Από την τραγωδία της Λαμπηνής το Γενάρη του 1829, σώθηκε σαν από θαύμα ένας αγωνιστής, από τους πιο γενναίους, που τον έλεγαν Ιωάννη. Πώς σώθηκε κανένας δεν ήξερε να πει.
Δεν ήταν ντόπιος. Βρέθηκε εκεί καταδιωκόμενος, από τους Τούρκους, γιατί όπου άκουγε αχό μάχης έτρεχε από τους πρώτους. Τον ονόμαζαν Απανωμερίτη, επειδή προερχόταν από τα πάνω μέρη (Σφακιά, Ανώγεια; Ούτε αυτό δεν έχει διευκρινιστεί).
Οι Λαμπηθιανοί αγάπησαν τον Απανωμερίτη, εκτιμώντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον κοινό αγώνα για τη λευτεριά. Κι αυτός έμεινε στο χωριό και έκανε οικογένεια με μια βασανισμένη κοπέλα που από τύχη γλίτωσε το σκλαβοπάζαρο.
Αυτός ο Ιωάννης απέκτησε από το γάμο του ένα γιο το Μανόλη, που έμοιασε στον πατέρα του και στη γενναιότητα και στη σύνεση.
Ο Μανόλης παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα από την περιοχή ονόματι Ελισσάβετ και απέκτησε τρεις γιους. Ήταν ο Ιωάννης, ο Δημήτρης και ο Θανάσης.
Ο Ιωάννης, ο πρωτογιός του Μανόλη, που γεννήθηκε το 1880, έλαβε μέρος έφιππος της Κρητικής Χωροφυλακής, σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912-13. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε με παράσημα και προαγωγές επ’ ανδραγαθία. Όταν τέλειωσε το χρέος του προς την πατρίδα επέστρεψε στον τόπο του και δημιούργησε μια όμορφη οικογένεια που πλούτισαν με τον καιρό τρεις γιοι και τέσσερις κόρες.
Οι κακίες και οι έχθρητες ήταν άγνωστες για τον άνδρα αυτό που ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει και να συντρέξει. Οι συγχωριανοί του, εκτιμώντας τις αρετές του αυτές τον είχαν εκλέξει επί σειρά ετών πρόεδρό τους. Σε όλη του τη θητεία στάθηκε πάντα στο ύψος των περιστάσεων. Ανταποκρινόταν απόλυτα στα καθήκοντά του, δίνοντας το ιδανικό πρότυπο ενός προέδρου κοινότητας. Σύντομα η φήμη του ξεπέρασε τα όρια του χωριού του. Συνέπεια τούτου ήταν να εκλεγεί αντιπρόσωπος της επαρχίας του στο ελαιοταμείο Ρεθύμνης.
Δοκίμασε όμως πολλές πίκρες από προσωπικές συμφορές.
Ο σπουδαίος μας ποιητής Κώστας Απανωμεριτάκης, αποχαιρετώντας τον στις 28 Νοεμβρίου 1965, είχε πει μεταξύ άλλων:
«Κανένας άλλος γονιός δεν είχε τη μοίρα σου, μα και κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να υπομείνει, με τη δική σου στωικότητα, τ’ απανωτά σκληρά χτυπήματα του Χάρου…
Παλιός σου γνώριμος κι ο θάνατος
πολλές φορές εχτύπησε την πόρτα σου
και τώρα που ρθε να σε βρει κι εσέ
δεν έκαμε τον κόπο να κτυπήσει
Την έσπρωξε και μπήκε μόνος του
κι εσένα πάλι μόνο σου σε βρήκε
Καθόσουν στην απάνεμή σου αυλή
κι εχαίρουσουν την άγια θαλπωρή
της φθινοπωρινής ημέρας
που με τα θαλλερά σου γηρατειά συνέμοιαζε
Κι απάντεχα ο Χάρος βρέθηκε μπροστά σου
και σούκρυψε τον ήλιο με τον ίσκιο του …».
Είχε προσθέσει στο δική του επικήδειο ο δάσκαλος Μανόλης Μ. Παπουτσιδάκης:
«Η ζωή του ήταν ένας διαρκής αγώνας για το καλό των παιδιών του μα και των συγχωριανών του. Όσες φορές ερχόμουν πάντα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και με καμάρι έστεκα να θαυμάσω το λεβεντόγερο Γιαννίκο, που παρά τα βαθειά του γεράματα σου έδειχνε τον άνθρωπο τον θεληματάρη, που δεν το βάζει κάτω, αλλά αγωνίζεται για ένα καλύτερο αύριο…».
Οι γιοι του Ιωάννη
Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή οι μεγαλύτεροι γιοι του Ιωάννη, ο Γιώργης και ο Χρίστος.
Ο Χρίστος που είχε γεννηθεί το 1912, πολεμούσε με βαθμό λοχία πλάι στον ήρωα Αριστείδη Παναγιωτάκη και μοιράστηκε μαζί του θρίαμβο όταν μπήκαν πρώτοι στην Κορυτσά. Το κύριο βάρος του μετώπου έπεσε στους ώμους της θρυλικής Πέμπτης Μεραρχίας Κρήτης. Τραυματίζεται θανάσιμα ο Συνταγματάρχης Αλέξανδρος Κουνδουράκης, όμως, ο αγώνας συνεχίζεται. Μέσα σε κόλαση φωτιάς ο Χρίστος με το λόχο του καταλαμβάνει νευραλγικής στρατηγικής σημασίας ύψωμα χάνοντας 18 άνδρες στην πλειοψηφία τους Ανωγειανοί.
Για τα ανδραγαθήματά του αυτά παρασημοφορήθηκε αρκετές φορές.
Με την κατάρρευση του μετώπου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και πέρασε ημέρες κόλασης στο στρατόπεδο της Λάρισας.
Κατάφερε όμως να ξεφύγει και μετά από πολλές περιπέτειες βρήκε ένα πλοιάριο για να επιστρέψει στην Κρήτη. Κοντά στη Μήλο όμως βομβαρδίζεται το πλοιάριο από τους Γερμανούς και βυθίζεται.
Ο Χρίστος δεν χάνει την ψυχραιμία του. Αρχίζει να κολυμπά απελπισμένα και καταφέρνει να βγει στη στεριά. Μαζί του σώζεται ένα ακόμα παλικάρι από τον Πλατανιά, ο Κώστας Αλεξανδράκης.
Ο γενναίος αυτός άνδρας στάθηκε και για τα αδέλφια του πατέρας, αφού είχαν ορφανέψει από μικρά. Και δεν άφησε το καθήκον αυτό, ακόμα κι όταν όλοι τους είχαν τακτοποιηθεί θαυμάσια και δεν είχαν ανάγκη στήριξης.
Δυστυχώς η ζωή έδωσε κι άλλα πικρά ποτήρια στο Χρίστο, με απώλειες αγαπημένων προσώπων που τα ήπιε όμως με αξιοπρέπεια για να στηρίξει τους άλλους χαροκαμένους που χρειάζονταν στήριξη.
Η κόρη του Όλγα είχε παντρευτεί έναν εξαίρετο γιατρό από τη Φλώρινα τον Ιωάννη Ιωάννου και δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια. Δυστυχώς όμως βίωσαν τη μεγαλύτερη οδύνη για ένα γονέα, χάνοντας το μόλις 9 μηνών αγοράκι τους. Αργότερα πήγε να το συναντήσει ο πατέρας του μετά από σκληρή μάχη που έδωσε με την επάρατη νόσο.
Ο ταχυδρόμος με το γλυκό χαμόγελο
Ο Δημήτρης ήταν ο μικρότερος γιος του Γιαννίκου. Είχε γεννηθεί στη Λαμπηνή το 1926.
Όπως έκαναν και όλα τα παιδιά της ηλικίας του από μικρός έμαθε να συμμετέχει σε όλες τις αγροτικές δουλειές. Δεν γινόταν και διαφορετικά. Παράλληλα παρακολουθούσε και μαθήματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του.
Όταν τέλειωσε ήθελε πολύ να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Ευτυχώς οι γονείς του συμμερίζονταν αυτή την επιθυμία του και καμάρωναν μάλιστα για τη φιλομάθεια του γιου τους.
Για την προετοιμασία του μάλιστα ανέλαβε πρόθυμα καθήκοντα ο πρωτοξάδελφός του Κώστας Απανωμεριτάκης, ο μετέπειτα δάσκαλος και μεγάλος μας ποιητής.
Έτσι ο Δημήτρης πλησίασε το μεγάλο του όνειρο. Πήγαινε στο Γυμνάσιο και παράλληλα εργαζόταν στο επιπλοποιείο του εργολάβου θείου του από τη μητέρα του Γ. Χ. Σχοινά.
Ήρθε όμως ο πόλεμος να τα γκρεμίσει όλα.
Στη μάχη της Κρήτης
Το Μάη του 41, ο Δημήτρης αν και ήταν μόλις 15 χρόνων δεν μπορούσε να μείνει άπρακτος. Αποφάσισε λοιπόν με το φίλο του Μιχάλη Γ. Σηφάκη, να πάνε κι αυτοί να πολεμήσουν. Έτσι βρέθηκαν στη φωτιά της μάχης στον Άγιο Γεώργιο Περιβολίων.
Εκεί είδε ο Δημήτρης να πέφτει νεκρός και ο ήρωας Νίκος Μιαούλης από το Σπήλι. Έζησε επικές στιγμές ο μικρός που δεν ξέχασε ποτέ.
Όταν έγινε η κατάληψη του νησιού οι κάτοικοι των χωριών, εκτός των άλλων, ζούσαν και τον εφιάλτη της αγγαρείας. Αλίμονο σε κείνον που προσπαθούσε να την αποφύγει. Εκτός από το Τυμπάκι υπήρχαν και άλλες περιοχές που οι Γερμανοί χρειάζονταν κόσμο για αναγκαστική εργασία. Μια από αυτές ήταν και οι Αρμένοι, όπου βρέθηκε και ο Δημήτρης εκεί να κόβει με άλλα χωριανάκια του κλαδί για να κάνουν καμίνι. Στο Άνω Βαλσαμόνερο δούλεψαν σκληρά, δυο βδομάδες και μετά κάνανε μια ξερολιθιά εκεί που είναι σήμερα το γήπεδο Αρμένων. Η εργασία γινόταν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Κλωτσιές και κοντακιές ήταν η συνήθης μέθοδος για να αναγκαστούν οι σκλάβοι να βελτιώσουν την επίδοσή τους.
Κάποια στιγμή ο Δημήτρης ένοιωσε πως δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο. Ήταν τότε που τον είχαν μεταφέρει για αγγαρεία στον Γερμανικό καταυλισμό Αρμένων. Αποφάσισε να δραπετεύσει και ό,τι ήθελε ας γίνει. Στην απόφασή του αυτή βρήκε πρόθυμο να ακολουθήσει κι έναν άλλο χωριανάκι του τον Σταύρο Γ. Σηφάκη.
Σε μια στιγμή λοιπόν που οι Γερμανοί φρουροί ήταν απασχολημένοι με άλλους εργάτες, παίρνουν δρόμο οι δυο νεαροί αποφασισμένοι να γλιτώσουν ή να σκοτωθούν. Δεν άργησαν όμως να συλληφθούν και να βασανιστούν απάνθρωπα για παραδειγματισμό και των άλλων.
Μισοπεθαμένους τους έκλεισαν σε μια κάμαρα, δίπλα στου Δρουδάκη, που ήταν γεμάτη από ασβέστη. Έτσι εκτός από τους φρικτούς πόνους στο βασανισμένο τους κορμί είχαν να αντιμετωπίσουν και το «πνίξιμο» από τη σκόνη του ασβέστη.
Οι Γερμανοί που ήθελαν τώρα να αποσπάσουν και πληροφορίες από τα δυο παιδιά, τα πήγαν την επομένη σε ένα γιατρό προκειμένου να διαπιστωθεί αν είχαν ακόμα αντοχή για να συνεχίζουν οι βασανιστές το απάνθρωπο έργο τους.
Ο καημένος ο γιατρός έκανε ό,τι μπορούσε να τα απαλλάξει αλλά δεν τα κατάφερε.
Τώρα ο φρούραρχος ήταν που επέμενε να μάθει το λόγο που αποφάσισαν οι δυο νέοι να δραπετεύσουν. Είδε όμως ότι δεν κατέληγε πουθενά και αφού τους κράτησε άλλες δυο βδομάδες στην αγγαρεία με άγριο ξυλοδαρμό στην παραμικρή αφορμή, τους άφησε να φύγουν αφού τους προειδοποίησε ότι την επόμενη φορά που θα τους έφερναν μπροστά του θα τους εκτελούσε επιτόπου.
Ενεργά στην Αντίσταση
Οι δοκιμασίες που πέρασε ο Δημήτρης αντί να τον τρομοκρατήσουν, θέριεψαν μέσα του τα πάθος για εκδίκηση. Και μπήκε ενεργά στην Αντίσταση.
Δεν είπε όχι σε καμιά αποστολή, όσο επικίνδυνη κι αν ήταν. Δεν αρνήθηκε να εκτελέσει εντολή ακόμα κι όταν του ζητήθηκε να πάρει οπλισμό για τις ανάγκες του αγώνα από ένα λόχο Γερμανών που είχε κατασκηνώσει στο Μιξόρρουμα.
Ο Δημήτρης με μια σφεντόνα, ένα μαχαίρι κι ένα γυαλί ρακί ξεκίνησε για τη μεγάλη αυτή αποστολή. Και ήταν πολύ κοντά στην επιτυχία, όταν για κακή του τύχη έγινε αντιληπτός από έναν γιγαντόσωμο φρουρό. Μέχρι να το καταλάβει ο Δημήτρης βρέθηκε δεμένος. Σε λίγο μια διμοιρία Γερμανών τον οδήγησε στο φρουραρχείο που στεγαζόταν στο σπίτι του Δημήτρη Βασιλάκη.
Αντί βασανιστηρίων όμως τον πλησίασε ένας Γερμανός και ευγενέστατα του ζήτησε να αποκαλύψει το σκοπό αναζήτησης όπλων και τους συνεργάτες του. Η επίμονη άρνησή του έκανε τους Γερμανούς να αλλάξουν στάση. Μέχρι και σε εικονική εκτέλεση τον υπέβαλαν αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν λέξη.
Τον παίρνουν, τέλος, και τον οδηγούν στο σπίτι του στη Λαμπηνή. Εκεί δεν αφήνουν τίποτα όρθιο και από θαύμα γλίτωσαν οι γέροι γονείς του την εκτέλεση. Ούτε και τώρα άνοιξε το στόμα του ο μικρός γενναίος. Απογοητευμένοι οι δήμιοί του, τον επιστρέφουν πίσω στο Μιξόρρουμα και την επομένη το πρωί τον έφεραν στο Ρέθυμνο στα κολαστήρια της Κράυς Κομαντατούρ. Μετά από νέο κύκλο βασανιστηρίων τον πέταξαν σε ένα κελί στις φυλακές της Φορτέτζας. Τελικά, ενώ περίμενε τη σειρά του να τον στήσουν στον τοίχο, αφέθηκε ελεύθερος χωρίς κι ο ίδιος να πιστεύει στο θαύμα.
Όταν συνήλθε από τα βασανιστήρια συνέχισε τον αγώνα συμμετέχοντας στις ομάδες που φυγάδευαν συμμάχους στη Μέση Ανατολή.
Ενώ όμως πέρασε τόσα πολλά στη διάρκεια της Κατοχής τίποτα δεν τον πλήγωσε περισσότερο από την κατάρα του Εμφυλίου.
Υπηρέτησε στη Χωροφυλακή και απολύθηκε τα Χριστούγεννα του 1949.
Ως τραυματίας, βάσει του νόμου 1836/51 διορίστηκε αγροτικός διανομέας στο Σπήλι. Έπρεπε να εξυπηρετήσει 16 χωριά με τα πόδια ή με άλογο. Τι πέρασε και τότε. Πάλευε με τα στοιχεία της φύσης. Αλλά τον παρηγορούσε το βλέμμα εκείνων που έπαιρναν το γράμμα τους. Η ευγνωμοσύνη που ακτινοβολούσε στο λόγο και στην ευχαριστία τους. Ένοιωθε ευτυχισμένος γιατί γεφύρωνε αποστάσεις με την υψηλή αποστολή του που ένοιωθε πάντα σαν λειτούργημα. Μετά από 9 χρόνια μετατάχθηκε ως αστικός διανομέας και ήρθε στο Ρέθυμνο. Η ζωή του έκτοτε άρχισε να καλυτερεύει, παρά το γεγονός ότι ελάχιστοι έπρεπε να καλύπτουν όλη την πόλη.
Ποιος δεν θυμάται αλήθεια τον πάντα γελαστό και ευγενέστατο ταχυδρόμο που ασχολήθηκε ενεργά και με το συνδικαλισμό.
Διετέλεσε πρόεδρος του συλλόγου ταχυδρομικών υπαλλήλων του νομού, λαμβάνοντας μέρος σε πολλά συνέδρια και εντεταλμένο μέλος στην Πανελλήνια Ομοσπονδία που εδρεύει στην Αθήνα.
Ήταν επίσης μέλος στο Δ.Σ. του συλλόγου Πολυτέκνων με πρόεδρο τον καθηγητή Δημήτρη Δαφέρμο, αντιπρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της ενορίας Μασταμπά από την αρχή μέχρι την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Γραμματέας στο Μουσικοχορευτικό σύλλογο «Σταυραετοί Κρήτης», μέλος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας και φυσικά αθλητής με μετάλλιο σε πανελλήνιους αγώνες βάδην το 1997.
Η επιθυμία του να βλέπει παντού ευτυχισμένους ανθρώπους τον έκανε «προξενητή» από τους πλέον γνωστούς. Περισσότερα από 200 ζευγάρια του όφειλαν την ευτυχία τους. Ήξερε ο σπάνιος αυτός άνθρωπος να ψυχολογεί και να φέρνει κοντά ανθρώπους που είχαν πολλά κοινά σημεία, ώστε να συμβιώσουν με επιτυχία. Κι όλα βέβαια αφιλοκερδώς.
Ο αξέχαστος ταχυδρόμος είχε γίνει και θέμα σε αθηναϊκή εφημερίδα ως ο τελευταίος των προξενητάδων.
Ο ίδιος έκανε μια ευτυχισμένη οικογένεια με την υπέροχη σύζυγό του Μαρία και απέκτησαν πέντε παιδιά που τους χάρισαν 14 εγγόνια και τρία δισέγγονα.
Αυτή ήταν η ζωή του Δημήτρη Απανωμεριτάκη που στο βιβλίο του «Η πορεία μιας ζωής» μας περιγράφει τον περιπετειώδη βίο του με τριάντα τρία χρόνια υπηρεσίας, τρεισήμισι χρόνια σε ζώνη επιχειρήσεων σκληρών και τέσσερα χρόνια στην Εθνική Αντίσταση.
Δράση που του έδωσε τα μετάλλια που βλέπαμε στους τοίχους του πάντα φιλόξενου σπιτιού του ψηλά στο Μασταμπά.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται με άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής.
Πηγές:
Δημήτρη Απανωμεριτάκη: «Η πορεία μιας ζωής»
Εύας Λαδιά: «Έκανε ευτυχισμένα 200 ζευγάρια»