Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς στο σημερινό συμπολίτη εκείνο το αλλοτινό ήμερο ψυχολογικό κλίμα της πόλης, το σύνολο των συνθηκών που επικρατούσαν, το ευγενικό, ειλικρινές συναίσθημα, την καλοπροαίρετη διάθεση, την γαλήνια ζεστή περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Πώς να προσεγγίσει και να προσπελάσει η νεότερη ρεθεμνιώτικη γενιά, η αποστασιοποιημένη συναισθηματικά, την περασμένη φιλική και ψυχική επικοινωνία σε μια κοινωνία φιλάλληλη, αλτρουιστική και χριστιανική.
Οι Ρεθεμνιώτες γνωριζόντουσαν και χαιρετούσε ο ένας τον άλλο εγκάρδια και ένθερμα, μιλούσαν αυθόρμητα και συζητούσαν με ειλικρίνεια και δεν έθεταν εν αμφιβόλω την εκατέρωθεν εμπιστοσύνη και αξιοπιστία τους.
Αντί των αναποτελεσματικών διαφημίσεων με τα φέιγ-βολάν και τις αφισοκολλήσεις ο ντελάλης ο Ζαμφώτης με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε δημόσια μιαν εντυπωσιακή είδηση, ένα γεγονός, ένα καινούργιο, ξεχωριστό προϊόν.
Άλλοτε άκουγες τον Ζαμφώτη να ωρύεται κραδαίνοντας ένα αρνίσιο μπούτι. «Στούτονε το φλουμάρι εσφάξενε ο Μπεζώκος μόνο γλανάτε να προκάνετε». Οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι από γαϊδούρια των χωρικών, που κατέφθαναν να ψωνίσουν και η κυκλοφορία τους πληθωρική. Η δυσωδία από τα κόπρανα (καβαλίνες) των ζώων ήταν αφόρητη. Αυξημένη η κίνηση των γαϊδουριών και των μουλαριών στην οδό Τζάνε Μπουνιαλή για να πεταλωθούν στου Αβάτζο είτε να σαμαρωθούν. Άλλη χρησιμότητα των υποζυγίων ήταν η μεταφορά λαδιού σε μεγάλα δοχεία (κανίστρες) στα λαδάδικα. Τα πιο γνωστά από αυτά ήταν του Ηλία Παπαδάκη και του Μανιού Δασκαλάκη στην οδό Αντιστάσεως και του Τζωρτζάκη και Παπαβασιλείου στην Αρκαδίου.
Ο λαδέμπορας είχε το ρόλο πιστωτή – τραπεζίτη. Ο χωρικός μπορούσε αν χρειαζόταν να πληρωθεί σε χρήμα μέρος παραδομένου και του αποθηκευμένου λαδιού του στις ντίνες του λαδέμπορου. «Κόψε μου δέκα οκάδες λάδι» σήμαινε δώσε μου το αντίτιμο της αξίας δέκα οκάδων λάδι σε δραχμές.
Ένα θέαμα γραφικό ήταν τα γαϊδουράκια τα φορτωμένα με καυσόξυλα είτε με κάρβουνα σε σακιά, που στέκονταν και περίμεναν υπομονετικά τον πελάτη στο χέρσο χωράφι και σημερινό παρκινγκ της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων.
Κάποιες ημέρες, στα χρόνια της Κατοχής, οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εισόδους της πόλης, άρπαζαν τα γαϊδούρια των φτωχών χωρικών και τα πήγαιναν και τα μάντρωναν στην άλλοτε εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων. Επρόκειτο για την πρώτη κατασκευή του Ιερού Ναού όταν ήταν ακόμα καρά-γιαπί. Το κτίσμα αργότερο κρίθηκε ετοιμόρροπο και κατεδαφίστηκε. Τα γαϊδούρια έμειναν εκεί αρκετές ημέρες και αφού συγκεντρώθηκε ένας αριθμός σημαντικός κάποτε φυγαδεύτηκαν, ενδεχομένως για την Γερμανία. Κυκλοφόρησε τότε η ανεξακρίβωτη φήμη ότι έγιναν κονσέρβες.
Από τη λεωφόρο Κουντουριώτη και μέχρι το ύψος της συνοικίας Μασταμπά τα σπίτια ήταν αραιοχτισμένες μονοκατοικίες. Από εκεί και πάνω υπήρχαν μόνο αμπέλια. Ας σημειωθεί ότι το κρασί ήταν απαραίτητο στα γεύματα των συμπολιτών.
Η καθημερινή άφιξη του βαποριού στην πόλη ήταν ένα σπουδαίο γεγονός, για την άφιξη του οποίου ενημέρωνε μεγαλοφώνως ο Λευτέρης ο φούσκας. «Όλοι μπρε με την «Πίλατο» και έχει και μια μακαρονάδα». Είτε «Ήρθενε το πολυτελέστατο Ακρόπολις». Αν τα μποφώρ έφταναν τα επτά και τα οκτώ εμείς τα παιδιά τρέχαμε στο φάρο να χαζέψουμε τις βάρκες που ανεβοκατέβαιναν στα κύματα μέχρι να φτάσουν στο αγκυροβολημένο αρόδο βαπόρι. Άλλα βαπόρια ήταν το «Έλση», το «Αικατερίνη», το «Κίμων». Το «Φρίντων» βομβαρδίστηκε το 1940 έξω από Ηράκλειο, αλλά ευτυχώς διασώθηκε χάρις στην ετοιμότητα του πλοιάρχου με τους επιτυχείς ελιγμούς. Φωτογραφία του διασώζει ο συμπολίτης συγγραφέας Χάρης Στρατιδάκης. Το «Άγγελικα» ταξίδευε πολλές δεκαετίες. Στην προκυμαία σωροί από χαρούπια και βελανίδια κείτον έτοιμοι για μεταφόρτωση.
Ο Λευτέρης ο φούσκας ανήγγειλε επίσης με τη βραχνή φωνή του την άφιξη κάποιου περιπλανώμενου θιάσου, του λεγόμενου μπουλουκιού, με ηθοποιούς από το περιθώριο, γυναίκες του σκοινιού και του παλουκιού, κάθε καρυδιάς καρύδι. «Απόψε στο Ιδαίο Άντρο ο θίασος Ξύδη θα παίξει «Η κυρία με τον Σεξ απειλεί» δηλαδή η «Κυρία με το σεξ απήλ». Στην είσοδο στεκόταν χωροφύλακας, ο οποίος απαγόρευε την είσοδο ανηλίκων.
Ο Λευτέρης εξ’ άλλου διαφήμιζε και τα έργα του σινεμά όπως τις κωμωδίες του Σαρλώ, του Μπάστερ Κήτον, του Χοντρού – Λιγνού, είτε ένα φιλμ με πολλή δράση, από ένα σύνολο εντυπωσιακών πράξεων (Ταρζάν, συγκρούσεις εμπολέμων, μάχες, καταδιώξεις κ.λπ.).
Κατά τα προπολεμικά χρόνια σε περιόδους ανομβρίας η εκκλησία συνήθιζε τη λιτάνευση και περιφορά της σεπτής εικόνας της Αγίας Βαρβάρας. Δια των οδών Εθνικής Αντιστάσεως και Κουντουριώτου, η ιεροπρεπής πομπή κατέληγε στον αλλοτινό χέρσο χώρο μπροστά από το Ορφανοτροφείο και σημερινό Μουσικό Γυμνάσιο. Εκεί ακολουθούσε κατανυκτική, παρακλητική δέηση για να βρέξει. Κάποτε μόλις τελείωσε η ακολουθία μέσα στην αδιασάλευτη, ευλαβική ησυχία ακούστηκε άξαφνα η βροντερή, θυμωμένη φωνή του παπά Γρηγόρη: «Πού είναι οι ομπρέλες σας; Γιατί δεν πήρατε τις ομπρέλες σας; Πώς θέλετε να βρέξει;».
«Να πάμε να τις πάρουμε» ακούστηκε κάποιος αφελής.
«Μην κάνεις τον κόπο» του ‘πε ο παπά Γρηγόρης «Τώρα η ομπρέλα σου περιττεύει. Είστε άπιστοι!».