Η περασμένη Κυριακή (12 Ιουνίου) ήταν μια μέρα με έντονο Ρεθεμνιώτικο χρώμα και γεύση. Αυτή κι αν ήταν Μέρα Ρεθύμνου. Το πρωί είχαμε το ετήσιο συναπάντημα της Έλλης Βότζη, της αλησμόνητης αρχόντισσας ιατρού. Ένας χρόνος που έκανε την απουσία της περισσότερο από αισθητή. Θυμηθήκαμε την Έλλη που αφιέρωσε τα πιο δημιουργικά της χρόνια στο Δημόσιο Νοσοκομείο. Την ανιδιοτελή υπηρεσία και φροντίδα της για την υγεία των Ρεθεμνιωτών. Σε εποχές που οι πλειονότητα των ιατρών προτιμούσε να ανοίγει ιδιωτικά ιατρεία, αυτή διάλεξε να μείνει στο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης και να το υπηρετήσει πιστά και ταπεινά. Θυμηθήκαμε ακόμα τη Ρεθεμνιώτισσα που δεν κλείστηκε ποτέ στον πολυζήτητο και περίοπτο επαγγελματικό και κοινωνικό ιατρικό κέλυφος για να απολαμβάνει την εκτίμηση και το θαυμαστικό δέος της τοπικής κοινωνίας. Μετά την υπηρεσία της στο νοσοκομείο, γινόταν ένα με μας, τους κοινούς Ρεθεμνιώτες. Ζούσε από κοντά και μοιραζόταν σαν απλός, κοινός και ομοιοπαθής πολίτης, τα προβλήματα, τις αγωνίες, τις ανασφάλειες και τους φόβους των συνανθρώπων της. Την Έλλη που ζώντας λιτά σ’ ένα κοινό απέριττο σπίτι δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό της, μα τα έδινε όλα για να απαλύνει τη φτώχεια και την ανημποριά των συμπολιτών της. Την Έλλη που παρακολουθούσε από κοντά τη ζωή και τα προβλήματα της πόλης, διαβάζοντας καθημερινά όλες τις ντόπιες εφημερίδες. Την Έλλη που με συγκινητικό πάθος προσπαθούσε να μεταδώσει σ’ όλη την πόλη την αειθαλή φιλοκαλική της διάθεση και ευαισθησία. Ναι η Έλλη είναι ένα πολύτιμο και αναπόσπαστο κομμάτι του Ρεθύμνου που θέλομε να κρατήσουμε, γιατί αν το χάσομε, γιορτές σας αυτές που κάνουμε για τις Μέρες Ρεθύμνου δεν θα έχουν πια κανένα νόημα. Σ’ ευχαριστούμε κυρία Έλλη γι’ αυτό που ήσουν και γι’ αυτό που μας έδωσες. Μας έκανες και μας κάνεις περήφανους.
Το βράδυ της ίδιας μέρας οι εραστές της πόλης και της ιστορίας της είχαμε μια ακόμα ευκαιρία να ξαναζωντανέψουμε το Ρέθυμνο της δεκαετίας του ’50. Παντέρμο, αφτιασίδωτο και μίζερο οικονομικά, όμως αρχοντικό μέσα στη φτώχεια του και πλούσιο σε ποιότητα ζωής και σχέσεων. Ήταν η παρουσίαση του βιβλίου της Άννας Σπ. Φιλιώτη: Ένα πιάνο στην παράγκα, που μας έδωκε πολλά και συγκινητικά ερεθίσματα. Η συγγραφέας του, γιατρός αιματολόγος είναι η κόρη των δυο αξέχαστων καθηγητών μας του Σπύρου Φιλιώτη και Δανάης Φιλιώτη. Το παρουσίασε με λογοτεχνική αρετή και παλμό η φιλόλογος Όλγα Κουμεντάκη, που με χαρά βλέπομε να ακολουθεί τα ίχνη του αξέχαστου πατέρα της του Γιάννη Κουμεντάκη, εκείνου του σεμνού πραγματικού δασκάλου, που ήξερε να κρύβει το καθόλου αμελητέο ποιητικό και λογοτεχνικό του τάλαντο, προτάσσοντας την αγάπη και το ζήλο του για το μεγάλο του πάθος, τους μαθητές του. Το Λύκειο των Ελληνίδων, που δεν αποτελεί μια απλή αίθουσα, αλλά πολύ περισσότερο μια παρέα γυναικών της πόλης, που, εις πείσμα των καιρών, ανανεώνει και εκφράζει αυθεντικά τη ρεθεμνιώτικη παράδοση, ήταν κατάμεστο.
Σπάνια, χώρος, οργανωτές, ομιλητές, θέμα, ακροατήριο δένουν με τέτοια πληρότητα. Πίσω από το βιβλίο, την παρουσιάστρια, τη συγγραφέα, την κόρη της (διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο), και τα λοιπά πρόσωπα της βραδιάς, κύριος πρωταγωνιστής ήταν το Ρέθυμνο της δεκαετίας του ’50, εκείνος ο φτωχός μα περήφανος συγγενής των δυο πλούσιων, και κάπου κάπου υπεροπτικών, γειτόνων του. Μας το επιβεβαίωσε η συγγραφέας. Πίσω από την ιστορία του ήρωα, ενός φτωχού παιδιού που ζούσε σε συνθήκες ακραίας ένδειας, στη Μαγκουφάνα, τη σημερνή αριστοκρατική Πεύκη και που κατάφερε να αναδειχθεί σε μεγάλο και διεθνούς εμβέλειας, πιανίστα, βρίσκονται οι ρεθεμνιώτικες εμπειρίες και μνήμες της. Η φτώχεια της δεκαετίας του ’50 στο Ρέθυμνο, που παρ’ όλ’ αυτά, πεισματικά κρατούσε τη φινέτσα του και την περηφάνια του. Η ευγενική και εμπνευσμένη μορφή της δασκάλας της στο πιάνο, της Φωφώς Ζαμπετάκη Λυρούδια. Ο ζήλος για τη μουσική παιδεία της αδελφής της μητέρας της, της αξέχαστης Ειρήνης Γρηγοριάδου. Τα μεγάλα όνειρα των φτωχών παιδιών του Ρεθύμνου και το πάθος τους για γνώση και κατάκτηση της ζωής. Οι κρυμμένες μέσα στη φτώχεια δυνατότητες μιας κοινωνίας που καρτερικά προσδοκούσαν την ευκαιρία, τον καιρό να ξεδιπλωθούν και να λάμψουν.
Και η αναμενόμενη ώρα τελικά ήλθε. Τα παιδιά του Ρεθύμνου άρχισαν να αναδεικνύουν το πλούσιο ταλέντο τους. Μόνο που, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο καιρός της άνθισης, της καρποφορίας και αναγνώρισης, όπως συνέβη και στον πιανίστα του βιβλίου, έγινε μακριά από τη γενέθλια γη, μακριά από τη Μαγκουφάνα, συγγνώμη το Ρέθυμνο ήθελα να πω. Τι πειράζει όμως. Η σπορά είχε γίνει σε κείνη τη φτωχή μα περήφανη πόλη.
Το τέλειωμα της βραδιάς ήταν ακόμα συγκινητικότερο και μοναδικά ρεθεμνιώτικο. Η συγγραφέας όχι μόνο χάρισε το βιβλίο στο ακροατήριο, που απνευστί παρακολούθησε την εκδήλωση, αλλά είχε και την αρχοντιά να τους προσκαλέσει όλους, μα όλους, στο κέντρο Πηγάδι, στην καρδιά της αγαπημένης μας πολιτείας. Εκεί μέσα στο αρχοντικά γενναιόδωρο και πλούσιο σε εδέσματα και αισθήματα τραπέζι, που μας παράθεσε η συγγραφέας και η οικογένειά της, είχαμε την ευκαιρία να σαρκώσουμε το Ρέθυμνο όπως το ζήσαμε και όπως πεισματικά θέλομε να κρατήσουμε.
Σ’ ευχαριστούμε, Έλλη Βότζη, σ’ ευχαριστούμε Σπύρο, Δανάη, Άννα (και βεβαίως Δανάη jr Φιλιώτη) γι’ αυτή την αξέχαστη μέρα. Ήταν κατεξοχήν Μέρα Ρεθύμνου.
* Ο Μιχάλης Τζεκάκης είναι πρώην διευθυντής της Δημόσιας και της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου