα σπίτια για να διακονεύεται. Όσο έμεινε στο σπίτι του καθισμένη στον καναπέ για να της βάλει λίγο λάδι που του ζήτησε γέμισε ο γέρος ψείρες.
Όταν έφυγε μετά από λίγο τον έπιασε φαγούρα και πόνος και ήθελε να ξυστεί αλλά δεν μπορούσε γιατί τρέμανε τα χέρια του. Φώναζε δυνατά να πάει κάποιος να τον ξύσει αλλά δεν τον άκουγε κανείς.
Το βράδυ που έφθασε ο γιος του του προσέφερε τη βοήθειά του και μετά του είπε ο πατέρας του: αλίμονο, κοπέλι μου, όταν δεν έχεις νύχια να ξυστείς και περιμένεις άλλοι να σε ξύσουνε.
Αυτή την περίπτωση την λέγανε συνέχεια την κατοχή και πήρε διαστάσεις πολλές να λέγεται και σε άλλες περιπτώσεις γύρω από τη ζωή των ανθρώπων στην οικογένειά τους, στα επαγγέλματά τους και γενικά όπου εκτελούσανε την εργασία τους.
Όταν ο άνθρωπος διαδεχότανε το μέλλον του η συνήθεια αυτή τον ακολουθούσε να εκτελείται όπου εργαζότανε και παρέμεινε ως σπουδαία παροιμία της εποχής που ωφελούσε παντού για την πρόοδό του και αποτελούσε δίδαγμα για τη ζωή των νέων. Αν δεν προσπαθούνε μόνοι τους και αν δεν στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις να μην περιμένουν από άλλους να τους βοηθήσουν.
Παρά που έχω κουραστεί είπε ο Μπαρμπαγιάννης: θα σας πω ακόμα ένα περιστατικό που έγινε στο χωριό μου όχι με τις ψείρες, αλλά με χρήματα. Ο εξάδελφός μου ο Κωστής στα νιάτα του αποκτούσε πολλά λεφτά από τα εισοδήματά του. Όμως δεν έκανε καλό κουμάντο και έπεσε στα χρέη. Ζητούσε δανικά αλλά κανείς δεν του έδινε γιατί θα τα έχανε. Ήμουνα μπροστά όταν έλεγε στους χωριανούς: καλά να πάθω, η κεφαλή μου θέλει σπάσιμο με μια πέτρα: αν δεν έχεις δικά σου λεφτά να μην περιμένεις να σου δώσουν οι άλλοι. Εγώ αδιαφορούσα να κάνω ότι έλεγε η παροιμία.
Επίσης στο χωριό ήτανε δυο οικογένειες που δεν είχανε αλέτρι και βολόσυρο γιατί δεν είχανε λεφτά να τα αγοράσουν. Για την σπορά του χωραφιού και για να αλωνίσουν τα σπαρτά τους ζητούσανε από αυτούς που είχανε αλλά αργούσανε να τα πάρουν γιατί πρώτα έπρεπε να τελειώσουν αυτοί τα δικά τους μήπως βρέξει και χάσουν τη σοδειά τους.
Αναστενάζανε και λέγανε με παράπονο: άμα δεν έχεις τα δικά σου εργαλεία να κάνεις τη δουλειά σου να μην περιμένεις να σου δώσουν οι άλλοι αλλά δεν είναι και υποχρεωμένοι.
Και τελείωσε λέγοντας: αν δεν έχει ο καθένας μας να μην περιμένουμε να μας δώσουν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι χωριανοί και η πολιτεία τότε καλύτερα να μην υπάρχουμε.
Στη συνέχεια τα χρόνια περνούσανε και τα κατάφερε ο άνθρωπος με τις προσπάθειές του να βελτιωθεί παντού μαζί και στην υγεία του από τους κινδύνους που είχε ακόμα και από τις ψείρες. Η εμφάνιση των φαρμάκων εναντίον αυτών τον απάλλαξαν από την ασθένειά αυτή και με αισιοδοξία προχωρούσε στο μέλλον που επιθυμούσε.
Σήμερα νύχια υπάρχουν πολλά και μεγάλα περισσότερα στις γυναίκες. Ευτυχώς που δεν υπάρχουν ψείρες να τα χρησιμοποιούν. Όμως τα απολαμβάνουν με τους ωραίους χρωματισμούς που τους δίνουν και χαίρονται για τη νέα εποχή που ζούνε.