Κάθε χρονιά τσ’ απόκριες, η σκέψη ξεστρατίζει
στα χρόνια μου τα παιδικά, ο νους μου τριγυρίζει
κι η νοσταλγία γίνεται, θάλασσα και με πνίγει,
καθώς θυμάμαι όμορφες στιγμές που έχουν φύγει.
Λεφτά δεν είχαμε ποτέ, στολή να αγοράσω
κι έπρεπε μ’ ό,τι έβρισκα να αυτοσχεδιάσω.
Η μάνα άνοιγε λοιπόν, μπαούλα και κασέλες
και ξέθαβε φορέματα, καπέλα και κορδέλες.
Στα παιδικά τα μάτια μου, σαν θησαυροί φαντάζαν,
λίγα παλιά υφάσματα, λούσα ακριβά μου μοιάζαν.
Κι η φαντασία οδηγός, της έδειχνε τον τρόπο
και μασκαρά με έντυνε, χωρίς περίσσιο κόπο.
Κι ύστερα όλα τα παιδιά, με τι χαρά θυμάμαι,
στα σπίτια τα γειτονικά, τις πόρτες να χτυπάμε.
Τους σπιτονοικοκύρηδες, όπως κρυφογελούσαν,
οι μάσκες ποιους να έκρυβαν, ‘κάναν πως απορούσαν.
Γεμίζαμε τις τσέπες μας, μ’ ό,τι μας είχαν δώσει,
πάντα μουγκοί μην ακουστεί, φωνή και μας προδώσει.
Και βγαίνοντας γελούσαμε, που ‘χαμε καταφέρει,
ποιούς έκρυβαν οι μάσκες μας, κανείς τους να μην ξέρει.
Θε μου και να γινότανε, έστω για λίγο μόνο,
να ‘χα τη δυνατότητα, να γύριζα το χρόνο.
Με τα παιδιά στις γειτονιές, πάλι να τριγυρίσω,
απόκριες μιας εποχής, παλιάς να ξαναζήσω.
Χαρά Παπιομύτογλου -Παλάσση