Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που δίνουν ψυχή σε κάθε θεσμό. Και σε κάποιους, ιδιαίτερα προικισμένους, οφείλει το Ρέθυμνο την επιτυχία του Καρναβαλιού του.
Κάποιοι βέβαια ξεπερνούσαν τα όρια της ευπρέπειας, αλλά τους συγχωρούσαν τις όποιες υπερβολές, γιατί ως γνωστόν «Τσι μεγάλες Αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γριές».
Ο περίφημος Πεντεφούντης
Ένας από την κατηγορία αυτή ήταν ο περίφημος Πεντεφούντης που κυριολεκτικά «ξεσάλωνε» στη διάρκεια της Αποκριάς, αδιαφορώντας παντελώς για την προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Μας αναφέρει γι’ αυτόν ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος:
Πεντεφούντης -παρατσούκλι
Το βαφτιστικό Μιχάλης
μπέκρακας από τους λίγους
και μπελάς απ’ τους μπελάδες
πουλητής εφημερίδων
και διάσημος τελάλης
αναστάτωνε σοκάκια,
δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες
σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ
ήταν τύφλα στο μεθύσι
Κάθε Απόκριες γδυνόταν
και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου
θέλοντας να παραστήσει
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος δεν θύμωνε δεν αγρίευε είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Μια απάνθρωπη πλάκα
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει -κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας- και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στο δρόμο -εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι.
Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή…
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
– Ιντα εντεψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;;;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
– Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο. Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον επάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ‘ξυσε τη φαλάκρα του.
– Εντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας που ‘ναι ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
– Το τσουβάλι μωρέ πού είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
– Να το Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Κάθε αποκριά γδυνόταν
Ο Κώστας Μαμαλάκης αναφέρει ότι αυτό το ξεγύμνωμα στην καρδιά της αποκριάς έγινε για το τσουβάλι με το αλεύρι μια και μόνο φορά.
Ο Καλομενόπουλος πάλι το αναφέρει σαν ετήσια συνήθεια.
«Κάθε Απόκριες εγδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι».
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει ότι ο γραφικός αυτός τύπος πέθανε μεθυσμένος. Και πολύ χαριτωμένα κλείνει το κεφάλαιο αναφοράς του ο Κώστας Μαμαλάκης.
Όσοι τον καταφρόνεψαν, τον χλεύασαν, τον καρπάζωσαν στη γη, άμα τον συναντήσουν έκπληκτοι λαμπρά αποκατεστημένο στα ουράνια δώματα, θα διαπιστώσουν ότι ανεξίκακος πάντα ο Πεντεφούντης δεν τους κρατά κακία.
Ο Μιχάλης -είχε αποκατασταθεί και στο πραγματικό του όνομα- σκασμένος στα γέλια θα περιοριστεί μόνο να τους πειράξει άκακα πετώντας τους κατάμουτρα ένα.
«Μπουμ βρε η λίρα…».
Οι πρωτοστάτες του κεφιού
Για τις μορφές τώρα που πρωτοστατούσαν και κανοναρχούσαν τα γλέντια γράφει σχετικά ο Μιχαήλ Παπαδάκις.
«Ποιος δεν θυμάται τον Μανώλη τον γαλατά τον πατέρα του γλύπτη Ιω. Κανακάκη. Τον καλό και αστείο στην εμφάνιση του, που μόνο με τη θέα της γελάς.
Είχε δέκα η δώδεκα παιδιά ανήλικα στο λαιμό του και μόνο τον κόπο και τον ημερονύκτιο μόχθο του διά να τα συντηρήσει στη ζωή. Και όμως αυτός ήταν εκείνες τις Αποκριές ο βασιλιάς του Καρναβαλιού στο Ρέθεμνος.
Είχε και συνεργάτες εκλεκτούς. Οι δάσκαλοι Σταυρακάκης, Ηλιακάκης που παίζανε βιολί, ο Μανόλης (Χρύσανθος) Βιτζικουνάκης μαντολίνο, Αρτέμης Μπεμπισάκης, Μ. Ηλιακάκης, Κ. Βαρούχας, Π. Σκαντάλης, Ιω. Καμπουράκης, Ν. Γουναρίδης καλοί τραγουδιστές. Είχαμε κάνει ένα άρτιο αποκριάτικο συγκρότημα με καλλιτεχνικά μέλη του, τους εκλεκτούς πολίτες και πραγματικούς καλλιτέχνες επιπλοποιούς, Νίκο και Βαγγέλη Μουντριανάκη, από τους οποίους ο πρώτος έπαιζε ωραία κιθάρα και τραγουδούσε περίφημα.
Όλοι αυτοί με μακριές και φιλότιμες προσπάθειες και δοκιμές παρουσίασαν πράγματα που δεν ξανάγιναν και ούτε νομίζω πως είναι βολετό να ξαναγίνουν στο Ρέθεμνος».
Και εγένετο το πρώτο άρμα
Αυτοί οι άνθρωποι που ξεσήκωναν τον κόσμο ήταν και οι δημιουργοί του πρώτου άρματος.
Διαβάζουμε σχετικά:
«Οι αδερφοί Μουντριανάκηδες, σκάρωσαν επάνω σε ένα μακρύ κάρο, ένα τεράστιο μαντολίνο που είχε δώδεκα μέτρα μάκρος, τέσσερα πλάτος και δυο μέτρα βάθος. Έκαμαν το σκελετό με λεπτά ξύλα και τον επένδυσαν με πανί που είχε καφέ και άσπρες λουρίδες όπως είναι εκείνες του μαντολίνου.
Μάσκες ήσαν τα κλειδιά και ο καβαλάρης αυτού του πρωτότυπου μαντολίνου οι χορδές του άσπρα σχοινιά και τριγύρω του ήταν λουλούδια.
Ο θρόνος του Καρνάβαλου ήταν στο κάρο στερεωμένος, αλλά φαινόταν να είναι στη βάση του μαντολίνου εκεί που στερεώνονται οι χορδές. Μέσα στο μαντολίνο θα έμπαιναν όλοι οι ανώτεροι τραγουδιστές και οργανοπαίκτες και ο Βασιλιάς θα καθότανε στο θρόνο του και θα κουνούσε τις χορδές του μαντολίνου με ένα ταραχτή, που είχε στο μαγαζί και ανακάτευε το γάλα».
Η μεγάλη μέρα
Κυριακή του 1915. Όλη η δράση είχε μεταφερθεί στη Σοχώρα γιατί εκεί μόνο είχαν άνεση χώρου να δουλέψουν οι κατασκευαστές και να χωρέσει το άρμα.
Και συνεχίζει ο Παπαδάκις:
«Έζεψαν ένα τεράστιο άλογο, φοράδα που είχε αγορασμένη από τους Ρώσους ο μακαρίτης ο Γκαγκάς. Και το άλογο οδηγούσε ένας Οθωμανός ο Αμπτουλλας, που το είχε και το δούλευε και τις άλλες μέρες κουβαλώντας πέτρες και λάδια και τον εγνώριζε.
Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους, άρχισε η θριαμβευτική παρέλαση του Καρναβαλιού.
Ο Βασιλιάς ντυμένος με κόκκινα και χρυσά ρούχα και στέμμα, έδινε συνθήματα.
– Εμπρός παιδιά να φύγουμε
όλοι μας για τα ξένα
με το δικό μας Βασιλιά
του Καρναβάλου Στέμμα.
– Εμπρός παιδιά, δουλειά παιδιά
τη μέρα και τη νύχτα
Ναχωμε χρυσή καρδιά.
– Τώρα καθένας ας χαρεί
καιρό που δεν εχάρει
Τώρα που είναι νιος και νεις
τώρα ας χαρεί.
Ακολούθησαν η «ανθισμένη αμυγδαλιά» και άλλα ωραία τραγουδάκια της εποχής. Και οι μελωδικές φωνές και οι ήχοι των οργάνων σαν έβγαιναν από το τεράστιο μαντολίνο, αποτελούσαν ένα πραγματικό χαριτωμένο σύνολο ωδικής και μουσικής μαζί, που δεν ξανάδε το Ρέθεμνος.
Αυτό το πρώτο άρμα είχαμε κατασκευάσει δεκαετία του 90 με τα παιδιά του Πολυκλαδικού που παρακολουθούσαν τα προαιρετικά μαθήματα δημοσιογραφίας.
Μετά την παρέλαση, μέρες μετά το βρήκαμε πεταμένο και σε κομμάτια, κάπου στο Ατσιπόπουλο.
Αργότερα το παρουσίασε και άλλη ομάδα. Ελπίζουμε αυτό τουλάχιστον να έχει προστατευθεί.
Η πορεία εκείνου του καρνάβαλου
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι σε κείνο το όμορφο χθες.
Το κάρο με τον Καρνάβαλο ξεκίνησεν από την Μαρμαρόπορτα, πέρασε στο Αμπουχούρι, Μεγάλη Πόρτα, Άμμος Πόρτα, πέρασε την οδό Αρκαδίου, μέχρι το φούρνο του Ροδινού που ήταν στον Πόρο του λιμανιού και γύρισε πίσω τον ίδιο δρόμο.
Το σύνθημα του γυρισμού έδωκε ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με αφάνταστα γέλια φωνές και τραγούδια. Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, οι στέγες των σπιτιών ήσαν γεμάτες κόσμο που πετούσε λουλούδια και φασόλες στο μαντολίνο του Καρνάβαλου.
«Φχιου Βασιλιά, φχιου Βασιλιά»
Και όλοι πείραζαν το Βασιλιά.
Ο φίλος του ο γέρο Γαληνός ο ζωγράφος, αντίς άλλης υποδοχής του εφώναζε…
«Φχιου Βασιλιά, φχιου Βασιλιά» και του έκανε μανίκια. Και ο Βασιλιάς του έδειχνε με Βασιλική αξιοπρέπεια, πως τονέ γράφει σε μέρος του σώματος του που δεν μπορώ να σας πω.
Ο Γιάννης ο Τερζής, που ήταν εκεί που τώρα είναι το χρυσοχοείο Κουγιτου πέταξε του Βασιλιά δυο κρεμμύδες, από το μαγαζί του.
Κι ο Βασιλιάς του είπε, αποτεινόμενος στο πλήθος…
– Εδώ είναι ο Γιάννης ο Τερζής με το μεγάλο φέσι
κι ανε βολή κανιούς ποσάς
να πα να τονε χ@@ει.
Όταν ο Βασιλιάς είδε ένα παπά να παρακολουθεί κι αυτός του είπε…
– Όποιος δεν τον αγαπά
τον αφεη τον παπά
να ‘χει την τρομάρα του
και τη λιγωμάρα του.
Κι όταν όλο το πλήθος τον επευφημούσε, του χειρονομούσε και του φώναζε και αυτός, είχε και έλεγε ανεξάντλητα αστεία.
Σαν Βασιλιάς υπόγραφε και κάπου κάπου. Και είχε για πένα ένα τεράστιο καλάμι και για καλαμάρι τον… πισινό της φοράδας. Εκεί βουτούσε και υπόγραφε.
Πανδαιμόνιο χωρίς παρεξηγήσεις
Κι αυτές τις χειρονομίες και τους αστείους μορφασμούς του Βασιλιά ο κόσμος δεχότανε με χάχανα, με φωνές και σφυρίγματα, πανδαιμόνιο ολόκληρο.
Από τα μπαλκόνια που πετούσαν λουλούδια στο μαντολίνο και οπού άλλου ήθελαν. Οι έγκλειστοι σ’ αυτό έριχναν κι αυτοί λουλούδια με μια λαβίδα της επινοήσεως του Μουντριανάκη που τα πετούσε μακριά.
Η περιοδεία του Καρναβαλιού με αδιάπτωτο και αυξανόμενο κέφι κατέληξε πάλι στη Σοχώρα…
Και από εκεί οι Ρεθεμνιώτες έπιασαν τους δρόμους και τις πλατείες, τα μαγαζιά, τα σπίτια και συνέχιζαν το γλέντι τους και άλλοι πήγανε στο θέατρο «Ιδαίον Άνδρον» του Σπανδάγου, που ήταν δημόσιος χώρος.
Όλη τη νύχτα βάσταξε το αξέχαστο εκείνο γλέντι σε όλη του την ένταση».
Οι πλάκες του Μάρκου
Ο Μάρκος Γιουμπάκης μπορεί να ήταν όλο το χρόνο από τους πιο άξιους λειτουργούς της πνευματικής ζωής και η «ψυχή» της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, αλλά στην περίοδο της Απόκριας ήταν η χαρά της ζωής προσωποποιημένη.
Και οι πλάκες του αμίμητες.
Το «δοχείο νυκτός» που κρατούσε πάνω στο αποκριάτικο άρμα μαζί με μια αρμαθιά λουκάνικα είχαν αφήσει εποχή.
Από τις αξέχαστες πλάκες του ήταν αυτή που εμπνεύστηκε μια απόκρια του 1969.
Ήταν αργά το βράδυ όταν χτυπάει η πόρτα του σπιτιού του Χαράλαμπου Αναγνωστάκη του περίφημου «Χαραλαμπά» στο Μασταμπά. Ενοχλημένος ο αξέχαστος εκείνος Ρεθεμνιώτης γιατί μόλις είχε γυρίσει από το ρακάδικό του ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του περίλυπο τον φίλο του, τον ταξιτζή Γιώργο Βαλέργα. «Έλα γρήγορα Χαράλαμπε, γιατί πέθανε κάποιος στο χωριό σου το Όρος», του λέει ο Βαλέργας. Στο χωριό ζούσαν οι γονείς και τα αδέρφια του Χαραλαμπά. Βγαίνουν όλοι έξω και βλέπουν στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα φέρετρο. Από πίσω ένα περιπολικό με αναμμένο τον φάρο, καθώς και άλλα αυτοκίνητα γεμάτα κόσμο. Η Ισμήνη, η γυναίκα του Χαραλαμπά αρχίζει να φωνάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι. Με τη φασαρία βγήκαν όλοι οι γείτονες στα μπαλκόνια των σπιτιών τους. Μέσα στο φέρετρο είχε μπει ο Μάρκος Γιουμπάκης, που είχε όμως ξεχάσει να βγάλει τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Ο Χαραλαμπάς, με πόδια τρεμάμενα, πάει να σηκώσει το φέρετρο για να το βάλει στο σπίτι. Στο μισοσκόταδο όμως διακρίνει τον σκελετό των γυαλιών (νεκρός και γυαλιά δεν πάνε) και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για φάρσα. Δεν λέει όμως τίποτα. Ανασηκώνει το φέρετρο και το αφήνει με δύναμη να πέσει κάτω! Έντρομος ο Γιουμπάκης από την απρόσμενη εξέλιξη, «αναστήνεται» πετιέται μέσα από το φέρετρο και το βάζει στα πόδια. Μπαίνει στο περιπολικό που ήδη έχει αρχίσει να βαράει τη σειρήνα και φεύγουν.
Η πλάκα μαθεύτηκε την επομένη σε όλη την πολιτεία. Ακόμα και ο Δεσπότης το έμαθε και την Κυριακή κάλεσε όλη την παρέα στο Δεσποτικό και τους «έψαλε τον εξάψαλμο».
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες, άλλες πλάκες…
Αυτό που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στο σημερινό άνθρωπο που ζει στην πόλη αυτή είναι ότι τότε, τον παλιό εκείνο τον καιρό, κανένας δεν παρεξηγούσε ποτέ. Γιατί ήξεραν καλά ο ένας τον άλλο και γνώριζαν καλά πως δεν υπήρχε καμιά κακή πρόθεση.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που γινόταν «χοντρή» πλάκα υπήρχε σεβασμός. Κάτι που δεν υπάρχει σήμερα αν κρίνουμε και από τις αναρτήσεις στο διαδίκτυο.
Πηγές:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Απόκριες
Εύας Λαδιά: Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες Απόκριες
Νίκου Δερεδάκη: Πρακτικά συνεδρίου «Ο Μασταμπάς από το τότε στο σήμερα».