Δεν είχε περάσει μήνας από εκείνη την ημέρα που γράφτηκα στην 1η Λυκείου (3η Εξαταξίου) μέχρι το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 όταν κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Εκείνη την ιστορική στιγμή βρισκόταν στην έδρα ο αείμνηστος καθηγητής μας Μ. Μανουσάκης, που μας συμβούλεψε, ότι αν θα ακούσουμε, να ‘ρχονται αεροπλάνα, να φύγουμε αμέσως, να τρέξουμε και να βγούμε στο λόφο του Εβληγιά.
Τα μαθήματα συνεχίστηκαν κανονικά μέχρι το Μάιο του 1941, όταν άρχισε ο βομβαρδισμός και η πτώση των αλεξιπτωτιστών. Οι συμπολίτες έφευγαν για τα χωριά πατείς με πατώσε ή όπου αλλού έβρισκαν καταφύγιο, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους στο έλεος των ανελέητων βομβαρδισμών. Από την επόμενη ημέρα μετά από αυτά και άλλα εφιαλτικά γεγονότα έφταναν οι Γερμανοί στρατιώτες της Wermacht επάνω σε καμιόνια και εξαγριωμένοι έμπαιναν σε μιαν εγκαταλειμμένη, στοιχειωμένη πόλη – φάντασμα, που είχε καταντήσει ένα απέραντο ερείπιο. Πώς να βαδίσουν οι συμπολίτες στους δύσβατους μέχρι και αδιάβατους δρόμους με τα χαλάσματα και τα γκρεμισμένα ντουβάρια, αλλά και που να διαμείνουν. Τα περισσότερα σπίτια δεν ήταν κατοικήσιμα. Στην ερειπωμένη και ερημωμένη πόλη επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, όσα σπίτια διασώθηκαν και ήταν άδεια, όπως συνέβη και στο δικό μας. Σε τέτοιες δύσκολες ώρες ήταν ανέλπιστη ευκαιρία να βρει ο πατέρας, να νοικιάσει ένα εξοχικό σπίτι απέναντι από το σημερινό Νοσοκομείο. Όταν μετά από καιρό απομακρύνθηκαν τα μπάζα από τους δρόμους που είχαν συσσωρευτεί από τα γκρεμισμένα κτίρια και άρχισε μια ασήμαντη κυκλοφορία στους δρόμους, φάνηκαν να περιδιαβαίνουν και οι Γερμανοί στρατιώτες με συνοφρυωμένο βλέμμα, μανιασμένοι, αμίλητοι και βλοσυροί. Όποιος τους κοίταζε τότε με βλέμμα περιφρονητικό αλλά και καχύποπτο, έβρισκε τον μπελά του και πλήρωνε την αναίδεια και την αποκοτιά του με απάνθρωπο ξυλοδαρμό και κλωτσιές. Είχαν εξοργιστεί, γιατί δεν περίμεναν, ότι θα πάθουν στην Κρήτη τέτοια πανωλεθρία με τους χιλιάδες νεκρούς.
Εξ’ αυτού του λόγου και οι εκτελέσεις που ακολούθησαν στα χωριά, τις επόμενες ημέρες της Κατοχής, οι οποίες δημιουργούσαν στην πόλη ένα κλίμα αγωνίας, φόβου και ανησυχίας. Αυτό το εχθρικό, καταθλιπτικό περιβάλλον της γερμανικής κατοχής, γέννησε ένα αβυσσαλέο, παράφορο μίσος εναντίον του κατακτητή που δεν ξεπεράστηκε από τους κατοίκους της Κρήτης για πολλά ελεύθερα χρόνια αργότερα. Αν σ’ αυτό, το μαζικό πογκρόμ των εκτελέσεων προστεθεί και εκείνο το βάναυσο αναίτιο μαρτύριο με τη σύλληψη και τον ολοήμερο εγκλεισμό των συμπολιτών μας στη Σοχώρα, και στον περίβολο του Γυμνασίου Αρρένων, μεσούσης της Κατοχής, τότε εξηγείται αυτή η αξεπέραστη αντιπάθεια και το μίσος, που έτρεφαν τότε οι Ρεθεμνιώτες, όπως και όλοι οι Έλληνες, εναντίον των Γερμανών.
Μετά τον εκδημοκρατισμό της Γερμανίας και την διαπολιτιστική επικοινωνία, την διαρκή επαφή και τη στενή γνωριμία των δύο λαών και όταν πια έγιναν πασίδηλες και πασιφανείς οι έμφυτες σημαντικές αρετές και τα πολλαπλά χαρίσματα του γερμανικού λαού, όλες οι αλγεινές αυτές αναμνήσεις ξεπεράστηκαν και ξεχάστηκαν.
Ωστόσο πάντοτε θα παραμένει αναπάντητη η εύλογη απορία για ένα μυστήριο. Πως ένας λαός προικισμένος με τόσες αρετές, όπως μεθοδικότητα, φιλοπονία, καλλιτεχνική έφεση και επιστημονική κατάρτιση, να δείξει τέτοια βαρβαρότητα, κτηνωδία και βαναυσότητα. Και δεν είναι μόνο ο αιματηρός, ολέθριος πόλεμος με τα εκατομμύρια νεκρούς, με τις εκτελέσεις και με εκείνα τα φρικτά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, με τα άλλα τόσα εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών, είναι και ο θάνατος επίσης απειράριθμων πολιτών εξαιτίας της ασιτίας.
Η εκμάθηση της αγγλικής και γαλλικής γλώσσας ήταν απαγορευμένη στην Κατοχή με διαταγή της Kreiscomantatur (Γερμανική διοίκηση). Ο ελληνομαθής λοχαγός Λούης ήταν ένας καθηγητής, τον οποίο είχε διορίσει σκοπίμως η Γερμανική Διοίκηση στο σχολείο μας, για να μας διδάξει, για ευνόητους λόγους υποχρεωτικά, τη γερμανική γλώσσα. Ο καθηγητής Λούης ήταν ένθερμος θαυμαστής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με ένα ευρύ φάσμα γνώσεων γύρω από αυτόν, όπως και για τα όσα πολύτιμα έχουν δώσει οι Αρχαίοι Έλληνες στην ανθρωπότητα. Μας μιλούσε πάντοτε για την πολιτιστική ακτινοβολία της Αρχαίας Ελλάδας, για το μυστήριο της κατασκευής του Παρθενώνα και από το αρχαίο δράμα μέχρι τη φιλοσοφία και τις Τέχνες. Οι πεποιθήσεις του διαφαίνονταν να ‘ναι δημοκρατικές αλλά δεν τις εξεδήλωνε εμφανώς.
Πρόσφατο δημοσίευμα της Deutsche Welle αποκαλύπτει ότι σε 200 σχολεία της Γερμανίας τα Αρχαία Ελληνικά διδάσκονται ως τρίτη γλώσσα μετά τα Αγγλικά. Ερωτώμενοι οι μαθητές για ποιο λόγο επέλεξαν μια τόσο δύσκολη γλώσσα απάντησαν, ότι είναι πολύ συναρπαστική και ότι προσελκύει το ενδιαφέρον, όπως και τα βαθυστόχαστα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων καθώς και τα απολαυστικά θεατρικά έργα και ότι μαθαίνεις πολλά για τη ζωή, την ιστορία κ.λπ. Εξ’ άλλου στο υποδειγματικό, πρότυπο Λύκειο «Μπετόβεν» δεν είναι σπάνιο να ρωτά ο καθηγητής τους μαθητές του για τις ιδέες του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη.
Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών έχει μακρά παράδοση στην Γερμανία και σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, ο αριθμός αυτών των μαθητών σήμερα ανέρχεται σε περισσότερους από 11.000 συνολικά.
Στο Γυμνάσιο – Λύκειο «Μπετόβεν» (Βόρεια Βεστφαλία – Ρηνανία) διδάσκουν Αρχαία Ελληνικά 40 ελληνιστές φιλόλογοι και κάθε χρόνο διοργανώνουν ένα τριήμερο συνέδριο, το οποίο αφορά σε θέματα διδασκαλίας και περιεχομένου – ουσίας των κειμένων.
Οι Γερμανοί φιλόλογοι μιλάνε με ενθουσιασμό για την Ελληνική Γλώσσα, ότι είναι η πλέον πληρέστερη, ιδιόμορφη, ζωντανή και περίτεχνη. Ότι δεν είναι απλά και μόνο γλώσσα διαυγούς επικοινωνίας αλλά και γλαφυρός τρόπος σκέψεως και πνευματικής αναζήτησης. Ότι τα κείμενα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των άλλων αρχαίων φιλοσόφων με τα οποία οι μεγάλοι αυτοί μύστες αποφαίνονται άψογα στην άμεμπτη, εκφραστική ελληνική γλώσσα, τους αναδεικνύει ως τους κορυφαίους πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, οι ιθύνοντες ουδόλως σκοτίστηκαν να βελτιώσουν την παιδεία, αλλά επιδόθηκαν προκλητικά στον αφελληνισμό της, όπως στην κατάργηση της αριστείας, στην υποτίμηση της αρχαίας ελληνικής ως «νεκρής γλώσσας» και μιλούν ακόμα και απαξιωτικά για το… θάνατο της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας. Περιφρονούν και δε σέβονται την ιερότητα των εθνικών συμβόλων και επιζητούν την αποποινικοποίηση της δημόσιας προσβολής και υβριστικής παρουσίασης τους στα Μ.Μ.Ε. και του απαράδεκτου ευτελισμού αυτών. Είναι εκ των ων ουκ άνευ, ότι στο πλαίσιο της γενικής υποβάθμισης που επιβάλλεται στην ελληνική παιδεία αφαιρέθηκε από την διδακτέα ύλη της Γ’ Λυκείου το περίφημο εμβληματικό κείμενο του «Επιταφίου» του Περικλέους. Είναι εν τούτοις παρήγορο, ότι αυτό το απίστευτο γεγονός έχουν καταγγείλει, προς τιμήν τους, μια πλειάδα νουνεχών φιλολόγων, οι οποίοι σε δυναμική διαμαρτυρία τους αναφέρουν ότι «έτσι εξοβελίζεται από τα σχολεία ένα μάθημα, που αναφέρεται στην αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Και αυτή είναι μια μόνο πτυχή που αφορά την περίφημη ομιλία του Αθηναίου ηγέτου, στην οποία, συνοψίζονται, κατά το πλέον περίτεχνο τρόπο, οι αξίες στις οποίες στηρίχτηκε ολόκληρο το πολιτιστικό οικοδόμημα των κλασικών χρόνων, μπροστά στο οποίο στέκει εκστατική με δέος ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Και ως να μην έφθαναν όλα αυτά τα απρόσμενα… «επιτεύγματα», οι προχθεσινές ειδήσεις αναφέρουν ότι νέο πλήγμα επίκειται κατά της ελληνικής παιδείας. Διότι βαρύ πλήγμα είναι η πρόταση για κατάργηση της αρχαίας τραγωδίας και μάλιστα όταν πρόκειται για το εμβληματικό δράμα της «Αντιγόνης». Πόσο μάλλον όταν έχει προηγηθεί η υποβάθμιση του μαθήματος της ιστορίας και των Αρχαίων Ελληνικών. Επιτέλους αφυπνίσθηκε η «Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων» η οποία χαρακτηρίζει τη νέα απόφαση «εξοβελισμό ενός ακόμα αντιπροσωπευτικού κειμένου του αρχαίου δράματος για την ιστορία της εκπαίδευσης» και προκειμένου για τον απαραβίαστο θεσμό της ελληνικής παιδείας ψευδαισθήσεις δεν επιτρέπονται.
Το πόσο ανεύθυνη, εσφαλμένη, ακόμα και παρανοϊκή αποδεικνύεται η απόφαση είναι ότι η ίδια αυτή ετυμηγορία της αφαίρεσης και απαγόρευσης του Επιταφίου στα σχολεία, εφαρμόστηκε καταναγκαστικά και επί επάρατης 4ης Αυγούστου.
Ταξιδεύοντας κάποτε στην Γερμανία σ’ ένα βενζινάδικο, για τον αναγκαίο ανεφοδιασμό, ο νεαρός υπάλληλος ενδεχομένως αναγνώρισε την εθνικότητα του τουρίστα από τον αριθμό του αυτοκινήτου και με ρώτησε αν είμαι Έλληνας.
– «Greco;» Με ρώτησε.
– «Για Greco», του απάντησα ενώ εκείνος άρχισε να μου απαγγέλει με ξενική προφορά στα αρχαία ελληνικά το γνωστό πρώτο στίχο από την Οδύσσεια. Στη συνέχεια ανέφερε πολλά άλλα ονόματα αρχαίων ηρώων όπως των Λεωνίδα, του Μιλτιάδη και άλλων και στο τέλος μου πέταξε ένα όνομα δυσκολονόητο.
– «Gynaigyrous» μου είπε με ύφος διθυραμβικό.
Βρέθηκα σε αμηχανία. Ποιόν εννοούσε ο Γερμανός;
Μετά από ώριμη σκέψη το βρήκα. Επρόκειτο για εκείνον τον αξεπέραστο ήρωα τον Κυναίγυρο, ο οποίος μετά τη μάχη του Μαραθώνα, όταν οι Πέρσες στοιβάζονταν στα πλοία για να φύγουν ηττημένοι και αυτός θέλησε να κρατήσει περσική τριήρη με το χέρι του το απέκοψε ένας πέρσης στρατιώτης. Όμως ο Κυναίγυρος την κράτησε με το άλλο και ο στρατιώτης του απέκοψε και αυτό.
Μετά τον πόλεμο η Γερμανία βρέθηκε μέσα σε μια βιβλική καταστροφή, σε καταβαράθρωση κάθε ίχνους πολιτιστικής δημιουργίας, σε εξαφάνιση, σε απώλεια και συντριβή κάθε οικονομικής ικμάδας. Μεγάλες πόλεις όπως η Δρέσδη ισοπεδώθηκαν, πελώρια εργοστάσια εκμηδενίστηκαν. Μετά από όλον αυτόν τον όλεθρο, τον αφανισμό και από το βάρβαρο απολυταρχικό καθεστώς, είναι αδιανόητο επίτευγμα αυτή η ανέλπιστη, αλματώδης ανάπτυξη, η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος, η αδιάκοπη εκβιομηχάνιση και ένας τέτοιος εκδημοκρατισμός, ώστε να είναι προσιτό σε όλους κάθε αγαθό όπως η ελεύθερη έκφραση, η ολοκληρωμένη γνώση, η άριστη πολύπλευρή παιδεία. Ούτω πως σήμερα η Γερμανία να κατέχει την ευρωπαϊκή πρωτοκαθεδρία και τα σκήπτρα μιας πρωτόγνωρης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής.
Εν κατακλείδι στη χώρα μας εισέρευσαν πολλά δισ. ευρώ, τα οποία αντί για τον παραγωγικό τομέα, κατευθύνοντο στην παρασιτική κατανάλωση, που αύξανε το επίπεδο της διαβίωσης της κοινωνίας, παράλληλα με την πολυέξοδη εισαγωγή πολυτελών, ασύμφορων, επιζήμιων και υψηλού κόστους προϊόντων. Στην ουσία με τον τρόπο αυτόν από τη μια εξαγοράζονταν οι ψήφοι μιας κοινωνίας και από την άλλη διαρκώς αυξάνονταν οι απαιτήσεις της και η καταναλωτική της μανία. Έτσι φτάσαμε στο αποκορύφωμα μιας απερίσκεπτης σπατάλης και ασυδοσίας με την επιβολή υπερβολικών δαπανών λόγω βίαιων, συνδικαλιστικών διεκδικήσεων.
Η ανευθυνότητα εισέδυσε σε όλα τα κόμματα, τα οποία νόμισαν ότι μπορείς να αεροβατείς, να λες ότι θες, να υπόσχεσαι τα πάντα και να φορτώνεις το Δημόσιο κορβανά με δανεικά πολύ πάνω των πραγματικών δυνατοτήτων, χωρίς να εξασφαλίζεις και να προβλέπεις το αβέβαιο μέλλον της χώρας.
Το παρακάτω περιστατικό είναι ένα από τα πολλά ευτράπελα, αυθεντικά, ενδεικτικό μιας προϊούσης γλωσσοπενίας. Συνέβη προσφάτως στην πλατεία Συντάγματος. Γερμανός τουρίστας θέλοντας να επισκεφθεί τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης απευθυνόμενος σε παρατυχόντα δικό μας τον ρώτησε ευγενικά στην αρχαία ελληνική γλώσσα: «Βούλομαι απιέναι Ακρόπολιν. Δέομαι αρωγήν σας». Ο Γερμανός έμεινε εμβρόντητος από την απροσδόκητη απάντηση «I don’t speak English sir».