Δεδομένα σχετικής έρευνας του ομότιμου καθηγητή του Π.Κ. κ. Μηνά Σαματά. Επιλεκτική παρουσίαση-σχόλια: ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΤΖΕΚΑΚΗΣ.
Μέρος Γ’
Στο Α’ και Β’ μέρος αυτού του άρθρου επιλέξαμε και σχολιάσαμε, με βάση τη σχετική με τον «ύπερθεν» τίτλο έρευνα του Ομ. Καθηγητή της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Π.Κ. κ. Μηνά Σαματά, απόψεις του διδακτικού προσωπικού που υπηρετεί στις Σχολές του Π.Κ. στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο σχετικές με τη λειτουργία των Σχολών τους, τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Αναδείχθηκαν, έτσι θέματα όπως: οικογενειακά δεδομένα, κατοικία, μόνιμη ή περιστασιακή διαμονή, ποιότητα ζωής, σχέση διδακτικού προσωπικού με την τοπική κοινότητα, προβλήματα που επηρεάζουν το διδακτικό και ερευνητικό τους έργο, συνθήκες και αισθήματα ασφάλειας και ικανοποίησης στην επιτέλεση του διδακτικού και ερευνητικού τους έργου. Στο σημερινό Γ’ και τελευταίο μέρος του άρθρου μας θα επικεντρωθούμε σ’ αυτά που θεωρούμε ως μείζονα ζητήματα, τονίζοντας ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με την πόλη μας, το αγαπημένο μας Ρέθυμνο.
Το διδακτικό προσωπικό
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι δύο κύριοι και καθοριστικοί παράμετροι-δείκτες ενός σοβαρού Πανεπιστημίου σχετίζονται με την ποιότητα του διδακτικού προσωπικού από το ένα μέρος και των φοιτητών-τριών από το άλλο. Ειδικά για το μείζον θέμα της ποιότητας του διδακτικού προσωπικού θα θέλαμε να κάνουμε ορισμένες προσωπικές παρατηρήσεις.
(α) Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής ότι εμείς οι απ’ έξω κοινοί πολίτες ή φίλοι, το κοινωνικό πλαίσιο, τέλος πάντων του Π.Κ. στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, θα πρέπει να μιλούμε ελάχιστα και με μεγάλη λεπτότητα όταν θίγουμε αυτό το θέμα. Δεν έχουμε δικαίωμα ούτε να μιλούμε ούτε να κρίνουμε την όποια επάρκειά του. Για το λόγο αυτό στο άρθρο μας θίξαμε ακροθιγώς ή αποφύγαμε, εντελώς, να αναδείξουμε, αν και υπάρχουν τέτοια, σημεία της έρευνας, που σχετίζονται με αυτή την κρίσιμη παράμετρο.
(β) Το Πανεπιστήμιο, γενικά, αποτελεί μια πολυσύνθετη, πολύπτυχη και πολυποίκιλη οντότητα. Είναι κάπως παραπλανητικό να υποστηρίζουμε ότι ένα Πανεπιστήμιο και μάλιστα όπως το διαιρεμένο σε δύο πόλεις Π.Κ., είναι στο σύνολό του άριστο, μέτριο ή κακό. Κάποια τμήματα ή μονάδες του μπορεί να είναι άριστα, κάποια μπορεί να είναι μέτρια και κάποια μπορεί να είναι κακά. Προσωπικά κουμπώνομαι όταν ακούω ότι το Π.Κ. έχει την α, τη β, ή τη γ’ θέση ανάμεσα στα άλλα ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια της Δύσης. Αυτού του είδους οι πρωτιές και οι γενικεύσεις δεν πρέπει να μας εφησυχάζουν, ούτε εμάς ούτε τις αρχές του Π.Κ. Μιλώντας ιστορικά για τις Σχολές του Ρεθύμνου μπορούμε να πούμε ότι η Φιλοσοφική Σχολή, από τις τάξεις των πρώτων οργανωτών και διδασκόντων-σων της οποίας πέρασαν, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια (1979-1987) λειτουργίας της, πρόσωπα, πανελλήνιας ή και διεθνούς ακόμα εμβέλειας και απήχησης, απετέλεσε πρωτοπορία για τα Ελληνικά δεδομένα εκείνων των χρόνων. Η απουσία οραματιστών του ύψους του Μανούσου Μανούσακα, του Νίκου Παναγιωτάκη, του Γρηγόρη Σηφάκη, του Νίκου Σβορώνου, του Γιάννη Καμπίτση, του Πέτρου Θέμελη κ. α. είναι δυστυχώς εμφανής στις σχολές και τα τμήματα του Ρεθύμνου. Να γίνω ξεκάθαρος πάλι: λέγοντας αυτά, δεν παραγνωρίζω ούτε αγνοώ την παρουσία και σήμερα σοβαρών διδασκόντων και ερευνητών στην πόλη μας. Ευτυχώς κυκλοφορούν ανάμεσά μας και σήμερα σοβαρές και αξιόλογες παρουσίες και η πόλη, όλοι εμείς, όχι μόνο ο Δήμαρχος, θα πρέπει να τους εντοπίσουμε, να τους ακούσουμε, να σταθούμε πλάι τους. Επιβάλλεται, βεβαίως, να μιλάμε με τον πρύτανη και τους αντιπρυτάνεις, αλλά, ευτυχώς ή δυστυχώς, το στοίχημα δεν κερδίζεται μόνο μ’ αυτούς. Μη γελιόμαστε∙ στους ώμους και στην ποιότητα του διδακτικού προσωπικού πέφτει το βάρος.
Ιδιαίτερα ως προς το μείζον ζήτημα της διαμονής και παρουσίας του διδακτικού προσωπικού, η έρευνα αναδεικνύει μια σημαντική διαφορά υπέρ του Ηρακλείου. Βέβαια η φύση των Σχολών στο Ηράκλειο, τόσο της Ιατρικής, όσο και των Θετικών Επιστημών επιβάλλει αντικειμενικά τη διαρκή παρουσία διδασκόντων και ερευνητικού προσωπικού. Ο αντικειμενικός αυτός λόγος όμως δεν πρέπει να μας καθησυχάζει. Έτσι κι αλλιώς αποτελεί σοβαρό πρόβλημα που απειλεί άμεσα την ποιότητα και τη σοβαρότητα του Πανεπιστημίου στην πόλη μας, ιδίως μετά το τέλος της πανδημίας. Πανεπιστήμιο και πόλη θα πρέπει να το κοιτάξει κατάματα.
Οι φοιτητές-τριες
Στο ζήτημα της ποιότητας των φοιτητών και τις επιδόσεις τους οι απαντήσεις του διδακτικού προσωπικού δίδουν ένα σοβαρό προβάδισμα στους φοιτητές των Σχολών του Ηρακλείου. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται και από μια άλλη έρευνα του κ. Μ. Σαματά για το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής των φοιτητών στο Ρέθυμνο: https://www.soc.uoc.gr/ereynes-gia-ti-scholi/diadiktyaki-ereyna-viotikoy-epipedoy, η οποία έδειξε ότι το 30% σχεδόν των φοιτητών-τριών στο Ρέθυμνο δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα, λόγω οικονομικής αδυναμίας. Φυσικά, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά λόγω της πανδημίας. Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή έρευνα «το προβάδισμα των φοιτητών στο Ηράκλειο οφείλεται και στο ότι τα Τμήματα ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών του Ρεθύμνου συνήθως προσελκύουν φοιτητές-τριες από οικονομικά ασθενέστερα στρώματα και χαμηλότερες επιδόσεις στο Λύκειο, συγκριτικά με τα απαιτητικά σε ακριβά φροντιστήρια και υψηλή επίδοση τμήματα θετικών επιστημών και ιδίως της Ιατρικής Σχολής. Όποια όμως κι αν είναι η αιτία αυτή δεν παύει το ζήτημα αυτό να αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά κύριο λόγο από τις Σχολές του Ρεθύμνου.
Η πόλη του Ρεθύμνου ως Πανεπιστημιούπολη σήμερα
Το γεγονός ότι το Ρέθυμνο αποδεικνύεται πόλη με υψηλό κόστος ζωής (ενοίκια, συγκοινωνίες, κατανάλωση) αποτελεί βασικό πρόβλημα, που αποθαρρύνει σημαντικά τη φυσική παρουσία των φοιτητών-τριών, αλλά και των διδασκόντων-σων στην πόλη φοίτησής ή εργασίας τους. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να προβληματίσει και τις αρχές του Πανεπιστημίου και τους ανθρώπους της τουριστικής μας πόλης. Είναι ανάγκη η πόλη μας να γίνει οικονομικά προσιτή στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Πρόβλημα δύσκολο, που όμως δεν πρέπει να το βάλομε κάτω από το χαλί.
Ως προς τις υποδομές θα πρέπει να πούμε ότι η έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στις συνολικές υποδομές του Πανεπιστημίου και δεν έδειξε σημαντικές διαφορές από την άποψη των διδασκόντων ανάμεσα στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Όμως για μια πόλη όπως το Ρέθυμνο που φιλοξενεί κυρίως τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές, οι υποδομές της πόλης που σχετίζονται με την παιδεία και τον πολιτισμό είναι το ίδιο σημαντικές όσο και οι υποδομές που διαθέτει εσωτερικά το Πανεπιστήμιο. Μιλούμε για τη Δημόσια Βιβλιοθήκη, την από το 2012 εκκρεμούσα αναπλήρωση του τελευταίου επιτυχημένου διευθυντή της, την υποστελέχωσή της, την αδυναμία της να αξιοποιήσει την πολύτιμη δωρεά του Γ. Π. Εκκεκάκη. Να το πούμε ξεκάθαρα: ο όποιος πρόεδρος δεν μπορεί, όσο κι αν προσπαθεί να αναπληρώσει τον τρόπο διεύθυνσης και παρουσίας του επιπέδου του Γ. Παπιομύτογλου. Μιλούμε για το παράρτημα των ΓΑΚ, που λειτουργεί με ένα ανειδίκευτο, αποσπασμένο από την εκπαίδευση υπάλληλο, σημαντική υπηρεσία που ουσιαστικά αποκεφαλίστηκε με την αποχώρηση της κ. Ασπασίας Παπαδάκη, μιλούμε για το ανοργάνωτο και χωρίς δυνατότητα πρόσβασης Αρχείο του Δήμου. Μιλούμε για τα Μουσεία της πόλης, τις αίθουσες και τους χώρους εκδηλώσεων κ.α. Η δόμηση του μεγάλου Αμφιθεάτρου, που πρόσφατα ξεμπλοκάρισε, ευελπιστούμε ότι θα συμβάλει στην όλη αναβάθμιση της πανεπιστημιούπολης, αλλά και των πολιτιστικών υποδομών της πόλης μας. Η καλύτερη αξιοποίηση του Ξενία ως υποδομής γέφυρας της πόλης και του Πανεπιστημίου είναι μεγάλο ζητούμενο.
Ο κορωνοϊός και οι επιπτώσεις του στο Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο
Είναι ευνοϊκή συγκυρία το γεγονός ότι η έρευνα του κ. Μ. Σαματά έγινε λίγο πριν ξεσπάσει το καταστροφικό τσουνάμι του Κορωνοϊού, το οποίο είχε ως άμεση συνέπεια να αποδυναμώσει καταλυτικά την ανάγκη της φυσικής παρουσίας στην πόλη τόσο του διδακτικού προσωπικού όσο και των φοιτητών. Όπως έχει λεχθεί και για πολλά άλλα ζητήματα που σχετίζονται με τη λαίλαπα αυτή, οι συνέπειες που δημιούργησε δεν θα εξαλειφθούν με την αποχώρησή του. Ήδη η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση έχουν δημιουργήσει εντελώς νέες συνθήκες διδασκαλίας που κάνουν ακόμα λιγότερο αναγκαία τη φυσική παρουσία του διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών-τριών ιδιαίτερα στις Σχολές του Ρεθύμνου. Όλα αυτά αποτελούν σοβαρές προκλήσεις και για το Πανεπιστήμιο και για την πόλη.
Προτάσεις
Η έρευνα καταλήγει με τις ακόλουθες προτάσεις που προσυπογράφουμε:
- Για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις δύο πόλεις:
– στενότερη συνεργασία του Π.Κ. με την Περιφέρεια και ΟΤΑ για περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες και διευκολύνσεις προς τους καθηγητές και φοιτητές, αλλά και αμοιβαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις, ιδίως το χειμώνα.
– Στέκι Διδασκόντων (Faculty club) Π.Κ. μέσα στις πόλεις Ηρακλείου και Ρεθύμνου.
- Για τον απαράδεκτα χαμηλό μισθό τους και το ακριβό κόστος μετακίνησης και διαβίωσης, οι διδάσκοντες ζητούν μισθολογικές αυξήσεις και σημαντικές εκπτώσεις στα αεροπορικά εισιτήρια, καταστήματα, σινεμά, θέατρα, πάρκινγκ, κλπ.
- Για τη σύσφιξη των σχέσεων Πανεπιστημίου και των δύο πόλεων να χρησιμοποιούν αμοιβαία τις υποδομές και τους πόρους τους, να υπάρχει συχνή διαβούλευση των Αρχών και να ζητείται η συμβουλευτική γνώμη του Πανεπιστημίου σε όλα τα θέματα της πόλης για τα οποία οι καθηγητές έχουν εξειδικευμένη γνώση.
Και ένα τελευταίο: Μην υποτιμούμε τα τμήματα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών. Μην τα βλέπομε ως το φτωχό συγγενή των Τμημάτων του Ηρακλείου. Οι δυνατότητές τους είναι μεγάλες. Ανταποκρίνονται σε ανάγκες το ίδιο σπουδαίες και ζωτικές όσο οι ανάγκες που καλύπτουν τα τμήματα των θετικών σπουδών. Την διαφορά την κάνει κι εδώ η ποιότητα. Εδώ δε χωρούν εκπτώσεις…
Σημείωση: τα ιστογράμματα των απαντήσεων της έρευνας είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα:
https://www.soc.uoc.gr/wp-content/uploads/2021/03/viotiko.pdf
(https://www.soc.uoc.gr/wpcontent/uploads/2021/03/didaskontes.pdf, της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών (ΣΚΕ)