Η Μαίρη Αντωνακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο. Πατέρας της ήταν ο Δημήτριος Αντωνακάκης που είχε το κουρείο στην αρχή του πλαϊνού αυτής εδώ της Σεβάσμιας Κυρίας των Αγγέλων δρόμου, ενώ το σπίτι ήταν ένα στενό πιο πέρα, στην οδό Κλειδή. Μητέρα της ήταν η Αδριανή… Με τους γονείς και την αδελφή της τη Ρούσα αποτελούσαν μια τυπικά Ρεθεμνιώτικη οικογένεια. Η Μαίρη, όμως, εκτός από καλοαναθρεμμένο μέλος ενός παραδοσιακού σπιτιού, ήταν συγχρόνως ένας τολμηρός και ανήσυχος άνθρωπος. Προικισμένη με πολλά χαρίσματα και δώρα. Έξυπνη, ερευνητική, παρατηρητική, στοχαστική. Φύση ποιητική. Δεν ησύχαζε ποτέ, δε βολευότανε με τα συνήθη, αυτά που αρκούν στους πολλούς. Τις άρεσαν οι περιπλανήσεις, τα ταξίδια και όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου. Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές και γεύτηκε στο πέλαγος της ζωής πολλά παθήματα που την σημάδεψαν: «πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν».
Δεν άφηνε τίποτα να περάσει απαρατήρητο ή αδιάφορο. Σημείωνε, αποτύπωνε την ομορφιά της φύσης, τις αλλαγές των εποχών, τους ανθρώπινους χαρακτήρες, τις συμπεριφορές, τα ξεσπάσματα σε ώρες πόνου, οργής ή ευτυχίας. Τα φύλαγε μέσα της, τα δούλευε με τον ποιητικό της στοχασμό.
Δύο πράγματα τη συγκινούσαν και απορροφούσαν τα ενδιαφέροντα και τις προσωπικές της επιλογές. Το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον ήταν το ένα, για το οποίο ήδη μιλήσαμε. Το δεύτερο ήταν ο Λόγος. Και ο γραπτός όπως αποτυπώνεται στα έργα δόκιμων συγγραφέων, αλλά και ο προφορικός λόγος, ο ελληνικός λόγος με όλο το τεράστιο διαχρονικό του απόθεμα, ιδιαίτερα αυτός που δουλεύτηκε και διαμορφώθηκε, εδώ στην Κρήτη, στο πέρασμα εκατοντάδων αιώνων και είναι ότι πιο πολύτιμο έχουμε ως κληρονομιά. Αυτή την κληρονομιά του Έλληνα λόγου η Μαίρη την ένιωσε και τη βίωσε όσο λίγοι άνθρωποι στην εποχή μας. Την αποτύπωσε στα γραπτά κείμενα που μας άφησε. Αυτούς τους αψευδείς μάρτυρες της χαρισματικής και αισθαντικής της φύσης.
Έχουν τυπωθεί τα βιβλία:
Ζωγραφίζοντας ποίηση. Αθήνα, 1969.
Μια φωνή Ακολουθώ … Ρόδος, 1977
Όταν θυμώνεις, είσαι μπλε. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1997.
Ανταρκτική, ένα ταξίδι στην Άκρη της Γης. Αθήνα, Εκδόσεις Τροχαλία.
Η Μαίρη, όμως έχει αφήσει και ένα μεγάλο αριθμό κειμένων, ορισμένα των οποίων έχουν δημοσιευθεί στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», αλλά και πολλά άλλα που είναι αδημοσίευτα.
Ήταν ένας γενναίος άνθρωπος. Κοίταξε στα μάτια τη μοιραία αρρώστια. Δεν έχασε ποτέ το θάρρος και την πίστη της στη ζωή. Δεν το έβαλε κάτω, δεν απογοητεύτηκε, πάλεψε ως την έσχατη στιγμή.
Σήμερα σ’ αυτή τη μοναδική για τη Μαίρη ώρα θα ήθελα να κλείσω τον αποχαιρετιστήριό μου λόγο με ένα κείμενό της. Τα λόγια τα έγραψε η ίδια η Μαίρη, τα έβαλε όμως στο στόμα της αγαπημένης μητέρας της Αδριανής. Εκφράζουν δηλαδή τα αισθήματα της μητέρας της, διατυπωμένα από την ίδια τη Μαίρη, καθώς εκείνη την απόβγαζε από το σπίτι, μεγαλωμένη πια, έτοιμη για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Αυτό μεγάλο, το πέρα από την Ανταρκτική… ταξίδι που ολοκληρώθηκε, τελειώθηκε θα έλεγε η Εκκλησίας μας, μόλις χθες το πρωί.
Μαίρη Δ. Αντωνακάκη: Πότε μεγάλωσες!
Κοριτσάκι.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου για να πιστέψω πως μεγάλωσες. Πόσο μεγάλωσες!
Πότε μεγάλωσες!
Και να, για το καλό σου αποφασίζεις και φεύγεις μακριά;
Τις νύχτες που τα όνειρά σου κρυφοκοίταζα, εσύ, ερήμην μου μεγάλωνες και ξαφνικά σε βλέπω έτοιμη.
Να, οι φτερούγες ύστερα από τις δοκιμασίες στα κοντινά πετάγματα είναι τώρα έτοιμες για τα μακρινά.
Ξεριζώνω την καρδιά μου και μπλε κλωστή κεντώ στο φυλαχτό, στο πλάι της καρδιάς σου κρεμασμένο. Σκουπίζω τα μάτια μου, να μην τα δεις πως είναι θολά, το άηχο δάκρυ να σου κρύψω και να το μεταμφιέσω σε χαμόγελο.
Απ’ το χεράκι σε κρατώ κι είναι το χέρι σου απ’ το δικό μου μεγαλύτερο. Πόσο μεγάλωσες; Πότε μεγάλωσες; προχθές ακόμα κρύψαμε της πρώτης τάξης το αλφαβητάριο, το παγουρίνο και το μικρό σου πόνι, στο φουστανάκι σου το στρίφωμα δεν ωφελεί να σου μακραίνω, σημάδια αφήνει και θυμώνεις.
Ανοίγεις την πόρτα της καρδιάς σου για να χωρέσουν όλα όσα αγαπάς και φεύγεις, πεισματικά τινάζεις το κεφάλι κοριτσάκι, να γίνει το δικό σου. Δεν είσαι κοριτσάκι πια, είσαι φοιτήτρια στις τάξεις των ονείρων σου.
Βιάζεσαι. Κυνηγάς το χρόνο κι ο χρόνος που είναι πονηρός τρέχει πάντα με το μέρος του νικητή. Βιάζεσαι τη ζωή σου στα νέα δεδομένα να μοντάρεις. Κούτες, βιβλία, στη μέση του σπιτιού, ρούχα και κουκλάκια, φωτογραφίες εκδρομών, αφίσες και προσωπικά, όλα τα φανερά και μυστικά μυριστικά που τις μέρες σου ομόρφαιναν, Μα κοριτσάκι, εσύ μεγάλωσες!
Κόβεις από τον κήπο του σπιτιού μας γιασεμιά, σφίγγεις στις φούχτες τα λευκά μικρά αρώματα. Τις τσέπες σου γεμίζεις αναμονή και μυρουδιές. Ανοίγεις το παράθυρο να δεις, ένα κλαδί από σύννεφο να κλέψεις, δύο ματιές από τη θέα του σπιτιού κι ένα κομμάτι ουρανό απ’ ότι μας ανήκει.
Κοριτσάκι.
Δάνεισέ μου τις φτερούγες σου. Πουλί θα γίνω να πετώ. Τα βήματά σου να προσέχω, τις ώρες σου να βλέπω πως κυλούν, τις μέρες σου να ευλογώ. Και στα ξενύχτια για το διάβασμά, δίπλα σου θα κάθομαι να σου γυρίζω τις σελίδες.
Δάνεισε μου τις φτερούγες σου κι εγώ, με της μάνας τη δύναμη, πάνω από σένα θα τις απλώσω. Η σταγόνα της λύπης, η σταγόνα της αγωνίας, η σταγόνα του πόνου να μη σ’ αγγίξει.
Το ξέρω κοριτσάκι πως μεγάλωσες.
Όμως θυμήσου. Μείνε μακριά από τα βρόχια της απόστασης. Οι κυνηγοί δε στήνουν πλέον ξόβεργες. Με νέους τρόπους φτιάχνουν σήμερα τις δουλειές τους.