Με του λαγούτου τις χορδές, η Μοίρα σ’ είχε μπλέξει,
κι ειν’ η αιτία κι όμορφες, φιλίες είχες πλέξει.
Απ’ την Σητεία ως τα Χανιά, κι απ’ τα Σφακιά στο Κάστρο!
Στο Ρέθεμνος γεννήθηκε, το ταπεινό σου τ’ Άστρο.
Για φίλους εταξίδεψες, στην άκρη του Πλανήτη!
Σ’ όλου του Κόσμου τσ’ ομορφιές, μπροστάρισσα ναι η Κρήτη!
Στο Σπήλι εγεννήθηκες που το ‘πλασσαν Αγγέλοι,
που γέννησ’ ένα Σκορδαλό, κι ένα Μαρκοβαγγέλη.
Στο Σπήλι επρωτόνοιωσες, γλυκά το πρώτο χάδι.
Μάνας και κύρη κι αδερφώ(ν), που ζούσατε ομάδι!
Επήρες χώμα και νερό, κι εβγήκες για Σεργιάνι,
και τ´ όνομά σου ξακουστό έγινε Μαρκογιάννη.
Πήρες και του πατέρα σου, τ’ ακούσματα στη λύρα!
Ένα λαγούτο να βαστάς, σε όρισεν η Μοίρα!
Με την ψυχή σου τα’ σμίξες, απάνω στο λαούτο,
και τα’ κανες χρυσόσκονη, στης Μουσικής τον Πλούτο!
Όλο τον κόσμο γύρισες, απάνω στον Πλανήτη,
μ’ ένα λαούτο αγκαλιά, κι Εικόνισμα την Κρήτη.
Όλο τον κόσμο εγύρεψες, παντού σε κάθε άκρη.
Του γυρισμού αστείρευτο, είδες παντού το δάκρυ.
Όπου κι αν πάει ο Κρητικός, κι όσα κι αν αποκτήσει,
με μια ελπίδα πάντα ζει, στην Κρήτη να γυρίσει!
Στον Κόσμο μ’ όσους έσμιξες, βρήκες Αγάπη μόνο!
Μα η μοίρα σου σε δίκασε, στον πιο μεγάλο πόνο!
Βαρύ φορτίο σου’ δωσε, η μοίρα να βαστάξεις
και μέρα δεν επέρασε, να μην αναστενάξεις!
Του πόνου σου ‘δίνες φτερά, με τα φτερά λαγούτου!
Ξεγέλαγες τα βάσανα, του Ψεύτη Κόσμου τούτου!
Του πόνου σου ‘δινες φτερά, για ν’ ανεβεί στα ύψη!
Ν’ αναντρανίσει η καρδιά πού ‘ταν γεμάτη θλίψη!
Με το λαούτο αγκαλιά, μέρωνες τους καημούς σου,
και με πενιές τους έπνιγες τους αναστεναγμούς μου.
Με τού λαούτου τα φτερά, σκέπαζες τη σιωπή σου,
γλυκές βροντές και αστραπές, βγάνανε οι σκοποί σου.
Η Κρήτη θα σ’ ευγνωμονεί πάντοτε Μαρκογιάννη
στο πάνθεον των τέκνων της, των μουσικών σε βάνει.
Κωστής Ι.Γ. Καλλέργης