Η καλή επικοινωνία του παιδιού με το γονιό καθώς και η συνεργασία των γονέων με τους εκπαιδευτικούς αποτελούν τα βασικά «όπλα» για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού μεταξύ των μαθητών. Ένα φαινόμενο το οποίο εκτιμάται ότι υπήρχε και στο παρελθόν, ωστόσο οι επιστήμονες δεν έχουν στη διάθεσή τους βάση δεδομένων για να μπορούν να πουν με βεβαιότητα αν η ενδοσχολική βία βρίσκεται σήμερα σε έξαρση λόγω και της αυξημένης χρήσης των νέων τεχνολογικών ή αν το φαινόμενο προϋπήρχε με μικρότερες διαστάσεις και ήταν άγνωστο και μη αναγνωρίσιμο για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Η σωστή ενημέρωση και η γνώση για την ύπαρξη του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας, τα ειδικά χαρακτηριστικά του αλλά και η αντιμετώπισή του ήταν το θέμα της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε χθες, με πρωτοβουλία του Συλλόγου Γονέων του 15ου Δημοτικού Σχολείου Ρεθύμνου, με ομιλητές τον Άκη Γιοβαζολιά επίκουρο καθηγητή Συμβουλευτικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και την κυρία Ελένη Λιάκου ψυχολόγο, υπεύθυνη της Σχολής Γονέων Νομού Ρεθύμνης.
Ο κ. Γιοβαζολιάς στη διάρκεια της εκδήλωσης, διαχώρισε τον όρο της ενδοσχολικής βίας από τις συγκρούσεις-τσακωμούς μεταξύ μαθητών, υποστηρίζοντας πως η διαφοροποίησή τους συνίσταται στην επανάληψη του φαινομένου ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στην ασυμμετρία δύναμης σωματικής και κοινωνικής του παιδιού θύματος και του παιδιού θύτη και στην έντασή τους, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων: «Πρέπει καταρχάς να ορίσουμε καλά το τί είναι σχολικός εκφοβισμός και τί δεν είναι, γιατί συχνά υπάρχει μια σύγχυση. Πρέπει να τον διακρίνουμε από άλλες μορφές εχθρικής συμπεριφοράς όπως είναι οι συγκρούσεις ή οι τσακωμοί. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτή τη διάκριση, να δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά του φαινομένου των συγκρούσεων, που ως ένα βαθμό είναι αναμενόμενες. Δεν είναι ευχάριστες αλλά πολλές φορές οι συγκρούσεις συμβαίνουν μεταξύ των παιδιών. Οι βασικές διαφορές είναι η συχνότητα καταρχήν, δηλαδή πόσο συχνά συμβαίνει, η ένταση του φαινομένου, η ασυμμετρία δύναμης -όπως λέμε συχνά στον εκφοβισμό- πολλά παιδιά πιέζουν ένα ή το παιδί που πιέζει ένα άλλο παιδί έχει μεγαλύτερη δύναμη όχι μόνο σωματική αλλά και κοινωνική, είναι για παράδειγμα πιο δημοφιλές. Από την άλλη η σύγκρουση είναι κάτι τυχαίο, κάτι που συμβαίνει στα πλαίσια του παιχνιδιού χωρίς προγραμματισμό. Ο εκφοβισμός είναι μια προγραμματισμένη κατάσταση που μένει συνήθως. Δηλαδή ο εκφοβισμός φέρει σοβαρές συνέπειες στο παιδί, η σύγκρουση δεν έχει συνέπειες μπορεί να θυμώνει να κλαίει, αλλά δεν επιφέρει συνέπειες».
Αναφερόμενος στους τρόπους πρόληψης, αλλά και αντιμετώπισης του φαινομένου ο κ. Γιοβαζολιάς επεσήμανε τη σημασία της επικοινωνίας και της συνεργασίας των γονιών με τους εκπαιδευτικούς και μεταξύ άλλων τόνισε: «Σε ό,τι αφορά τους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του σχολείου και των εκπαιδευτικών-ο ρόλος των μαθητών -παρατηρητών αλλά και η εμπλοκή των γονέων. Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να εμπλέκονται και με την εκπαιδευτική διαδικασία, να συνεργάζονται με το σχολείο και να είναι κοντά στα παιδιά».
Ο καθηγητής Συμβουλευτικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, τόνισε πως σε περίπτωση που οι γονείς αντιληφτούν ότι συμβαίνει κάτι στο παιδί τους, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουν είναι να επικοινωνήσουν με το σχολείο, ώστε σε συνεργασία με τους δασκάλους ή τους καθηγητές να οδηγηθούν σε μια αποτελεσματική λύση: «Όταν ο γονιός αντιληφθεί ότι κάτι συμβαίνει, η πρώτη δουλειά που πρέπει να κάνει είναι να επικοινωνήσει με το σχολείο, με μια διάθεση συνεργασίας και όχι σύγκρουσης, γιατί ξέρουμε πλέον καλά ότι ο σχολικός εκφοβισμός αφορά όλους. Δεν είναι μόνο το ένα παιδί που θυματοποιείται, αλλά ο σχολικός εκφοβισμός είναι αποτέλεσμα ενός συνολικότερου πράγματος. Άρα η πρώτη δουλειά είναι η συνεργασία με το σχολείο και δεύτερον το να έχει ήδη ανοιχτεί δίοδος επικοινωνίας του γονιού με το παιδί του. Πολλές φορές τα παιδιά θέλουν να μιλήσουν, αλλά δεν το κάνουν γιατί φοβούνται ότι ο γονιός θα τα μαλώσει. Θα ήταν πολύ σημαντικό να υπήρχε η συνεργασία, η εμπλοκή των γονιών. Πολλά όμως πράγματα μπορούν να συμβούν στο επίπεδο του σχολείου. Γι’ αυτό και ένα μήνυμα που θα προσπαθήσω να περάσω μέσα από την εκδήλωση είναι να δυναμώσει ο ρόλος των παρατηρητών», υποστήριξε ο κ. Γιοβαζολιάς.
Από την πλευρά της η υπεύθυνη της Σχολής Γονέων του Ρεθύμνου Ελένη Λιάκου αναφερομένη στον σχολικό εκφοβισμό μέσα από τα μάτια των γονέων, ανέφερε: «Διαπιστώνουμε γενικά ότι υπάρχει μία ανάγκη προσδιορισμού για το τι εννοούμε όταν λέμε σχολικό εκφοβισμό για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε όλοι για το ίδιο πράγμα. Από ‘κει και πέρα προσπαθούμε στις Σχολές Γονέων να δώσουμε όσο το δυνατόν πιο έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση γίνεται γι’ αυτό το φαινόμενο, που και για μας είναι καινούριο και το πιο σημαντικό είναι ότι αισθάνονται και οι ίδιοι οι γονείς μία ανακούφιση που το είπαν. Βλέπουν ότι σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί η συνεργασία με το σχολείο, με τους εκπαιδευτικούς, αλλά και με τα παιδιά, το να τα φέρεις σε μία συζήτηση και επικοινωνία για να εξομαλύνεις μία κατάσταση».
Τι είναι η Σχολή Γονέων
Η Σχολή Γονέων είναι ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, που το διαχειρίζεται η γγ Νέας Γενιάς, το ΙΝΕΒΙΔΥΜ του υπουργείου Παιδείας. Λειτουργεί από το 2006, με μικρές διακοπές το 2008 και το 2011. Από το 2013, όπως αναφέρει η υπεύθυνη της Σχολής Γονέων του Ρεθύμνου Ελένη Λιάκου, η δομή λειτουργεί χωρίς διαλειμματα και έχουν ολοκληρωθεί ήδη 35 τμήματα σε όλη την επικράτεια του Νομού. Σε επίπεδο Ρεθύμνου είναι ένας ικανοποιητικός βαθμός. Μιλώντας για τους στόχους της Σχολής η κυρία Λιάκου ανέφερε: «Αυτό που θέλουμε και προσδοκούμε είναι να κάνουμε ομάδες γονέων και μέσα σε αυτές να αναπτύσσουμε θέματα που απασχολούν τους γονείς κυρίως γύρω από την ανατροφή των παιδιών, αλλά όχι μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Μπαίνει και το σχολικό πλαίσιο, το οικογενειακό, το πλαίσιο της σχέσης των συζύγων, των φίλων, της ανάπτυξης, της ηλικίας, των δυσκολιών επικοινωνίας με τα παιδιά. Οι θεματικές που αναπτύσσουμε είναι ευρείες. Αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι οι γονείς που έρχονται να παίρνουν γνώσεις και πληροφόρηση. Ο στόχος μας δεν είναι η παρέμβαση. Ενημερώνουμε και όσο μπορούμε δίνουμε και μερικές ιδέες για τα θέματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς».
Η κυρία Λιάκου πρόσθεσε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των γονιών για το οποίο αναζητούν λύσεις, είναι ή έλλειψη ή η δυσκολία ουσιαστικής επικοινωνίας με τα παιδιά τους: «Αυτό που συνήθως καταλήγουμε να συζητάμε είναι η επικοινωνία. Οι γονείς συνήθως έρχονται με θέμα ότι το παιδί δεν τους ακούει, δεν ξέρουν πώς να το κουμαντάρουν ή να βάλουν όρια. Συνήθως οι πρώτες συναντήσεις είναι γύρω από αυτό: όρια που για μας σημαίνει επικοινωνία. Συνεννόηση με το παιδί και στο ευρύτερο πλαίσιο μέσα στην οικογένεια. Θα έλεγα ότι χρειάζεται και από τις δύο πλευρές, γονείς και παιδιά, πολύ μεγάλη προσπάθεια. Συνήθως μέσα στην καθημερινότητα και τα θέματα που προκύπτουν στους γονείς, μερικές φορές θεωρούμε πράγματα δεδομένα που για τα παιδιά δεν είναι πάντα και πρέπει συνεχώς να επανερχόμαστε σε αυτό. Ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι δεδομένο, ότι πρέπει να συζητάμε, να αναζητούμε την γνώμη του παιδιού, να το ακούμε και να εκφραζόμαστε κι εμείς οι ίδιοι απέναντί του», τόνισε χαρακτηριστικά.