Θέμα ανασχεδιασμού της λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου, θέτει ο πρόεδρος του τοπικού Ιατρικού Συλλόγου κ. Γιώργος Στεφανάκης, κάνοντας λόγο για ανάγκη διαφοροποίησης από τη σημερινή κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Μιλώντας στην εφημερίδα μας αναφέρθηκε στη χρησιμότητα διαμόρφωσης ενός «υγειονομικού χάρτη», που θα έπρεπε να υπάρχει σε πανελλαδικό επίπεδο, και ο οποίος θα προσδιορίσει τις αναγκαίες δομές, το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό και την οργάνωση λειτουργίας τους ανάλογα με τον πληθυσμό και την γεωγραφική κατανομή του.
Η οργάνωση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου τομέα υγείας στο Ρέθυμνο, αποτελεί μια συζήτηση, η οποία διαρκεί πολλά χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να έχει δοθεί μια κάποια ουσιαστική λύση.
Η λογική των αριθμών που επικρατεί δεν επέτρεψε ποτέ την ομαλή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, ενώ η διάδοχες δομές των πολυϊατρίων του ΙΚΑ δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασφαλισμένων.
Οι πολίτες μη έχοντας άλλη επιλογή σπεύδουν όλοι στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, το οποίο τελικά καλύπτει κατά κύριο λόγο τις ανάγκες της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αν και ο ρόλος τους δεν είναι αυτός.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των δομών ουσιαστικά δεν λειτουργεί με ευθύνη του κεντρικού κράτους, όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, ο οποίος τονίζει, ότι θα πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί η πολιτική ηγεσία, ότι τα προβλήματα της υγείας δεν μπορούν να λυθούν με τη λογική των δημοσιονομικών υπολογισμών.
Η δημιουργία ενός Κέντρου Υγείας Αστικού Τύπου
Σύμφωνα με τον κ. Στεφανάκη, το πρώτο, το οποίο πρέπει να γίνει είναι να οργανωθεί ένα σύστημα πρωτοβάθμιας παροχής υπηρεσιών υγείας, που θα περιλαμβάνει σωστή λειτουργία των αγροτικών και περιφερειακών ιατρείων, των Κέντρων Υγείας και ενός Κέντρου Υγείας Αστικού Τύπου στην πόλη.
Αντίστοιχα σε δεύτερο βαθμό θα έπρεπε να στελεχωθεί και να εξοπλιστεί το Νοσοκομείο Ρεθύμνου για να ανταποκρίνεται πλήρως στο ρόλο του και όχι να αναγκάζεται να στέλνει συνεχώς περιστατικά σε Ηράκλειο και Χανιά, όπως επισήμανε ο ίδιος.
Σχολιάζοντας την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ειδικά μετά την διάλυση των πολυϊατρίων του ΙΚΑ είπε χαρακτηριστικά, ότι: «υπάρχουν πάρα πολλά ανοιχτά θέματα στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, τα οποία φυσικά και δεν λύθηκαν με την μετονομασία των πολυϊατρίων του ΙΚΑ και με την απομάκρυνση 2.500 γιατρών οριστικά από το σύστημα αυτό. Όλη αυτή η κινητικότητα στο χώρο απέβλεπε και πέτυχε στην απομάκρυνση 8.500 ανθρώπων σύμφωνα με μνημονιακές δεσμεύσεις. Έφυγε προσωπικό διοικητικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό. Ουσιαστικά ο στόχος ήταν αυτός. Από τη διάλυση των πρώην δομών θα πρέπει να προκύψει ένα Κέντρο Υγείας Αστικού Τύπου, εξοπλισμένο και στελεχωμένο με γιατρούς και εργαστήρια, το οποίο για την πόλη μας θα δουλέψει επικουρικά με το νοσοκομείο. Είναι αναγκαίο. Είναι η πρότασή μας για την πρωτοβάθμια περίθαλψη για το επίπεδο της πόλης. Το θεωρούμε απαραίτητο, γιατί έχουμε την ιδιαιτερότητα να μην έχει το ΙΚΑ ιδιόκτητα κτίρια όπως στα Χανιά και το Ηράκλειο και να μην έχει αναπτύξει εργαστήρια σε αυτή τη φάση που περνάμε τώρα και θα μπορούσαμε αν είχαμε το κτίριο και τα εργαστήρια και το προσωπικό, θα μπορούσαμε, δηλαδή, να μιλάμε για ένα Κέντρο Υγείας Αστικού Τύπου. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχουν τα παλιά γνωστά πολυϊατρία με τους τρεις γιατρούς και τους δύο οδοντιάτρους, που έχουν μείνει. Επίσης και τους γιατρούς που δέχονται τους ασφαλισμένους στα ιατρεία τους, οι οποίοι είχαν από παλιά σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ.
Ο συνολικός αριθμός είναι μικρός και δυσανάλογος με τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό το έχουμε τονίσει πάρα πολλές φορές. Στο ίδιο δίκτυο πρωτοβάθμιας εντάσσονται και τα τέσσερα Κέντρα Υγείας του Νομού, τα οποία έχουν και αυτά τις ελλείψεις τους σε προσωπικό και σε εξοπλισμό, από ασθενοφόρα μέχρι εργαστήρια και γιατρούς που να εφημερεύουν και να καλύπτουν 24ωρες βάρδιες. Χρειάζεται μια ολόκληρη συζήτηση για την κατάσταση στα Κέντρα Υγείας στην ύπαιθρο, και των αγροτικών και περιφερειακών ιατρείων και πώς αυτά λειτουργούν καθώς και με πόσες ελλείψεις.»
Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι «η προσπάθεια μεταρρύθμισης ήταν μια καθαρά λογιστική τακτοποίηση, μια ρύθμιση των αριθμών. Ικανοποιήθηκαν οι αριθμοί και όχι οι ανάγκες των ασφαλισμένων. Ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια δεν έγινε τίποτα προς την κατεύθυνση να καλυφθούν οι ανάγκες της πρωτοβάθμιας περίθαλψης με τον απαραίτητο αριθμό δομών και προσωπικού.»
Ο υγειονομικός χάρτης
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου, τα προβλήματα αυτά δεν θα υπήρχαν, εφόσον είχε συνταχθεί ένας υγειονομικός χάρτης της χώρας, ο οποίος θα προέβλεπε τις αναγκαίες δομές και το προσωπικό τους σε κάθε περιοχή.
Η έλλειψή του σήμερα επιφέρει αποψίλωση της υπαίθρου από γιατρούς και υπηρεσίες, σε αντίθεση με τα μεγάλα αστικά κέντρα, στα οποία καταγράφεται πολλαπλάσιο του αναγκαίου προσωπικού επάνδρωσης των δομών που λειτουργούν σήμερα.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά: «δεν έχουμε το σχεδιασμό, δεν υπάρχει ο υγειονομικός χάρτης, γι’ αυτό και το Ρέθυμνο έχει μείνει πίσω δραματικά σε ό,τι αφορά τον αριθμό των γιατρών και τις ειδικότητες συγκριτικά με τον πληθυσμό του. Δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι είναι μια περιοχή που κάποιους μήνες το χρόνο υπερδιπλασιάζει τον πληθυσμό της και ότι η μετακίνηση προς τους όμορους νομούς και τα δύο Νοσοκομεία Χανίων και Ηρακλείου, δεν είναι πάντα η πιο εύκολη υπόθεση ούτε και θα έπρεπε να στηριζόμαστε σε αυτό. Θα έπρεπε το νοσοκομείο να είναι σε θέση να καλύψει όλα τα δευτεροβάθμια περιστατικά. Μόνο αυτά που χαρακτηρίζονται με αυστηρά κριτήρια ανάγκης τριτοβάθμιας περίθαλψης να προωθούνται στο Πανεπιστημιακό. Όχι να μετακινούνται περιστατικά συνηθισμένα, δευτεροβάθμιας περίθαλψης που θα έπρεπε το νοσοκομείο να τα καλύψει. Γιατί αυτό είναι και σπατάλη πόρων. Με όλες αυτές τις μετακινήσεις θα μπορούσε να είχε προσλάβει τους αντίστοιχους γιατρούς των αντίστοιχων ειδικοτήτων πράγμα, που δεν κάνει εδώ και πάρα πολύ καιρό για να ακολουθεί τι; Οικονομία κλίμακας;»
Επιχειρηματολογώντας, συνέχισε λέγοντας, ότι «οι ελλείψεις δεν αφορούν μόνο τους γιατρούς αλλά και το παραϊατρικό προσωπικό. Έγινε μια σημαντική προσπάθεια ο εξοπλισμός του νοσοκομείου, να ανανεωθεί και να αναβαθμιστεί. Όμως δεν μπορεί καμία μονάδα και κανένα εργαστήριο, όσο σύγχρονα και να είναι, να δουλέψει χωρίς έμψυχο υλικό, χωρίς γιατρούς και χωρίς νοσηλευτικό προσωπικό. Άρα όλη αυτή η ανανέωση του εξοπλισμού και όλη αυτή η δαπάνη, θα χαθεί αν δεν καλύψουν τις ελλείψεις του νοσηλευτικού προσωπικού και τις ελλείψεις του ιατρικού προσωπικού οι κατάλληλοι άνθρωποι.»
Καταλήγοντας τόνισε, ότι όλο αυτό το σύμπλεγμα προβλημάτων, που καθιστά ανεπαρκή τον τομέα υγείας στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου, ο Ιατρικός Σύλλογος θα προβεί σε νέες πρωτοβουλίες ενημέρωσης του νέου υπουργού Υγείας και διεκδίκηση κάλυψης όλων αυτών των κενών.
Αν και όλες οι αντίστοιχες προσπάθειες στο παρελθόν δεν βρήκαν ανταπόκριση, ο κ. Στεφανάκης θεωρεί, ότι οι τοπικοί φορείς οφείλουν να συνεχίσουν πιεστικά και κατέληξε λέγοντας, ότι: «έχουμε σαν προτεραιότητα να απευθυνθούμε στην πολιτεία και στον καινούριο υπουργό Υγείας επισημαίνοντάς του τις ελλείψεις. Θα πρέπει η πολιτεία να ξέρει πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει στο Νομό αυτό, τι πληθυσμό έχει, τι ανάγκες έχει, τι υποδομές έχει και τι χρειάζεται να κάνει.
Αλλά αυτό θα εξακολουθήσει προς το παρόν να είναι δουλειά δικιά μας, να το σχολιάζουμε, να το αναδεικνύουμε, να το προωθούμε πάντα υπό μορφή καταγγελίας ή διαμαρτυρίας. Δεν είναι βέβαια ο κατάλληλος τρόπος. Θα έπρεπε να είναι μορφή πρότασης προς την πολιτεία, η οποία θα έπρεπε να ανταποκρίνεται. Οπωσδήποτε και πρέπει τα δημοσιονομικά μεγέθη και να εξυγιανθούν και να ξέρουμε ακριβώς τι και πόσο να ξοδεύουμε. Συμφωνούμε απόλυτα σε όλα αυτά.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια προτείναμε και την εθνική συνταγογράφηση και τα διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα κυρίως για να μην έχουν όποτε χρειάζονται επιχειρήματα οι πολιτικοί κατά των γιατρών ή κατά οποιονδήποτε άλλων εργαζόμενων. Διότι σήμερα έχουμε ένα σύστημα, το οποίο ουσιαστικά είναι διάτρητο και «μπάζει από παντού». Οι εργαζόμενοι έχουν σοβαρότατα προβλήματα και βρίσκονται κάθε λίγο και λιγάκι να απολογούνται για τις τραγικές ελλείψεις και για τις τραγικές συνέπειες. Μιλάμε, όμως, για τις συνέπειες στην περίπτωση του συστήματος υγείας, άρα είναι πάρα πολύ σοβαρές, γιατί παίζονται ανθρώπινες ζωές. Αυτό η πολιτεία οφείλει επιτέλους να το αντιληφθεί και να αλλάξει πολιτική στάση και πρακτική.»