Ο γλυκός ήχος του βιολιού, κάπου στην παραλιακή του Ρεθύμνου, θα κάνει κάθε περιπατητή να στρέψει το βλέμμα του στον βιολιστή, που καθισμένος στο καρεκλάκι του επιδίδεται με πάθος σε αυτό που αγαπάει. Στην μουσική. Είναι ο Μουχαρέμ Μαλόκου (Muharrem Malokou). Η θέση του σταθερή εδώ και τρία καλοκαίρια, το χαμόγελο πάντα στο πρόσωπό του, στα χέρια του ο «θησαυρός» του, όπως αποκαλεί το βιολί του. Μ’ αυτό το χαμόγελο και την μουσική του, έχει καταφέρει να γίνει μία από τις πιο αγαπητές φυσιογνωμίες της πόλης. Ένας ακόμη μουσικός του δρόμου θα σκεφτεί κανείς βλέποντάς τον και ακούγοντάς τον. Όμως, όπως και πολλοί άλλοι μουσικοί του δρόμου, που πιθανόν να μας είναι αδιάφοροι, έχει και εξαιρετικό ταλέντο, αφού ένα μουσικό αυτί καταλαβαίνει πως πρόκειται για γνήσιο καλλιτέχνη και πόσο πλούσια μουσική διαδρομή έχει στη ζωή του.
«Είμαι 77 ετών και κατάγομαι από την Αλβανία. Έχω σπουδάσει στην Μουσική Ακαδημία στα Τίρανα και δούλεψα στην Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα εκεί» μας λέει και αρχίζει να μας ξετυλίγει την ιστορία του που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
- Πώς βρεθήκατε στο Ρέθυμνο;
Το 1991 ο κ. Κώστας Αποστολάκης, δάσκαλος και αρχιμουσικός της Δημοτικής Φιλαρμονικής Ρεθύμνου, με προσέγγισε ζητώντας μου να κατέβω στο Ρέθυμνο και να τον βοηθήσω στην υλοποίηση του οράματός του, για ποιοτικότερη μουσική παιδεία. Ουσιαστικά, η συνδρομή μου θα ήταν η δημιουργία μιας τάξης, για την διδασκαλία κλασικής μουσικής και ειδικότερα βιολιού. Έτσι και έγινε. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, μου είχε δώσει άδεια παραμονής ενός χρόνου και έτσι, την περίοδο που τελείωσε η σύμβαση με την Ελλάδα και έληγε η VISA, όφειλα να επιστρέψω πίσω στην οικογένειά μου, που είχαν να με δουν ένα χρόνο. Ο κ. Αποστολάκης όμως, επέμενε να παραμείνω και με βοήθησε φτιάχνοντας τα χαρτιά όχι μόνο για εμένα, αλλά και για όλη μου την οικογένεια προκειμένου να είμαστε μαζί, δικαιολογώντας την επιθυμία του αυτή στο ότι «αυτός ο άνθρωπος, είναι χρήσιμος για το Ρέθυμνο». Τακτοποιηθήκαμε λοιπόν όλοι εδώ και πλέον, μετά από 30 χρόνια είμαι 4 φορές προπάππους!! Τα εγγόνια μου έχουν παντρευτεί με Κρητικές και Κρητικούς και μπορώ να πω, ότι στεριώσαμε εδώ.
- Μετά την Φιλαρμονική, τι δρόμο ακολουθήσατε;
Στην Φιλαρμονική δούλευα 10 χρόνια και μάθαινα στα ρεθεμνιωτόπουλα βιολί. Μετά την αποχώρηση του κ. Αποστολάκη, ήρθε το πέρας του χρόνου και για εμένα και διέκοψα την διδασκαλία. Έκτοτε, έχω συνεργαστεί με εξαιρετικούς μουσικούς και έχω πραγματοποιήσει άπειρες εμφανίσεις στην Κρήτη, σε εκδηλώσεις γάμου, βάπτισης, σε μεγάλα ξενοδοχεία, έχω παίξει σε ρεσιτάλ βιολιού σε Ελλάδα και Αλβανία, έχω πραγματοποιήσει συναυλίες με τους μαθητές μου στον Μιναρέ και συναυλίες με τον Λευτέρη Βαμβακά, τον καλύτερο μπουζουξή του Ρεθύμνου και τον Δημήτρη Μπακιρτζή. Έχουμε πραγματοποιήσει μαζί εμφανίσεις σε Συρία, Λιβύη, Αίγυπτο, Μάλτα, Μαρόκο. Τα τελευταία χρόνια, έχω αναλάβει την διδασκαλία του βιολιού σε μεμονωμένους μαθητές, σε επίπεδο ιδιαίτερων μαθημάτων και εδώ και τρία καλοκαίρια, παίζω καθημερινά στην παραλία.
- Τριάντα χρόνια λοιπόν στο Ρέθυμνο. Νιώθετε πλέον αυτή την πόλη ως δικό σας τόπο, ως δεύτερη πατρίδα; Η Αλβανία σας λείπει;
Στην Αλβανία την δεκαετία του 1980 υπήρχε ακραίος κομμουνισμός και ουσιαστικά κανένα δικαίωμα αυτενέργειας, ούτε ελευθερίας στην έκφραση. Μας έλεγαν να μην μιλάμε με κανέναν, ούτε «με την γυναίκα στο μαξιλάρι μας». Για έναν μουσικό, αυτό είναι βασανιστήριο. Ήμουν μονίμως περιορισμένος κα φοβισμένος. Φανταστείτε ότι κινδύνευα να χάσω τη δουλειά μου στην Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα, εάν αποφάσιζα να παίξω σε κάποια άλλη εκδήλωση, για παράδειγμα έναν γάμο. Δεν υπήρχε ελευθερία.
Έτσι, όταν αποδέχτηκα την πρόσκληση για δουλειά στην Ελλάδα, ένιωσα πως κάτι θα άλλαζε προς το καλύτερο. Για να πω την αλήθεια, πλέον νιώθω Ρεθεμνιώτης γιατί βρίσκομαι εδώ, 30 χρόνια.
Υπάρχει μια παροιμία στη χώρα μου, που κάτι παρόμοιο πρέπει να έχετε και εσείς εδώ .«Βαριά πέτρα, στον τόπο του», δηλαδή, εγώ την δεδομένη στιγμή δεν επιθυμώ να γυρίσω, αλλά ταυτόχρονα, θέλω να βρίσκομαι κοντά στους συγγενείς μου που βρίσκονται εκεί. Έχουμε ισχυρό δεσμό με την οικογένειά μας, κάτι που παρατηρώ να συμβαίνει και στην Κρήτη. Στα Τίρανα ωστόσο, νιώθω ξένος. Οι φίλοι της ηλικίας μου εκεί, έχουν πεθάνει ή έχουν φύγει στο εξωτερικό, κάτι που με θλίβει βαθύτατα. Ο γείτονας δεν μου λέει «καλημέρα», εδώ είστε τόσο φιλόξενοι και συγκαταβατικοί. Η Ελλάδα για μένα είναι, δεύτερη αγαπημένη πατρίδα. Οι άνθρωποι είναι αγαπημένοι και σε κάνουν να νιώθεις άνετα. Νιώθω σαν βασιλιάς τόσο στην ψυχή, όσο και κυριολεκτικά, αφού ως μουσικός έχω καλύτερη οικονομική αποκατάσταση, από ότι στην ιδιαίτερη πατρίδα μου.
- Βιώσατε ποτέ ρατσισμό στα τόσα χρόνια παραμονής σας εδώ;
Ρατσισμό συνάντησα, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό. Ειδικά στο ξεκίνημά μου, άκουγα πολλές φορές υποτιμητικά σχόλια για την καταγωγή μου. Όλα αυτά βέβαια, τα ξέχναγα αυτόματα όταν οι μαθητές μου στην Φιλαρμονική μου έλεγαν «Σε ευχαριστούμε κύριε, που έχουμε εσάς για δάσκαλο». Αν έχω ένα μήνυμα να μεταδώσω μέσα από το δικό μου βίωμα και το δικό μου παράδειγμα, είναι ότι η μουσική δεν έχει σύνορα και αυτό πρέπει να το αγκαλιάσουν όλοι. Η μουσική είναι παγκόσμια και δεν έχει καταγωγή. Ακόμα και σήμερα βέβαια δεν ξεχνάω την πατρίδα μου και κάθε μέρα στην παραλία, παίζω δύο διάσημα κομμάτια αλβανικής κλασικής μουσικής, μιας μεγάλης τραγουδίστριας του παρελθόντος της Vaçe Zela ( Βάτσε Ζέλα) και κάθε φορά που κάποιος συντοπίτης το ακούσει, κατευθείαν σταματάει και ακούσει με περηφάνια! Δεν ξεχνάω τίποτα, ούτε απαρνιέμαι την καταγωγή μου. Θεωρώ ότι έχω αποδείξει την αξία μου, κάνω με σοβαρότητα την δουλειά μου, είμαι ευγενικός και ο κόσμος μου βγάζει πλέον το καπέλο και με αγαπάει. Κατέβηκα στα 47 μου χρόνια εδώ και τώρα είμαι 77. Όποιος είναι ρατσιστής ας το κρατάει για τον εαυτό του, στην τσέπη του.
- Γιατί «μουσικός του δρόμου» σήμερα; Επιλογή, τρόπος καθημερινής επιβίωσης; Οι «μουσικοί του δρόμου» τι είναι τελικά;
Εδώ και τρία χρόνια επέλεξα να παίζω στον δρόμο, ως επαγγελματίας μουσικός, έχοντας άδεια από το Λιμεναρχείο. Δίνω καθημερινά το προσωπικό μου, ταπεινό ρεσιτάλ και από αυτές τις 3-4 ώρες που κάθομαι εκεί, παίρνω ζωή. Οι «μουσικοί του δρόμου», για εμένα δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται ως «ζητιάνοι», γιατί όσοι πραγματικά αγαπούν την μουσική, δεν το κάνουν ποτέ για τα χρήματα! Δεν παίζω για πέντε φράγκα που παίρνω, παίζω επειδή είναι το πάθος μου και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Όπως κάποιος που αγαπάει το ψάρεμα, έτσι και εγώ. Στο σπίτι, δεν αξίζει να παίζω, γιατί δεν με ακούει κανείς. Θέλω να επικοινωνήσω τις μελωδίες μου προς τα έξω και ευχαριστιέμαι όταν σταματούν για λίγο, το νυχτερινό τους περίπατο και στέκονται να με ακούσουν. Οι ντόπιοι και οι τουρίστες μου δίνουν συγχαρητήρια. Νιώθω έτσι, ότι αξίζει αυτό που κάνω εδώ στην παραλία γιατί η μουσική λείπει από τον δρόμο.
- Πως μυηθήκατε στην μουσική και ειδικά στο βιολί;
O πατέρας μου, είχε σπουδάσει στην Ιταλία και ήταν καθηγητής στο Κολλέγιο Μουσικής της Αλβανίας, οπότε ήταν και αυτός που με μύησε στον κόσμο της μουσικής. Από πολύ μικρός κατάλαβα, πως το βιολί θέλει θυσίες, απαιτεί καθημερινά 3 με 4 ώρες ενασχόληση, διάβασμα και εξάσκηση. Δεν γνώρισα την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας. Ως δάσκαλος με τόσους μαθητές στην θητεία μου, παρατήρησα ότι το βιολί σιγά σιγά ξεχνιέται. Γιατί είναι ο «βασιλιάς» της δυσκολίας. Έχει 4 χορδές, δεν έχει πατήματα, όπως η λύρα και η κιθάρα. Η μουσική όμως, όσο αφοσίωση επιβάλλει, τόσο ψυχική ηρεμία δίνει. Με όσους μουσικούς και αν έχω συζητήσει, για την επαγγελματική αποκατάσταση στον κλάδο μας, δεν πολυσκέφτονται τα λεφτά, αλλά κυριαρχεί μια τίμια αγάπη προς την τέχνη.
- Υπάρχει μουσική παιδεία στο Ρέθυμνο; Ποια είναι η άποψή σας;
Το Ρέθυμνο και γενικά η Κρήτη έχει μία τεράστια μουσική παιδεία και παράδοση, η οποία με χαρά διαπιστώνω ότι συνεχίζει να ανθίζει. Ωστόσο, για μένα αρχή όλων, είναι η κλασική μουσική. Αν θες να γίνεις καλός στην κρητική, την λαϊκή, την έντεχνη μουσική και άλλες, πρέπει πρώτα να μάθεις να παίζει την κλασική και μετά όλα τα άλλα, έρχονται από μόνα τους και μάλιστα πολύ πιο εύκολα.
Μια φορά πέρυσι στην παραλία, ήρθε ένας παπάς από κάποιο χωριό και με την ιδιαίτερη ντοπιολαλιά του, μου απηύθυνε τον λόγο μαγεμένος: «Ξέρεις να παίζεις πολύ όμορφα» μου είπε, «Αλλά παίζεις κρητικά;» και μου παρήγγειλε να παίξω στο βιολί ένα συρτό και ένα πεντοζάλη! «Χαλάλι, γιατί αξίζεις» είπε μόλις ολοκλήρωσα την επιθυμία του. Είναι ένα χαριτωμένο περιστατικό που το θυμάμαι πάντα, με χαμόγελο.
Η ρίζα της ελληνικής μουσικής είναι ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκης, ο Καζαντζίδης. Αυτό το στυλ παίζω και στην παραλία και αυτό αρέσει στον κόσμο. Οι ντόπιοι βέβαια, συχνά ζητούν Μότσαρτ και Τσαϊκόφσκι κάτι που πάντα με εκπλήσσει ευχάριστα.
- Υπάρχει κάτι που ονειρευτήκατε να κάνετε στον χώρο της μουσικής αλλά δεν τα καταφέρατε;
Το όνειρό μου ήταν να δημιουργήσω μια μικρή ορχήστρα κλασικής μουσικής, ή «μουσικής δωματίου» όπως ονομάζεται, με 6 βιολιά, μία βιόλα και ένα κοντραμπάσο και να κάνουμε συναυλίες σε όλο το Ρέθυμνο, να μεταδώσουμε το «μικρόβιο» της κλασικής μουσικής και στον απλό κόσμο. Να γίνει η κλασική μουσική πιο προσιτή και οικεία. Δεν υλοποιήθηκε δυστυχώς αυτό το όνειρό μου. Χαίρομαι όμως που μερικοί από τους παλιότερους μαθητές μου έχουν διαγράψει μια λαμπρή πορεία στο εξωτερικό, όπως η μαθήτριά μου Χακλίντα Θάτσι, που από 4 χρονών της έκανα μάθημα. Από το Ρέθυμνο στην Αθήνα και από κει κατέληξε στο Μιλάνο και σήμερα αποκαλείται «Βασίλισσα της Ορχήστρας» του Μιλάνου. Δεν με ξεχνούν οι μαθητές μου. Και νιώθω μεγάλη υπερηφάνεια που υπήρξα δάσκαλός τους. Ελπίζω ότι και οι τωρινοί, ελάχιστοι μαθητές μου βιολιού στο Ρέθυμνο, θα καταφέρουν να διαπρέψουν και δεν θα τα παρατήσουν.