Ο μεγάλος χρονογράφος της εποχής του, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, δικηγόρος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης είναι εκείνος που μας έδωσε γλαφυρές εικόνες από παλιά Καρναβάλια.Δε δίσταζε μάλιστα να συμπεριλάβει και λεπτομερείς περιγραφές από χειρονομίες,όπως και εκφράσεις που σήμερα θα χρειάζονταν αρκετό θάρρος…
-Όταν γράφεις ιστορία μου είπε κάποτε, απαντώντας σε σχετική απορία μου, οφείλεις να μην παραλείπεις τίποτα. Στο δικαστήριο όλα δεν λέγονται όταν πρέπει να υπερασπιστείς την αλήθεια; Έτσι και στο ιστορικό κείμενο παραθέτεις αυτολεξί όσα έχουν ιστορική αξία. Και δεν σε νοιάζουν τα σχόλια, αφού εσύ απλά δίνεις την ιστορική αλήθεια.
Ο αξέχαστος συμπολίτης που έγραψε ιστορία (σε πιάνει ζάλη όταν ανατρέχεις στην Εργογραφία του, που επιμελήθηκε ο πολύτιμος Γιάννης Παπιομύτογλου) δεν περιορίστηκε μόνο στην πόλη, αλλά ποτέ δεν ξέχασε αναφορές και ανάδειξη λαογραφικών στοιχείων από το χωριό. Αργότερα βλέπουμε να κάνει το ίδιο, στον τοπικό τύπο ο επίσης σημαντικός λαογράφος Εμμ. Φραγκεδάκης γιατρός.
Αναφέρει σχετικά ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης, για κάποιες απόκριες στο δικό του χωριό στο Βάτο Αγίου Βασιλείου:
«Πολλές φορές συλογούμαι, πως άλλοι καιροί ήταν τότες που ήμουν παιδί. Όχι οι σημερινοί με τις πολλές σκοτούρες της μιζέριες και τις στενοχώριες τους. Γιατί, κατά το φανή, η ζωή ήταν πιο απλή χωρίς πολλές ανησυχίες, χωρίς πολλές επιδιώξεις. Λίγοι φεύγανε από το χωριό μου για τέχνες και λιγότεροι για σχολεία. Οι άλλοι πέφτανε στο Άγιο χώμα της Κρήτης, το δουλεύανε και κείνο τους έθρεφε φιλόστοργα. Τα παιδιά διαδέχονται τους πατεράδες στα χωράφια στ’ αμπέλια, στα πρόβατα, έκαναν κι αυτά δικά τους, κ η βιβλική ζωή συνεχιζόταν μέχρι που φτάσαμε στις τραγικές μέρες τις δικές μας.
Γι’ αυτό και το κέφι, όταν ερχόταν η ώρα του, ήταν άφθονο, αυθόρμητο και άδολο.
Μα τα Σαββατοκύριακα της Τυρινής ήταν πάνδημο πανηγύρι. Γέροι, γριές, φτωχοί και πλούσιοι, άνθρωποι αμίλητοι τον άλλον καιρό, κι άλλοι που δεν τους είδα να γελάσουνε ποτές, γίνονταν αγνώριστοι. Φώναζαν, τραγουδούσαν, ντυνόντουσαν μασκαράδες και η τελευταία Αποκριά, η καθαρή Δευτέρα και πολλές φορές και η καθαρή Τρίτη, περνούσαν με όλο χωριό στο πόδι του γλεντιού και της χαράς.
Και κείνου του χρόνου οι Απόκριες πέρασαν όπως κι άλλες. Μόνο εμείς στο σπίτι μας, είχαμε πένθος λίγος καιρός ήταν που είχε πεθάνει ο πατέρας της μητέρας μου, που ήταν από άλλο χωριό, κι έτσι δειπνήσαμε το βράδυ της Τυρινής, κάναμε και απόδειπνο, ύστερα το σταυρό μας, και κοιμηθήκαμε, ακούγοντας το μακρινό αντίλαλο της αποκριάτικης κραιπάλης, που έκαναν οι χωριανοί μαζεμένοι στο κάτω Αλετριβιδιό, που ήταν ευρύχωρο και τους χωρούσε όλους, για το χορό και για τα αστεία παιχνίδια της βραδιάς.
Το πρωί που ξυπνήσαμε, δε γινότανε βέβαια ο θόρυβος της νύχτας, μα πάλι δεν είχε πάψει ολότερα. Στη μεσοχωριά ακουγόταν λύρα που έπαιζε και μαντινάδες.
Κι εγώ με τον πατέρα μου, πήγαμε στο αμπέλι μας, που είναι απέναντι στο χωριό, Σκουτάρα λένε το κατατόπι. Εκείνος, ένας ωραίος άντρας, ψηλός και λεβέντης, πιο ωραίος απ’ όλους τους χωριανούς, που κι αυτοί ήσανε σπάνια δείγματα Κρητικής ράτσας έκανε δουλειά. Εμένα με πήρε προφανώς για να μην ανησυχώ στο σπίτι να υπερυφανευόμουνα, γιατί πίστευα πως ήμουνα μεγάλος και πήγαινα να τον βοηθήσω. Ετσι όπως είμαστε απασχολημένοι, ο πατέρας μου με τη δουλειά, κι εγώ με το παιχνίδι που έκανα με μερικά αρνάκια που είχαμε εκεί, είδαμε στην έξοδο του χωριού μας στον κεντρικό δρόμο που είναι έξω από τη βυζαντινή εκκλησία του αγίου Νικολάου, μερικούς χωριανούς μας πεζούς που λυροπαίζανε και τραγουδούσαν, κι είχανε στη μέση τους καβαλάρη, σ’ ένα μαύρο γάιδαρο μεσοψοφισμένο από την κακοπέραση, επίσης ένα χωριανό μας, που τραγουδούσε κι αυτός φώναζε. Ο γάιδαρός του, παρά την κακοπέραση και την αδυναμία του, έτρεχε και χλιμιντρούσε και καμιά φορά κατάβαλε προσπάθεια ακόμη και να γκανίσει.
Αυτός ο χωριανός μου, ο καβαλάρης λεγότανε Καμνής. Νύχτα έφευγε από χωριό και νύχτα γύριζε. Είχε οικογένεια και παιδιά, μια μέρα δεν τα είδε ποτές. Δούλευε όλο στα χωράφια, κι ολομόναχός του.
Δώδεκα χρόνια εδαπάνησε για να χρίση έναν τοίχο σ’ αμπέλι του και τώρα φαίνεται σαν το Κυκλώπειο τεύχος. Κι άλλες πολλές δουλειές έχει κάνει, ελαιόδεντρα έχει φυτέψει, σπιτάκια έχει οικοδομήσει σ’ ερημιές που είχε περιουσία, κι όλα θα φαίνονται στον αιώνα τον άπαντα.
Ο Καμνής, ήταν ο άνθρωπος στο χωριό, που ζούσε μόνο με τον εαυτό του. Καμιά παρέα ούτε και κουβέντα έκανε ποτέ στη ζωή του, οξω από τον χαιρετισμό του θεού.
Τούτος λοιπόν ο παράξενος χωριανός περνούσε το πολύ πρωί της καθαρής Δευτέρας, από τη μεσοχωριά και πήγαινε κάπου να δουλέψει. Μα εκεί του έτυχεν ο πειρασμός. Οι χωριανοί που ξενυχτίσανε στο γλέντι, τον αιχμαλωτίσανε μαζί με τον γάιδαρό του, τους βάλανε μέσα σε ένα καφενείο και τους πότισαν άφθονο κρασί. Στου ζώου το στόμα έβαλαν με ένα χωνί και το θαύμα έγινε. Ο αμίλητος Καμνής, φώναζε τώρα χαρούμενα προσπαθώντας να τραγουδήσει, πάνω στο γάιδαρο καβαλάρης και το υποζύγιο του πήρε δύναμη και ζωή από το πιοτό, ξύπνησαν τα νεύρα του, θυμήθηκε παλιές καλές μέρες και από κει που ήτανε ψόφιος, τώρα χλιμιντρούσε κι έτρεχε και τα πόδια του μπέρδευε τόσο που θα ρίχνανε το αφεντικό τους, αν δεν τον κρατούσαν οι συνοδοιπόροι τους.
Σ ’αυτό το σκηνικό η παρέα, στο αμπέλι μας, στον γάιδαρο του Καμνή ήσαν φορτωμένοι εκτός από αυτόν μεζέδες και κρασί. Σκόλασαν τον πατέρα μου από τη δουλειά, που πολύ αστείο του φάνηκε το θέαμα του Καμνή και του γαιδάρου του, κι άρχισεν εκεί το φαγοπότι.
Σιγά-σιγά μαθεύτηκαν από στόμα σε στόμα τα γεγονότα του αμπελιού μας, κι έφταναν οι χωριανοί με φαγιά και πιοτά πατείς με πατώσε, ώσπου μαζεύτηκαν όλοι, και μέσα σε μια όμορφη και γλυκιά λιακάδα, και σε απέραντη χαρά και αγαλλίαση. Έτσι άνοιξαν εκείνο το χρόνο την Σαρακοστή με αδιάκοπο γλέντι. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο όμως του Καμνή.
Το πρωί της Καθαρής Τρίτης πήγε να πάρει το γάιδαρο του να πάει στην εξοχή μα τον βρήκε ψοφισμένο. Το πιο λιτοζώητο και πιο βολικό ζώο της οικουμένης που απέραντες πείνες και κακοπεράσεις μοιράστηκε με τον αφεντικό του χρόνια και χρόνια, τώρα ήταν νεκρό.
Σαν το έμαθαν οι χωριανοί και σήκωσαν τον γάιδαρο να τον πάνε στο ρυάκι της Λυνές, να τον πετάξουν να μην βρομήσει το χωριό. Και καθώς τον μετέφερναν συλλογισμένοι και οι άνθρωποι σαν να τον κλαίγανε, ο Θείος μου ο Ηλίας ένας έξυπνος χωρατατζής όταν έπινε λίγο κρασί (γιατί το πολύ τον χαλούσε), τους έκαμε κι έσκασαν στα γέλια γιατί αποδίδονταν πως έκλαιγαν του γάιδαρο και τους παρορούσε:
Ούλοι μας θα ποθάνωμε
κανείς δεν απομένει
ο γεις τον άλλον κλαίμενε
οι κακομοιριασμένοι».
Απόκριες στο Μοναστηράκι
Από τις πολύτιμες σημειώσεις του αείμνηστου δημάρχου Ρεθύμνου και λόγιου Δημήτρη Αρχοντάκη, είναι και κληροδοτήματα μνήμης, όπως κάποιες απόκριες στο χωριό του Μοναστηράκι.
Αναφέρει σχετικά:
«Από τις Απόκριες στο Μοναστηράκι έχω επίσης άμεσα βιώματα, ξέρω όμως και από τον παππού μου και άλλους σύγχρονούς του, ότι εκτός από την παρέα των συνήθως μασκαρεμένων που περιερχόταν τραγουδώντας τα σπίτια του χωριού, παλιότερα έκαναν και είδος αθλητικών αγώνων και έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της περιοδεύουσας παρέας συχνά γινόταν αγώνας οινοποσίας, που ξεκινούσε με μια προσωπική πρόκληση ενός κωμαστή προς ένα άλλο: «Θα σε κάμω να πεις «βίκο»!. Η πρόκληση γινόταν αποδεκτή και οι δυο συμπότες έκτοτε έπιναν την ίδια ποσότητα κρασιού μέχρι τελικής πτώσεως. Παρευρέθηκα σε μια τέτοια οινομαχία, που έληξε όταν ο ένας μονομάχος δήλωσε «βίκο»!, σηκώθηκε τρεκλίζοντας και κατευθύνθηκε υποβασταζόμενος προς το σπίτι του, κάτω από τα εύθυμα σχόλια των υπόλοιπων κωμαστών.
Στα ομαδικά γλέντια, με τη βοήθεια και του εξαίρετου αμαριώτικου κρασιού, οι άνθρωποι εκφραζόταν απροκάλυπτα, «εκ βαθέων».
Ομαδικά παιχνίδια και αυτοσχέδιοι αγώνες γινόταν κανονικά την Καθαρά Δευτέρα στην πλατεία του χωριού. Δεν τα πρόφτασα, αλλά από διηγήσεις ξέρω ότι τα κυριότερα ήταν:
- «Το Καράβι». Ήταν διελκυστίνδα, δύο ισάριθμες ομάδες διεκδικούσαν ένα μακρύ ξύλο (μια τέμπλα) αντί για το χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται σήμερα στους αγώνες.
- «Το Τόπι». Παιζόταν από πέντε άτομα. Τα τέσσερα σχημάτιζαν ένα κύκλο και το πέμπτο έμπαινε στη μέση. Οι τέσσερις πετούσαν ο ένας στον άλλο ένα σφιχτοδεμένο δεμάτι χόρτα και ο μεσαίος έπρεπε να καταλάβει εγκαίρως για ποιον προοριζόταν και να προλάβει να το αρπάξει στον αέρα. Αν το πετύχαινε, ήταν υποχρεωμένος αυτός που το πέταξε να τον σηκώσει στην πλάτη του και να κάνει το γύρο της πλατείας υπό τους καγχασμούς των θεατών.
- «Το Βόλι». Κανονικός αγώνας, όπως σήμερα.
- «Ο Αγγελικός Χορός». Μια δεκαριά άτομα, τα πιο ρωμαλέα, έπιαναν στον χορό αγκαλιασμένα σφιχτά σ’ ένα κύκλο. Πάνω στους ώμους τους ανέβαιναν άλλοι τόσοι πατώντας καθένας στους ώμους δύο διπλανών και σχημάτιζαν και αυτοί αγκαλιασμένοι ένα σφιχτό κύκλο. Το ζητούμενο ήταν πόση ώρα θα σήκωναν οι από κάτω τους από πάνω και να χορεύουν κιόλας και πώς θα κρατούσαν οι από πάνω την ισορροπία τους. Ήταν είδος επίδειξης αντοχής και ισορροπίας.
- Οι «Αμάδες». Το γνωστό παιχνίδι επιδεξιότητας.
- «Ποταμός». Ένας διασκεδαστής έσκυβε μέχρι ν’ ακουμπήσουν τα δάχτυλά του στη γη. Ο επόμενος τρέχοντας ακουμπούσε τα χέρια του στην πλάτη του πρώτου, πηδούσε πάνω απ’ αυτόν και έπαιρνε τη στάση του πρώτου μπροστά του. Το ίδιο ο τρίτος, όλοι στη σειρά μέχρι που ο πρώτος γινόταν τελευταίος. Τότε επαναλάμβανε τον κύκλο μέχρι να έρθει πάλι τελευταίος και ούτω καθεξής».
Ένα ακόμα κληροδότημα μνήμης από τον Δημήτρη Αρχοντάκη που αναδεικνύει ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της Λαογραφίας μας όπως είναι τα παιχνίδια της Αποκριάς.
Οι λεράδες στα χωριά
Θ’ αλλάξουμε όμως τώρα οδηγό, καθώς θέλουμε να δούμε πως διασκέδαζαν τις Απόκριες στα χωριά του νομού μας. Ο Κώστας Ξεξάκης θα μας πάρει έξω από το Ρέθυμνο για να ζήσουμε στην ύπαιθρο του νομού «Τσι Μεγάλες Αποκρές που κουζουλαίνονται κι οι γρες».
Και μας τις περιγράφει σε συνέντευξη που μου παραχώρησε κάποτε, σχετικά με το θέμα, με τον γνωστό του, γλαφυρό τρόπο, έτσι όπως τις ζούσε στα δικά του παιδικά χρόνια:
«Οι μικρές Αποκρές, είναι τις παραμονές του Σαραντάημερου και οι μεγάλες πριν τη μεγάλη Σαρακοστή.
Οι μεγάλες αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη με το σφάξιμο του χοίρου είτε του Μαρτί (χρονιάρικο οικόσιτο αρνί) που ανατρέφει ο κάθε νοικοκύρης ειδικά για τις αποκρές.
Όλοι οι νοικοκύρηδες έχουν φροντίδα για το μαρτί τους να βγει οκάδες πολλές και ότινος «βγει» πάνω από είκοσι οκάδες να το διαφημίζει με υπερηφάνεια».
Από μέρες πριν τις Απόκριες τα κοπελάκια είχαν γίνει ανυπόφορος μπελάς για τον μπαμπά των.
«Πότε μπαμπά θα πας στη χώρα;
Κι ο λόγος ήταν:
«Να μου πάρεις μια μουρίδα».
Κάμποσα παιδιά ήταν τυχερά. Ο μπαμπάς έφερνε μια δυο μάσκες από τη χώρα. Ύστερα μαζεύονταν όλα κάπου κι άρχιζαν τις προετοιμασίες πως θα ντυθούν «Λεράδες». Θα φορούσαν δηλαδή κουδούνια.
Από τους κουραδάρηδες του χωριού εδανείζονταν κάμποσα λέρια, είτε μερικά παιδιά είχαν δικά των φυλαγμένα για την περίπτωση αυτή. Εστολίζοντο με παλιόρουχα φανταχτερά ανδρικά είτε γυναικεία.
Οι Λεράδες ήταν σημαντικό γεγονός, που το περίμεναν με αγωνία, όλο το χρόνο, αλλά και οι μεγάλοι για να γελάσουν κι αυτοί.
Η πρώτη εμφάνιση γινόταν την Τσουκνοπέμπτη είτε την Κρέτινη Κυριακή.
Το τσούρμο των Λεράδων είχε κάποια ορισμένη τάξη στη σύνθεσή του. Κύριο πρόσωπο – πρωταγωνιστής – Αρχηγός ήταν ο «Αράπης», αυτός φορούσε μια κατάμαυρη μασκάρα. Ήταν ο πιο φανίσιμος μεγαλόσκυλος και κεφάτος. Μόνο ο Αράπης φορούσε πολλά κουδούνια -λέρια μικρά και μεγάλα.
Ήταν όλα περασμένα σε ένα σκοινί που το ‘χε ζωσμένο στη μέση του. Οι αποδέλοιποι φορούσαν πολύχρωμες και φανταχτερές μασκάρες κι ένα δυο μικρά κουδούνια και παρίσταναν άλλος τον ντελικανή, άλλος τη γριά άλλος τον γιατρό, τον κουτσό κ.λπ.
Στους δρόμους που περνούσαν ο Αράπης εταρακουνούσε τα κουδούνια του, που χτυπούσαν δαιμονισμένα κι οι άλλοι θορυβούσαν όσο μπορούσαν περισσότερο και τα μικρά παιδιά τρομοκρατημένα, επαραμέριζαν και μετά ακολουθούσαν όλα μαζί ένα τσούρμο.
Οι κουδουνάδες ή λεράδες, μας πληροφορεί ο Νίκος Ψιλλάκης, σε μια περίφημη μελέτη του, απαντώνται σε όλη σχεδόν την Κρήτη και αποτελούν μια από τις πιο συνηθισμένες μεταμφιέσεις των κατοίκων ορεινών περιοχών του νησιού. Πρόκειται για ομάδες μασκαράδων που ντύνονται με δέρματα ζώων και φορούν κουδούνια, τα οποία χτυπούν συνήθως ρυθμικά, στους σκοπούς των αποκριάτικων χορών. Τα κουδούνια αποτελούν σύμβολα ιεράρχησης των μελών του αποκριάτικου θιάσου, καθώς ο επικεφαλής κάθε ομάδας (ονομάζεται και Αράπης) φορά περισσότερα κουδούνια από τους υπόλοιπους.
Μια τρελή-τρελή παράσταση
Έμπαιναν λοιπόν οι Λεράδες, αράδα στα σπίτια κι εκεί έδιναν μια τρελή παράσταση. Χόρευαν δηλαδή κι πηδούσαν όλοι μαζί. Ο Αράπης ταρακουνούσε τα κουδούνια του και φοβέριζε γύρω-γύρω, οι άλλοι ούρλιαζαν, κάποιος έπεφτε κάτω «άρρωστος» και τον παραλάβαινε ο γιατρός, άλλος διπλάρωνε τη γριά κι ο καθένας έκανε κι ένα νούμερο που ταίριαζε στην εμφάνισή του.
Στο τέλος έβγαζαν τις μουρίδες εξεμασκαρώνοντο και «Για ξάνοιξε του λόγου σου, ποιος είναι τουτοσές». Ακολουθούσε κέρασμα, κρασάκι, μυζηθρόπιτες κι άλλα αποχερίδια.
Έτσι με το σαματά των Λεράδων άναβαν τα αίματα για να καταλήξουν το βράδυ μικροί μεγάλοι στο χορό που εστελιώνετο σε κάποιο ευρύχωρο σπίτι, είτε συνηθέστερα στο σχολείο, όπου μαζευόταν όλο το χωριό και ξενυχτούσαν γλεντοκοπώντας.
Όπως βλέπουμε και στις αναμνήσεις του Κώστα Ξεξάκη ούτε η φτώχεια ούτε η αβεβαιότητα που ταλάνιζε τους ανθρώπους ήταν απαγορευτικές στα γλέντια και στην ανάγκη για λίγη διασκέδαση.
Και με μπροστάρηδες τα παιδιά «έκλεβαν» και οι μεγάλοι μια του χάρου τις Μεγάλες Αποκρές …Μήπως και σήμερα έτσι κάπως δεν γίνεται;
Είναι πολλές ακόμα οι μνήμες παλιάς Απόκριας που διασώζει και η προφορική παράδοση. Και θα μας χαρίσουν ένα ακόμα απολαυστικό οδοιπορικό σε επόμενο φύλλο μας.
Πηγές:
Μιχαήλ Μυρ Παπαδάκι «Απόκριες του καλού καιρού» Εφημερίδα «Το Βήμα» Κυριακή 15 Μαρτίου 1959.
Δημήτρη Αρχοντάκη: Απόκριες στο Μοναστηράκι
Εύας Λαδιά: Συνέντευξη του Κώστα Ξεξάκη για την αναβίωση αποκριάτικων εθίμων στο χωριό του.