Ο θάνατος της Ελένης-Ευαγγελίας Χαλκιαδάκη, το γένος Χατζηγρηγόρη, γόνου της ιστορικής οικογένειας των Χατζηγρηγόρηδων και συζύγου του ιδρυτή των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννη Χαλκιαδάκη, της γνωστής και κοσμαγάπητης Μπούμπας, έδωσε την ευκαιρία σε ένα ασυνήθιστα ευρύ φάσμα συμπολιτών μας να εκδηλώσει αισθήματα αγάπης, θαυμασμού, αναγνώρισης και καταξίωσης στο πρόσωπο μια σεμνής Ρεθεμνιώτισσας που, παρά τις προγονικές της καταβολές και δόξες έζησε ανάμεσά μας αθόρυβα και σεμνά, αφήνοντας όμως ένα βαθύ αποτύπωμα αγάπης και καλοσύνης σε όλους εμάς, τους πρόσκαιρα… «περιλειπόμενους».
Για τον εκ Σφακίων γιατρό, επαναστάτη και διπλωμάτη παππού της, Γεώργιο Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκη (1852-1937), γαμπρό του μεγαλέμπορου και υποπροξένου της Ρωσσίας Μανούσου Μαυρατζά, ο οποίος κληρονόμησε τις επιχειρήσεις του πεθερού του και μαζί την προξενική ιδιότητά του, έχουν γραφεί πολλά από έγκυρους ερευνητές, (Γ.Π. Εκκεκάκης, Γιάννης Παπιομύτογλου, Παναγιώτης Παρασκευάς, Εύα Λαδιά κ.α.). Δε χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Θα πούμε μόνο ότι ο σεμνός πατέρας της, Ξενοφών Χατζηγρηγόρης, ήταν ένα από τα έξι παιδιά του Γεωργίου Χατζηγρηγόρη και της Όλιας Μαυρατζάκη, και ότι η πρωτότοκή τους Ελένη-Ευαγγελία γεννήθηκε, μεγάλωσε και παρέμεινε έως τον γάμο της στο γνωστό αρχοντικό των Μαυρατζά-Χατζηγρηγόρηδων της οδού Αρκαδίου.
Λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου σημαντική, ήταν η εκ μητρός οικογένειά της. Η μητέρα της, Λιλή (Ελένη) Μαγριπλή, ήταν θυγατέρα του εκ Νεαπόλεως Λασιθίου Μανόλη Μαγριπλή, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως Νομάρχης σε διάφορες περιοχές της χώρας, και της εκ Χανίων Χρυσάνθης Μπόλαρη. Το ζευγάρι είχε αποκτήσει συνολικά 9 παιδιά, 6 κόρες και τρεις γιους, όμως το αξιοσημείωτο για εμάς, τους Ρεθεμνιώτες, είναι ότι τρεις από τις κόρες του εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο, όπου και δημιούργησαν τρεις από τις πιο καλλιεργημένες αστικές οικογένειες της πόλης: Η Λιλή με τον Ξενοφώντα Χατζηγρηγόρη. Η Μαρίκα με τον Ευάγγελο Νησιανάκη, τον γνωστό Φαρμακοποιό-Χημικό-Οινολόγο της οδού Αρκαδίου, από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια. Η Κατίνα με τον Στυλιανό Αληγιζάκη, επίσης γνωστό και ιδιαίτερα σεβαστό Νομίατρο. Οι ξένες γλώσσες, η μουσική παιδεία, η ζωγραφική και οι λοιπές πτυχές αστικής παιδείας και πνευματικής καλλιέργειας ήταν μέρος της άυλης προίκας που έφεραν οι θυγατέρες του Μανόλη Μαγριπλή.
Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση, για μιαν αναφορά στον σύγαμπρο του Ξενοφώντα και του Στυλιανού, τον Ευάγγελο Νησιανάκη, έναν άνθρωπο με προχωρημένη γνώση και χρήση των Γερμανικών, που υπήρξε από τους ιδρυτές του Ωδείου Ρεθύμνης, με μεγάλη συμμετοχή στην ανάπτυξη της Φιλαρμονικής και της μουσικής παιδείας στο Ρέθυμνο (και ο ίδιος άλλωστε έπαιζε όμποε) και ένας από τους πιο καλλιεργημένος Ρεθεμνιώτες. Στο περιβάλλον, το κλίμα και τη θαλπωρή αυτών κυρίως των τριών οικογενειών μεγάλωσε και ανατράφηκε η Μπούμπα.
Ώρα, όμως, να στραφεί στην ίδια ο λόγος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ίδιας, οι γονείς της, ο Ξενοφών και Λιλή, ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι, μιλούσαν πάντα γλυκά και τρυφερά μεταξύ τους, ήταν όμως αυστηροί γονείς, ιδιαίτερα μάλιστα με την ατίθαση πρωτότοκή τους.
Ο γράφων το παρόν ήταν τρία χρόνια νεώτερός της και γείτονάς της, καθώς μεγάλωσε στο πλαταιάκι της Βιτσέντζου Κορνάρου, πίσω από το αρχοντικό των Χατζηγρηγόρηδων. Μαθητής Γυμνασίου στη δεκαετία του ’50, ανακαλώντας στη μνήμη του την παλιά του γειτονοπούλα βρίσκει τα ακόλουθα, με αλφαβητική σειρά, προσδιοριστικά του χαρακτήρα της επίθετα: άμεση, ανάλαφρη, ανεξάρτητη, ανθρώπινη, άτακτη, ατίθαση, αφιλόδοξη, γελαστή (με εκείνο το χαρακτηριστικό τρανταχτό γέλιο της), εγκάρδια, εκδηλωτική, εκρηκτική, ευγενική, ευδιάθετη, εύθυμη, εύχαρη, ζωηρή, ζωντανή, ιλαρή, καλόκαρδη, καλοσυνάτη, καταδεκτική, κεφάτη, κομψή, προσηνής, πρόσχαρη, σεμνή, συμπαθητική, φιλάνθρωπη (ως αντώνυμο του μισάνθρωπη), φιλική, χαριτωμένη, χαρωπή. Κρίνοντάς την επιδερμικά, κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν ίσως και αμέριμνη, ανέμελη, επιπόλαιη. Τους διαψεύδει όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με τρόπο απτό και κατηγορηματικό.
Στα μαθήματά της στο Σχολείο ήταν επιλεκτική: πολύ καλή σ’ αυτά που αγαπούσε, αδιάφορη γι’ αυτά που δεν την άγγιζαν. Η συμμαθήτριά της στο Γυμνάσιο Άννα Βαλέργα το γένος Θεοδωράκη λέει πως ήταν πρώτη στη Χημεία. Αγαπούσε επίσης τον αθλητισμό και είχε διακρίσεις στους σχολικούς αγώνες. Ανώτερες σπουδές δεν πραγματοποίησε. Μετά το Γυμνάσιο, εργάστηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία, απ’ όπου παραιτήθηκε μετά τον γάμο της, στα 23 της χρόνια.
Ο γάμος της με τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, έναν από τους πλέον ανερχόμενους συμπολίτες, αποτέλεσε καθοριστικό σταθμό στη ζωή της. Δεν ήταν ένας εύκολος γάμος, αφού δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος άνθρωπος ο ίδιος ο Γ. Χ. Εντελώς διαφορετικός από τους ανθρώπους του οικογενειακού της περιβάλλοντος, γεννημένος και μεγαλωμένος στο αυστηρό, παραδοσιακό και ιερατικό περιβάλλον της φτωχής, αγροτικής εννεαμελούς οικογένειάς του παπα-Μανόλη Χαλκιαδάκη και της πρεσβυτέρας του Αγάπης, κατέβηκε στην πόλη, έκανε νωρίς την επανάστασή του και … άλλαξε ζωή. Πήρε το πτυχίο του δασκάλου αλλά δε διορίστηκε λόγω φρονημάτων. Προικισμένος με υψηλό επίπεδο ευφυίας και ασυνήθιστη δυναμικότητα, κοινωνικά προβληματισμένος, ιδίως κατά τη διάρκεια της θητείας στο μεγάλο σχολείο της Αντίστασης, δυναμικός, εργατικός, φιλόδοξος, διψασμένος να επιτύχει, με τις δικές του τις δυνάμεις, την επαγγελματική, επιχειρηματική, κοινωνική, αλλά και δημοσιογραφική και πολιτική του καταξίωση. Εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας από τον πεθερό του, τον μειλίχιο, αθόρυβο και ευγενή Ξενοφώντα, ο Γιάννης ρίχτηκε με πάθος να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του και να πραγματώσει τα μεγάλα σχέδια και όνειρά του.
Κι όπως συμβαίνει με πολλούς άνδρες, του γράφοντος μη εξαιρουμένου, το πάθος και η δίψα για τη δουλειά του, οι προοπτικές που ανοίγοντας μπροστά του, η μεγάλη γκάμα των δραστηριοτήτων και επιδιώξεών του, άφηναν λίγο, ελάχιστο χρόνο να ασχοληθεί με την οικογένειά του.
Η Μπούμπα παραδεχόταν την ικανότητα και τη δυναμικότητα του άνδρα της και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Αθόρυβα, «ανεπαισθήτως», πήρε όλο το βάρος πάνω της, πάλεψε επίμονα, με πολλά προβλήματα και δυσκολίες, αλλά δε λύγισε. Άντεξε και βγήκε θαυμαστά νικηφόρα στο τέλος. Η οικογένεια και η ανατροφή των παιδιών και των εγγονών της ήταν το μεγάλο της διακύβευμα, το περίτεχνο εργόχειρό της. Πραγματικό έργο ζωής.
Τη σοβαρότητα του χαρακτήρα της αλλά και τις ικανότητές της η Μπούμπα έδειξε όταν κλήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες ενός πρωτόγνωρου και ξένου ως εκείνη τη στιγμή ρόλου. Το φθινόπωρο του 1967 ο Γιάννης Χαλκιαδάκης συνελήφθη από την Ασφάλεια για τη συμμετοχή του στην αντιδικτατορική σύσκεψη της οργάνωσης «ΔΕΚΑ» στο Αγιασμάτσι και καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκισης, εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Αίγινας αλλά και Ρεθύμνου. Τότε η Μπούμπα, απροετοίμαστη, αμάθητη, ακάτεχη, μόνη και με τα παιδιά της μικρά, πήρε επάνω της τη λειτουργία και διαχείριση του Βιβλιοπωλείου-Χαρτοπωλείου της Μεγάλης Πόρτας. Ήταν συνταραχτική και αλησμόνητη για τον γράφοντα, βιβλιοθηκάριο τότε στη γειτονική Βιβλιοθήκη της Αγίας Βαρβάρας, η μελαγχολική και μοναχική φιγούρα της Μπούμπας μέσα στο εντελώς έρημο, διά τον φόβο των …Ιουδαίων, μαγαζί του Χαλκιαδάκη. Είναι να απορεί κανείς πού ήταν καταχωνιασμένα τα δημοκρατικά και ηρωικά αισθήματα της πλειοψηφίας ημών των Ρεθεμνιωτών εκείνες τις μέρες, αυτά τα ίδια που ως καταρράκτης πλημμύρισαν πόλη και χωριά αμέσως μετά, κατά την πτώση της Χούντας…
Στήριγμα για την ίδια και τα παιδιά της, εκτός από τους γονείς της, τα ζεστά σπιτικά των αδελφών Μαγριπλή, της Κατίνας και του Στ. Αληγιζάκη, της Μαρίκας και του Ευάγγ. Νησιανάκη.
Δεν είναι τυχαίο που η Μπούμπα κέρδισε με την καλοσύνη και την αγάπη της, με τη διαφορετικότητα, την κατανόηση και την υποστήριξή της, όλα της τα ανίψια από την οικογένεια του άνδρα της. Δεν είναι τυχαίο που όλα τη λάτρεψαν και κρατούν με γλυκύτητα την ακριβή της ανάμνηση.
Ούτε τυχαίο είναι που η Μπούμπα οικοδόμησε στέρεες και ισόβιες φιλίες. Σε μια από αυτές ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εδώ. Στους δρόμους Χατζηγρηγόρη και Κορνάρου, δίπλα στο πατρικό σπίτι της, βρισκόταν το οικοδομικό τετράγωνο της οικογένειας του Γιάγκου και της Ασπασίας Τσίχλη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Ασπασία, η εγγονή τους, κόρη του Ηλία και της Πολυξένης Παπαδάκη, το γένος Τσίχλη. Ήταν μια χαριτωμένη στην ψυχή και το σώμα Ρεθεμνιώτισσα, αριστούχος και σημαιοφόρος σε όλες τις βαθμίδες, από το Δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο, ένα πραγματικό διαμάντι, που ανεδείχθη πρωτοπόρος ερευνήτρια και τακτική καθηγήτρια στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (παραμένει δυστυχώς άγνωστη στη ρεθεμνιώτικη λογιοσύνη μας). Η Ασπασία παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ως Ασπασία Παπαδάκη-Βαληράκη πια. Γειτόνισσες και σχεδόν συνομήλικες, δέθηκαν με μια φιλία που κράτησε ως το θάνατο. Η Μπούμπα τη θαύμαζε την Ασπασώ και ήταν υπερήφανη για κείνην. Η φιλία τους έμεινε αλώβητη και αναλλοίωτη ως το θάνατο. Βρίσκονταν σε συνεχή και αδιάλειπτη επικοινωνία. Ιδιαίτερα όταν η Ασπασώ κτυπήθηκε από την επάρατη, η Μπούμπα υπέφερε και έκανε συχνά ταξίδια στην Αθήνα για να στηρίξει και να απαλύνει τον πόνο της αγαπημένης της φιλενάδας. Την έκλαψε και την πόνεσε ως αδελφή της. Ναι! Είχε περίσσευμα αγάπης και καλοσύνης η Μπούμπα!!!
Όσοι βρεθήκαμε στην εξόδιο ακολουθία της στους Τέσσερις Μάρτυρες τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου, ζήσαμε ανεπανάληπτες στιγμές. Αυτό το βαθύ αποτύπωμα αγάπης και καλοσύνης, που μας άφησε η Μπούμπα, πλημμύρισε τον Ναό. Ο συγκλονιστικός επιτάφιος οδυρμός και θρήνος του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού ζυμώθηκε με τα αισθήματα που κατάκλυζαν τις καρδιές μας και τον αποχαιρετιστήριο των οικείων της.
«Καλό σου ταξίδι. Μας έδωσες πολλά, περισσότερα απ’ όσα μπορούσες να φανταστείς στη ζωή σου. Ήσουν πέρα και πάνω απ’ όλα άνθρωπος της προσφοράς. Αυτό νοηματοδοτούσε τη ζωή σου», της είπε ο Μανόλης της.
«Σε ευχαριστούμε για όλα όσα ήσουν και έκανες. Σ’ ευχαριστώ που στάθηκες για τόσα χρόνια πρότυπο για εμένα», της ψιθύρισε η Έλλη της Άβας της.
«Ήταν μια σταθερά στη ζωή μου. Αφήνει ένα κενό που δεν ξέρω αν μπορεί να καλυφθεί… ή αν θέλω να καλυφθεί», της ψέλλισε ο Νικόλας του Μανόλη της.
«Γεια σου, Μπούμπα», της σιγοψιθυρίσαμε όλοι μας, με ένα αλγεινό χαμόγελο αποτυπωμένο στα πρόσωπά μας, «κέρδισες και με το παραπάνω το μεγάλο στοίχημα που είχες βάλει». Και ήμαστε σίγουροι ότι, εκείνη την ιερή στιγμή, θα κατένευε συγκινημένος και περήφανος από το φευγάτο «Άνω Ρέθυμνο» ακόμα και ο δύσκολος, απαιτητικός και τελειοθήρας Γιάννης Χαλκιαδάκης.
Και τότε, μου ήρθε η απάντηση στα ερωτήματα που καιρό πριν τριγούνιζαν το μυαλό μου: Γιατί να υιοθετήσει και να ταυτιστεί αυτή η γυναίκα μ’ αυτό το παράξενο και ακατάληπτο «Μπούμπα». Δεν την έφτανε το όνομα των Χατζηγρηγόρηδων; Ήταν λίγο το όνομα του Χαλκιαδάκη, που ήλθε φτωχός στο Ρέθυμνο από τις Ατσιπάδες για να δημιουργήσει μια επιτυχημένη εφημερίδα και να δώσει ένα ηχηρό κοινωνικό παρόν στην πόλη μας; Πώς έγινε και μια γυναίκα που δεν έδειχνε να διαθέτει «ιδιαίτερα προσόντα», εκείνα που κάνουν τους ανθρώπους να φαίνονται σπουδαίοι, μια γυναίκα που αγνόησε την αίγλη της οικογενειακής της δόξας, πώς έγινε και αυτή η γυναίκα προκάλεσε τέτοια αισθήματα αποδοχής, θαυμασμού και καταξίωσης;
Θυμήθηκα τότε το απλοϊκό, ανώνυμο δίστιχο:
«Η καλωσύνη, είπε η γιαγιά, μονάχα η καλωσύνη.
όλα στον κόσμο χάνονται, μόνη απομένει εκείνη».
* Ο Μιχάλης Τζεκάκης είναι πρώην διευθυντής της Δημόσιας και της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου