Ένας ναός άγνωστος μέχρι σήμερα αποκαλύφθηκε στο ιστορικό κέντρο του Ρεθύμνου και συγκεκριμένα στην οδό Σουλίου κατά τη διάρκεια ανακαίνισης καταστήματος στην περιοχή. Πρόκειται για έναν ναό ενετικής περιόδου που κατά πάσα πιθανότητα έχει σχέση με το καθολικό της Μονής της Αγίας Μαγδαληνής του τάγματος των Δομινίκων.
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής που έγινε από τον αρχαιολόγο Κώστα Γιαπιτσόγλου το δίμηνο Μαρτίου -Απριλίου του 2015 διαπιστώθηκε ότι ο ναός είχε δυο φάσεις, τον 15ο και τον ύστερο 16ο-πρώιμο 17ο αι. ενώ την οθωμανική περίοδο άλλαξε χρήση και μετατράπηκε σε αποθήκη-κατάστημα.
Τα χαρακτηριστικά του ναού και τα αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας παρουσίασε ο κ. Γιαπιτσόγλου στη διάρκεια του 4ου επιστημονικό συνεδρίου για το «Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης» που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο από την περασμένη Πέμπτη έως και την Κυριακή.
Ο ίδιος κατά την παρουσίαση της ανασκαφικής έρευνας το πρωί της Κυριακής, περιγράφοντας το εύρημα ανέφερε: «Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης καταστήματος στην οδό Σουλίου στην Παλιά Πόλη Ρεθύμνου διαπιστώθηκε ότι το δυτικό τμήμα του ισόγειου ενός διώροφου κτηρίου είχε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός ναού βενετικής περιόδου. Το κτήριο εξωτερικά ομοιάζει με πολλά άλλα κτήρια της Παλιάς Πόλης, αφού η όψη του ισογείου διαμορφώνεται με ένα ευρύ τοξωτό άνοιγμα της οθωμανικής περιόδου, χαρακτηριστικό των καταστημάτων του 18ου και 19ου αι. Εσωτερικά ο χώρος διαρθρώνεται σε δύο τμήματα. Το ανατολικό μήκους είναι ψηλότερο και στεγάζεται με ξύλινο μεσοπάτωμα. Το δυτικό στεγάζεται με οξυκόρυφο θόλο που φέρει τρία σφενδόνια. Μοναδικά ανοίγματα, εκτός από την είσοδο και το παράθυρο της αποτελεί ένα ορθογώνιο παράθυρο στον δυτικό τοίχο. Η στάθμη του δαπέδου του χώρου βρίσκεται στο επίπεδο της οδού Σουλίου που διατρέχει το κτήριο από ανατολικά. Την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου του 2015 πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα. Αρχικά καθαιρέθηκαν τα νεωτερικά επιχρίσματα και στη συνέχεια το μαρμάρινο δάπεδο που κάλυπτε τον χώρο. Η έρευνα έφθασε σε βάθος 1,30 μ. από το αρχικό επίπεδο, γεγονός που δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, αφού η στάθμη του νερού στο τμήμα αυτό της Παλιάς Πόλης είναι αρκετά ψηλά με αποτέλεσμα τα βαθύτερα στρώματα να είναι λασπώδη, ενώ στο μέσον του χώρου βρέθηκε ο υπόγειος ορίζοντας του νερού. Με βάση λοιπόν τα αποτελέσματα της ερευνάς διαπιστώθηκε ότι ο ναός είχε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις».
Η περιγραφή του ναού
Στην εισήγηση του ο κ. Γιαπιτσόγλου αναφέρθηκε στις δυο οικοδομικές φάσεις του ναού, η πρώτη χρονολογείται στις αρχές του 15ου αιώνα και η δεύτερη που αφορά στην ανατολική επέκταση του χρονολογείται στον ύστερο 16ο και πρώιμο 17ο αιώνα. Κάνοντας την περιγραφή του ναού ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Ο αρχικός ναός στεγάζεται με οξυκόρυφο θόλο που φέρει τρία ενισχυτικά τόξα που στηρίζονται σε προβόλους κοιλόκυρτης διατομής, στο ύψος της γένεσης της καμάρας. Στο ύψος της γένεσης της θόλου κατά μήκος, της βόρειας και της νότιας πλευράς της, διατρέχει ένας απλός ορθογωνικής διατομής κοσμήτης. Ο ναός έφερε μία μικρή τοξωτή είσοδο στο μέσον περίπου της βόρειας πλευράς του. Το δάπεδο του, που ήταν από ισχυρό ασβεστοκονίαμα, σήμερα βρίσκεται κατά 1,10 μ. βαθύτερα από το δάπεδο του χώρου, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τον ύστερο 16ο-πρώιμο 17ο αι. και μετά. Στον βόρειο και το νότιο τοίχο δεν έφερε κανένα άνοιγμα, ενώ δεν είναι σαφές αν το θύρωμα που υποδηλώνει η διαφορετική τοιχοποιία στο μέσον του δυτικού τοίχου ανήκει στην πρώτη αυτή φάση του ναού. Στην ανατολική πλευρά του δεν εντοπίστηκαν ίχνη αφού στη θέση αυτή κατασκευάστηκαν οι κιβωτιόσχημοι τάφοι που θα δούμε στη συνέχεια αλλά και οι δύο τοιχοπεσσοί της επέκτασης του. Με βάση τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά όπως η έντονη οξυκόρυφη αψίδα αλλά και η μορφή των προβόλων του ο αρχικός ναός μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 14ου-αρχές του 15ου αι.
Στη δεύτερη φάση του ναού ανήκει η ανατολική επέκταση του. Ο ναός σε αυτή τη φάση είναι ιδιαίτερα επιμήκης, με τον κατά μήκος άξονα του κάθετο στον άξονα της οδού Σουλίου έτσι ώστε η ανατολική πλευρά του να βρίσκεται πάνω στον δρόμο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οδός Σουλίου, σύμφωνα και με τους χάρτες της βενετικής περιόδου, είχε ήδη διαμορφωθεί κατά τον ύστερο 16ο αι. Η χωροθέτηση του ναού με την αψίδα του πάνω σε δρόμο δεν είναι ασυνήθιστη με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ναό της Αγίας Παρασκευής στην οδό Νικηφόρου Φωκά. Από την επέκταση διασώζονται οι επιμήκεις τοίχοι του, ο βόρειος και ο νότιος σε ύψος 1,10 μ. περίπου. Η σύνδεση του αρχικού ναού με την επέκταση του επετεύχθη με την κατασκευή δύο τοιχοπεσσών, από αργολιθοδομή και οι οποίοι είναι επιχρισμένοι, που μάλλον στήριζαν τόξο, όπως εξάλλου γίνεται στην πλειονότητα των επεκτάσεων ναών της βενετικής περιόδου. Οι τοίχοι αυτοί καλύπτονταν από το δάπεδο της οθωμανικής περιόδου γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την οθωμανική περίοδο η επέκταση του είχε για άγνωστο λόγο καταστραφεί κατά το μεγαλύτερο ύψος της, η στάθμη του νέου κτηρίου ανυψώθηκε και το δάπεδο του κάλυψε το κατώτερο σωζόμενο τμήμα της επέκτασης του ναού. Στο μέσον περίπου του ναού αποκαλύφθηκαν τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι. Πρόκειται για επιμελημένους τάφους επιχρισμένους εσωτερικά οι οποίοι όμως ήταν χωρίς καλυπτήριες πλάκες, μπαζωμένοι και συλλημένοι. Ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι το πυραμιδοειδές σχήμα τους, με τα τοιχώματα των μακριών πλευρών τους να διευρύνονται προς τη βάση, έτσι ώστε να διαμορφώνουν μεγαλύτερη βάση και μικρότερο στόμιο. Μόνα ευρήματα εκτός από μικρά τμήματα οστών αποτελούν σιδερένια καρφιά που παραπέμπουν στη χρήση καθελέτου, δηλαδή ξύλινου νεκρικού φορείου. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς της επέκτασης αποκαλύφθηκαν ακόμη 4 λακκοειδείς τάφοι, σκαμμένοι στο χώμα και οι δύο από αυτούς διαμορφωμένοι περιμετρικά, όπως διαπιστώνεται από τα σωζόμενα τμήματα τους, από σειρά αργών λίθων. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τρεις από αυτούς βρίσκονται σε διαφορετικές στάθμες γεγονός που υποδηλώνει ότι πρόκειται για διαδοχικές ταφές σε διαφορετικούς χρόνους, με την ταυτόχρονη ανύψωση της στάθμης του δαπέδου του ναού αφού αποκαλύφθηκαν τρία διαδοχικά δάπεδα από ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Ο παλαιότερος βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στο δάπεδο του αρχικού ναού και σε επαφή σχεδόν με τη είσοδο του βόρειου τοίχου, ενώ καλυπτόταν από το επόμενο δάπεδο κατασκευασμένο και αυτό από ισχυρό ασβεστοκονίαμα.. Πρόκειται για μια διπλή ταφή, πιθανόν μητέρας με παιδί σε εναγκαλισμό. Και σε αυτές τις ταφές ανευρέθηκαν σιδερένια καρφιά από τρία σε κάθε ταφή στο ύψος της κεφαλής των νεκρών. Η λιγοστή κεραμική, μαγιόλικα και εφυαλωμένη που βρέθηκε στα βαθύτερα στρώματα της επέκτασης μας παραπέμπει στον ύστερο 16ο – πρώιμο 17ο αιώνα».
Όπως είπε κατά την οθωμανική περίοδο η επέκταση του ναού καταστράφηκε, από άγνωστη μέχρι στιγμής αίτια, ο ναός όπως έγινε στο σύνολο σχεδόν των ναών της Παλιάς Πόλης άλλαξε χρήση και στη θέση της επέκτασης ανεγέρθηκε ένα διώροφο κτίριο που κάλυψε και τον αρχικό ναό. Ανέφερε ότι διαμορφώθηκε η τοξωτή είσοδος ενώ διανοίχθηκε το παράθυρο του δυτικού τοίχου και το θύρωμα του βόρειου. Ο χώρος του ισογείου μετατράπηκε σε κατάστημα-με πιθεώνα για κρασί ή λάδι. «Ο χώρος στο σύνολό του επιστρώθηκε με δάπεδο από ορθογώνιες ασβεστολιθικές πλάκες. Το δάπεδο στο δυτικό τμήμα βρισκόταν κατά 0,65 μ. βαθύτερα, ενώ ήταν κατεστραμμένο κατά μήκος του βόρειου τοίχου από νεότερο αγωγό αποχέτευσης σε πλάτος 0,50 μ., κατά μήκος του νότιου τοίχου και σε όλο το πλάτος της κυρίας όψης. Οι πλάκες του ανατολικού τμήματος σε αντίθεση με τις πλάκες του δυτικού τμήματος που ήταν σε άριστη κατάσταση, ήταν θραυσμένες, διαφορετικών διαστάσεων και κάποιες σε δεύτερη χρήση. Ο πιθεώνας καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού ναού και είναι επιστρωμένος με ορθογώνιες ασβεστολιθικές πλάκες, ενώ με όμοιες πλάκες, ύψους 0,65 μ. έχουν επενδυθεί οι τοίχοι περιμετρικά. Το δάπεδο φέρει κλίση προς το κέντρο, όπου βρίσκεται εγκιβωτισμένο μικρό πιθάρι για τη συλλογή των υγρών» σημείωσε.
Ο ναός ταυτίζεται με τον ναό της Αγίας Μαγδαληνής των Δομινικανών
Στο συμπέρασμα ότι ο ναός που αποκαλύφθηκε στην οδό Σουλίου ταυτίζεται με τον ναό της Αγίας Μαγδαληνής των Δομινικανών κατέληξε ο κ. Γιαπιτσόγλου, επικαλούμενος έγγραφα συμβολαιογράφων και ιστορικών, εξήγησε ωστόσο ότι στους χάρτες με τοπογραφικά δεν απεικονίζεται ο συγκεκριμένος ναός, ωστόσο τα ιστορικά στοιχεία συγκλίνουν ότι πρόκειται για επέκταση του. «Γνωρίζουμε ότι οι Δομινικανοί εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο κατά το διάστημα 1571-1573 ιδρύοντας ένα μικρό σταθμό-ξενώνα διερευνητικού χαρακτήρα, που εξυπηρετούσε κυρίως τα μέλη του τάγματος κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους στην κρητική ενδοχώρα. Δεν είναι γνωστό αν ο ξενώνας αυτός διέθετε και ιδιόκτητο ναό, αφού μνημονεύεται μόνο ως «locus Rethimni» σε αντίθεση με τα άλλα μοναστήρια του τάγματος που μνημονεύονται με το όνομα των ναών τους. Η πρώτη αναφορά του ναού της Άγιας Μαρίας Μαγδαληνής εντοπίζεται μόλις το 1600 σε αναφορά του Γενικού Βικάριου των Δομινικανών για την επαρχία της Κρήτης. Με βάση αυτή την αναφορά η απόκτηση του από το τάγμα μπορούμε να προσδιοριστεί χρονικά την περίοδο 1589-1600. Αν πράγματι ισχύει η ταύτιση του συγκεκριμένου ναού με την Αγία Μαρία Μαγδαληνή των Δομινικανών τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι αδερφοί ιεροκήρυκες δεν ανέγειραν, σε αυτή την περίοδο κρίσης για την καθολική εκκλησία στο Ρέθυμνο, ένα νέο ναό, αλλά επέκτειναν έναν υφιστάμενο, που τους παραχωρήθηκε από άλλο μοναχικό τάγμα ή ακόμα και από τους Ορθοδόξους. Την υπόθεση αυτή ενισχύει η χρονολόγηση της επέκτασης του ναού στον ύστερο 16ο – πρώτο μισό του 17ο αιώνα και οπωσδήποτε πριν την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1646. Σε έγγραφα εξάλλου του 1640 και 1644 αναφέρονται δωρεές της τάξης των 2400 υπέρπυρων, ποσό αρκετά μεγάλο το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει εκτός των άλλων και την επέκταση του ναού. Ελπίζουμε ότι μελλοντικά η έρευνα στα όμορα, από νότια και δυτικά κτίρια, τα οποία διασώζουν παλαιά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και έχουν φυσικά δεχθεί επεμβάσεις στην Οθωμανική και την σύγχρονη εποχή, να καταδείξει αν στα κτίρια αυτά διασώζονται ίχνη της μονής της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής των Δομινικανών».