Η δεκαετία του 1980 ανατέλλει με εξαιρετικά ευοίωνες προοπτικές για την πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου.
Αρχή βάζει ο Σύλλογος Συγγραφέων Λογοτεχνών που ίδρυσαν οι Χρίστος Λιονής, Νίκος Νιουράκης και Εύα Λαδιά, συνεχίζει ο νομάρχης Θωμάς Χαμπίπης με τις γιορτές λόγου και τέχνης και φθάνουμε στην Εταιρία Θεάτρου, προγονικό πυρήνα του ΔΗΠΕΘΕΚ με τις εξαιρετικές παραστάσεις που ομόρφαιναν τα καλοκαιρινά μας βράδια.
Το 1985 αναλαμβάνει καθήκοντα στη Νομαρχία, μια γυναίκα με εξαιρετική παιδεία και πολλές κρυφές ευαισθησίες όπως θα διαπιστώσουμε αργότερα. Ήταν η Βασιλική Μόσιαλου.
Η γυναίκα αυτή ήταν μια διαρκής έκπληξη. Οι πρώτες μέρες διοίκησης σημαδεύτηκαν με τις «φωνές» της, όταν κλήθηκε να πληρώσει από το αποθεματικό ένα κονδύλι για …φωτογραφίες των προκατόχων της. Αν είναι δυνατόν να εγκρίνει τέτοιο κονδύλι.
Έχοντας στο μεταξύ επισημάνει, κάνοντας βόλτες ινκόγκνιτο στην πόλη, κάποια προβλήματα καθημερινότητας, κάλεσε τον τότε πρόεδρο των ψαράδων και του ανακοίνωσε την δημιουργία ράμπας για να κάνουν άνετα τη δουλειά τους και να βολεύουν τα δίχτυα τους. Ήταν και το πρώτο κονδύλι που είχε υπογράψει.
Εκείνο το διάστημα την πλησίασαν και οι παράγοντες από Χανιά και της ζήτησαν τη συνεργασία της για το Φεστιβάλ Κρητικού Θεάτρου. Εκείνη όμως είχε ήδη γοητευθεί με την πόλη που γνώριζε γωνιά γωνιά, μια πόλη που αναβίωνε μνήμες Αναγέννησης. Αντιπρότεινε λοιπόν στην επιτροπή, τη δημιουργία ενός Φεστιβάλ, με ύφος εποχής, που θα αναδείκνυε όλη την περίοδο της Αναγέννησης. Η πρότασή της ακούστηκε με ενδιαφέρον κι έτσι χάρις στη Βάσω Μόσιαλου το Ρέθυμνο έρχεται στο επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής πανελλαδικά με το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ!
Η πρώτη διοργάνωση έγινε Ιούλιο του 1987 στο χώρο πίσω από το Τελωνείο. Η συμμετοχή δεν ήταν μεγάλη γιατί και το γεγονός δεν μπορούσε να εκτιμηθεί από τον κόσμο. Από την διοργάνωση αυτή έμεινε στη μνήμη μας ένα ρεσιτάλ του Γρηγόρη Καπανταιδάκη με αμιγώς αναγεννησιακό περιεχόμενο.
Μετά την πρώτη αυτή διοργάνωση ένας νέος συμπολίτης ζητά ακρόαση από τη Νομάρχη και της παρουσιάζει τις προτάσεις του για τη συνέχιση του Φεστιβάλ. Εκείνη γοητεύεται από τις ιδέες του νέου και του αναθέτει την τεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ. Έτσι ξεκινά δράση στον κορυφαίο θεσμό ο Μάνος Τσάκωνας. Δημιουργείται και μια επιτροπή όπως την ήθελε η Νομάρχης. Ο κατάλληλος άνθρωπος αναλάμβανε πόστο στο αντικείμενό του.
Ο Μπάμπης Πραματευτάκης ήταν υπεύθυνος στα θέματα μουσικής. Ο Ζήνων Ζανέτος αρμόδιος στον τομέα θεάτρου.
Ο Μανός Αστρινός υπεύθυνος σε θέματα εντύπων και αρχειακού υλικού. Η ταπεινότητά μου είχε αναλάβει τα θέματα τύπου και προβολής του Φεστιβάλ. Ο Αντώνης Χαραλαμπάκης, αυτός ο εξαίρετος κρατικός λειτουργός είχε την οργανωτική ευθύνη και τις δημόσιες σχέσεις όλων των εκδηλώσεων. Συμμετείχε και ο Γιώργος Λελεδάκης ως πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συνεδριάσεις εκείνης της επιτροπής. Τι ιδέες παρουσίαζαν Πραματευτάκης και Ζανέτος!!!
Πόσα μαθαίναμε από τις εισηγήσεις αυτές. Όταν αποφασίστηκε ο διάκοσμος της πόλης με θυρεούς ανέλαβε ο αξέχαστος Φρίξος Θεοδοσάκης με την υπέροχη Σοφία του να ετοιμάσουν το υλικό. Σε λίγες μέρες η πόλη ήταν αγνώριστη. Κάποια συμπολίτισσα θαμπώθηκε η καημένη από το θέαμα και ρωτούσε αν είχαμε …καρναβάλι. Όλα στην αρχή ήταν περίεργα. Πρωτόγνωρα. Μετά μας έγιναν αναγκαία και τα αναζητούσαμε.
Τι να πούμε για τις θεατρικές παραστάσεις με κορυφαίους καλλιτέχνες, τις συναυλίες με συγκροτήματα από όλη την Ευρώπη που ασχολούντο με Αναγεννησιακή Μουσική, Εκθέσεις ζωγραφικής με κορυφαία αυτή στη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου με έργα Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Και στην περίπτωση αυτή φάνηκε πόσο μετρούσε η προσωπικότητα της Βάσως Μόσιαλου. Με ασφάλεια των έργων με ιλιγγιώδη ποσά απολαύσαμε εκείνη την έκθεση που έμεινε αξέχαστη και μοναδική.
Και στο μεταξύ το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ απασχολούσε όλο τον Αθηναϊκό Τύπο αλλά και ξενόγλωσσες εφημερίδες. Με τα πρωτόλεια μέσα της εποχής ετοιμάζαμε και στέλναμε δελτία τύπου που τα περίμεναν ανυπόμονα οι συντάκτες του πολιτιστικού. Κι ήταν τότε οι πλέον σχετικοί και ειδικοί με το αντικείμενο. Κορυφές στο είδος τους. Εξεταστική θύμιζε κάθε τους επικοινωνία για να έχουν περισσότερες λεπτομέρειες στο θέμα που τους ενδιέφερε. Καθόμασταν και διαβάζαμε λοιπόν. Δεν είχαμε άλλη επιλογή.
Φυσικά κανένας δεν είχε οικονομικό όφελος από την ασχολία αυτή. Και γιατί άλλωστε, αφού η εμπειρία και μόνο ήταν κάτι πολύτιμο.
Όλοι δούλευαν με εξαιρετικό κέφι. Κάθε καλλιτεχνικό σχήμα έπρεπε να έχει και την παραδοσιακή φιλοξενία. Αυτό σήμαινε πως ο Αντώνης Χαραλαμπάκης θα πήγαινε ξημερώματα στο σπίτι του για ελάχιστη ξεκούραση, αφού σε λίγο θα έπρεπε να είναι στο γραφείο του στη Νομαρχία. Κι όμως ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε. Το Φεστιβάλ αυτό αγαπήθηκε με πάθος από όλους εμάς. Και το πάθος μας το ενέπνεε η δυναμική της δημιουργού του θεσμού της Βάσως Μόσιαλου.
Πόσα και πόσα δεν έγιναν εκείνα τα πρώτα χρόνια της διοργάνωσης. Αξέχαστη και μοναδική στο είδος της η έκδοση που επιμελήθηκε ο Μάνος Τσάκωνας με έργα του Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή. Ένα λεύκωμα μοναδικό και με τόσο ευρηματικό στήσιμο που σε χρόνο ρεκόρ έγινε ανάρπαστο. Αυτές οι μνήμες μας έκαναν τόσο απαιτητικούς και γκρινιάρηδες αργότερα.
Επειδή ακριβώς κανένας από τους βασικούς συντελεστές δεν ήθελε αμοιβή η κάθε διοργάνωση απαιτούσε μόνο συγκεκριμένα κονδύλια απλού κόστους για τις αμοιβές των καλλιτεχνών και λοιπά έξοδα.
Έγινε Φεστιβάλ με καλλιτεχνικά σχήματα επιπέδου και εκδηλώσεις που άφησαν εποχή με 7 εκατομμύρια δραχμές της εποχής. Κάπου 21.000 ευρώ.
Στη δεύτερη διοργάνωση, νομίζω, συνεδριάζαμε στο γραφείο της νομάρχου για το πρόγραμμα και χωρίς να υπάρχει ούτε μια δραχμή στον κωδικό αυτό. Επειδή κάποια εκδήλωση δημιουργούσε πίεση λόγω προθεσμιών και καμιά λύση δεν φαινόταν στον ορίζοντα, λίγο πριν το απόλυτο αδιέξοδο σηκώνει το τηλέφωνο η Νομάρχης και σε λίγο νάσου και καταφθάνει ο κ. Νίκος Δασκαλαντωνάκης. Μαθαίνει για το πρόβλημα, κάνει ένα γύρω με το βλέμμα του και το αιώνιο χαμόγελό του, σε όλους εμάς και σηκώνει τώρα εκείνος το τηλέφωνο. Σε δέκα λεπτά, είχαν εγκριθεί από την Εθνική Τράπεζα 500.000 δρχ.
Έτσι πρόκοψε το Φεστιβάλ. Γιατί πίστεψαν σ’ αυτό και οι αρχές και οι πολίτες. Γιατί αγκαλιάστηκε από τους πνευματικούς ταγούς που έτρεφαν -πρέπει να πούμε- απεριόριστο σεβασμό στη νομάρχη κα Μόσιαλου και της το έδειχναν σε κάθε ευκαιρία.
Με αφορμή αυτή την αναδρομή αναζητήσαμε την κα Βασιλική Μόσιαλου στη Λάρισα την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου ζει και πάντα δημιουργεί. Για την ποίησή της μάλιστα θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμα.
Συγκινήθηκε με την επαφή αυτή και απάντησε πρόθυμα σε κάθε μας ερώτηση. Και πρώτα για τις αφορμές που της έδωσαν την ιδέα αυτού του Φεστιβάλ.
Τα ισχυρά αποτυπώματα, μας είπε, που άφησε η εποχή της αναγέννησης στην εικόνα της πόλης (το ενετικό λιμανάκι, η παλιά πόλη και η fortezza) μου δημιούργησαν ευθύς μόλις ανέλαβα καθήκοντα Νομάρχη (το 1985), την έντονη επιθυμία να συνδέσω την ζωή της σύγχρονης πόλης με την ιστορία της.
Κι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί, μόνο αν οι ίδιοι οι Ρεθεμνιώτες (με τους πολιτιστικούς φορείς αλλά και μεμονωμένες προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων) αγκάλιαζαν αυτό το όνειρο και μετείχαν δυναμικά στις προσπάθειες διοργανώσεων και προβολής του τρόπου ζωής και καλλιτεχνική δημιουργίας που άνθισε στο Ρέθυμνο κατά την εποχή της αναγέννησης.
Επειδή μάλιστα, διερευνώντας είδα πως δεν υπήρχε σε καμία περιοχή της Ευρώπης διοργάνωση ανάδειξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής της αναγέννησης, το είδα σαν πρόκληση, να αποτελέσει το Ρέθυμνο, κέντρο προβολής τέχνης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, για όλη την Ευρώπη.
– Σας βοήθησαν καθόλου οι συγκυρίες της εποχής;
– Αυτό το όραμα, κατά ευτυχή συγκυρία, συνέπεσε με την περίοδο υλοποίησης του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού προγράμματος ΜΟΠ από το οποίο μπορούσαμε να χρηματοδοτήσουμε, μεταξύ των άλλων, και έργα αστικών αναπλάσεων.
Έτσι, η ανάπλαση και ανάδειξη των χαρακτηριστικών του σπάνιου διασωζομένου αρχιτεκτονικού αναγεννησιακού συνόλου της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου (με την εξυγίανση, ηλεκτροφωτισμό και ανάδειξη του ενετικού λιμανιού, τον ηλεκτροφωτισμό και την αξιοποίηση της fortezza, ως χώρο θεατρικών παραστάσεων, αλλά κυρίως οι αναπλάσεις σε μνημεία, κτίσματα και πλακόστρωτα της παλιάς πόλης), μπορούσε να πάρει άμεσα σάρκα και οστά.
Ολόκληρη η παλιά πόλη, λοιπόν, θα μπορούσε να καταστεί έδρα των καλλιτεχνικών διοργανώσεων εποχής, όπου θα εύρισκαν χώρο να ξεδιπλωθούν δημιουργίες όλων των μορφών τέχνης της αναγεννησιακής περιόδου.
Το σχέδιο βέβαια ήταν μεγαλόπνοο και χρειαζόταν χρόνος, αποφάσεις, διαδικασίες, για να υλοποιηθεί. Ωστόσο η απόφασή μου (που εδραιώνονταν όλο και περισσότερο από την προθυμία φωτισμένων Ρεθεμνιωτών να συμβάλλουν), με οδήγησε στην άμεση δρομολόγηση δράσης προς την κατεύθυνση αυτή.
– Σας στήριζε όμως και προς τιμή του το Νομαρχιακό Συμβούλιο.
– Η πρότασή μου, να δαπανηθεί ένα μεγάλο κονδύλι από τα ΜΟΠ για αναπλάσεις στη fortezza, το ενετικό λιμάνι και την παλιά πόλη, πήρε ομόφωνα θετική ψήφο από το Νομαρχιακό Συμβούλιο. Αμέσως μετά συναντήθηκα με την αείμνηστη τ. υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, που είχε τη πολιτική ευθύνη και αρμοδιότητα να εγκρίνει και να συμβάλλει με τις υπηρεσίες του υπουργείου της στην μελέτη και επίβλεψη των αναπλάσεων.
Ωστόσο, εκ παράλληλου, ήδη το 1987 (έχοντας αξιοποιηθεί ήδη πάνω από 1,5 χρόνο προετοιμασίας και συνεργασιών με φορείς και προσωπικότητες των γραμμάτων και τεχνών της πόλης) υλοποιήθηκε το 1ο αναγεννησιακό φεστιβάλ με πολύ έμπνευση, σκληρή δουλειά όλων και βεβαίως αρκετές αμφιβολίες από όσους (όπως ήταν φυσικό για ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα) δεν είχαν την πληροφόρηση αλλά και την δυνατότητα να έχουν ολόκληρη την εικόνα. Το κτίριο της Νομαρχίας είχε καταστεί κέντρο δημιουργίας, όπου δούλευαν φιλότιμα και ακατάπαυστα αφιλοκερδώς και με μοναδικό κίνητρο το μεράκι και την αγάπη για την πόλη επώνυμοι και ανώνυμοι Ρεθεμνιώτες. Κούκλες ντυμένες με αναγεννησιακές στολές στήθηκαν σε εμφανή σημεία της πόλης όπου μοιράζονταν το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, ενώ μέλη της οργανωτικής επιτροπής του φεστιβάλ καλούσαν με ντουντούκες στους δρόμους, τους πολίτες, να συμμετέχουν. Η παρακολούθηση των εκδηλώσεων προσφερόταν, φυσικά δωρεάν στους πολίτες. για την στόχευση μας.
– Δεν είχαμε βέβαια επιτυχία από την πρώτη διοργάνωση.
– Η πρώτη αυτή διοργάνωση λειτούργησε βέβαια διερευνητικά με περιορισμένο σχετικά αριθμό εκδηλώσεων και ήταν, κατά κάποιο τρόπο μια πρόβα τζενεράλε για την δεύτερη διοργάνωση που υπήρξε (ας μου επιτραπεί ο όρος) μεγαλειώδης, ως προς την ποιότητα, την ποικιλία, τις συμμετοχές αλλά και τους χώρους ανάπτυξης του φεστιβάλ.
Στη 2η διοργάνωση το 1988, είχαμε ανάπτυξη εκδηλώσεων σε διάφορα σημεία της πόλης. Ήταν εκδηλώσεις αμιγώς αναγεννησιακές (μουσικές, θεατρικές, αναγεννησιακού ζωντανού σκακιού και παραστάσεις δρόμου). Η fortezza, η οποία είχε, εν τω μεταξύ, ηλεκτροφωτιστεί και είχε αποκτήσει ένα μικρό ξύλινο θεατράκι, αλλά και το ενετικό λιμανάκι (που το είχαμε καθαρίσει από τα λύματα που για χρόνια δεχόταν ως τελικός αποδέκτης), λειτούργησαν ως κεντρικοί χώροι των εκδηλώσεων. Η πόλη καθώς και η fortezza ντύθηκαν με αναγεννησιακά λάβαρα και ηθοποιοί από τις επάλξεις του κάστρου, απηύθυναν τα καλέσματα του Χορτατζη προς τους πολίτες για να συμμετέχουν στην έναρξη του φεστιβάλ. Ηθοποιοί ντυμένοι με αναγεννησιακές στολές καλούσαν τους πολίτες σε συμμετοχή σε μια παράσταση προσυγκέντρωσης στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας, από όπου όλοι μαζί ανηφορήσαμε στο θέατρο της fortezza προεξάρχοντος του τότε υπουργού Τουρισμού, που τίμησε τη διοργάνωση, κ. Νίκου Σκουλά.
Στο 2ο φεστιβάλ, αξίζει να τονίσουμε ιδιαίτερα, την συμμετοχή μουσικών ομάδων καλλιτεχνών από ευρωπαϊκές χώρες που εκδήλωσαν ενδιαφέρον και έπαιξαν μουσικά κομμάτια με όργανα μουσικής αναγεννησιακά. Αλλά το γεγονός που χαρακτήρισε και λάμπρυνε ιδιαίτερα την 2η διοργάνωση, ήταν η μεταφορά από το ομώνυμο μουσείο της Ισπανίας και η έκθεση προτύπων έργων του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου που για πρώτη φορά εκτέθηκαν στην Ελλάδα.
– Και που έφθανε ο. «λογαριασμός» για όλα αυτά;
– Καλά κάνετε και το ρωτάτε. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, (ως απόδειξη πως τα σπουδαία παράγονται από μεράκι και αγάπη, και όχι όταν το κύριο ζητούμενο είναι το οικονομικό όφελος), πως το φεστιβάλ υλοποιήθηκε με ετήσιο κόστος 7.000.000 δρχ. η 21.000 περίπου ευρώ, χάρις στην αφιλοκερδή σκληρή δουλειά πολλών, επωνύμων και ανώνυμων Ρεθεμνιωτών καλλιτεχνών και υπαλλήλων της Νομαρχίας, μεταξύ των οποίων: ο Μπάμπης Πραματευτάκης, ο Ζήνων Ζανέτος, η Εύα Λαδιά, η Μαρία Πλουτινάκη, ο Αντώνης Χαραλαμπάκης, η αείμνηστη Στέλλα Φραγκιαδάκη-Τζανιδάκη, ο Αρ. Κουτάντος, η Γεωργία Ηλιακή, ο Μάνος Τσάκωνας φυσικά, ο Κ. Σαββάκης και δεκάδες ακόμα επώνυμοι και ανώνυμοι, στους οποίους θα χρειαστεί πολύς χώρος και χρόνος να αναφερθούμε και αξίζουν πολλά ευχαριστώ.
– Συμμετείχαν και οι φορείς;
– Ναι ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή των μαζικών φορέων της περιοχής και ιδιαίτερα της ένωσης ξενοδόχων, για να μην παραλείψω και την προσωπική οικονομική συνεισφορά κάποιων (όπως του Ν. Δασκαλαντωνάκη), ώστε να προστεθούν στο εκ 4.000.000 περίπου δρχ. ποσό επιχορήγησης του Νομαρχιακού ταμείου και να συγκεντρωθεί το ελάχιστα απαραίτητο κονδύλι για τις ανελαστικές δαπάνες της διοργάνωσης. Σημαντική υπήρξε επίσης η δωρεάν καταχώρηση προβολής και δημοσιότητας των εκδηλώσεων από τους δημοσιογράφους των Μ.Μ.Ε. του Ρεθύμνου με ιδιαίτερη συμβολή του αειμνήστου Γ. Χαλκιαδάκη, αλλά και δημοσιογράφων των Χανίων, όπως του Στέλιου Χερέτη.
Η κ. Βάσω Μόσιαλου εξάρει στην συνέχεια τη συμβολή και το μεράκι του κ. Βαγγέλη Στεφανάκη, που κατέθεσε ψυχή για το θεσμό όταν τον ανέλαβε ο δήμος. Αισθάνεται πάντα την ανάγκη να θυμηθεί και άλλους. Ζητά συγγνώμη για όσους αθέλητα ξεχνά και καταλήγει.
Κλείνοντας αυτή την αναφορά μου στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ, που υπήρξε ένα όραμα, ένα όνειρο, κάποιας εποχής, που τα όνειρα είχαν ακόμα αξία, θέλω να πιστεύω πως η πρόκληση, για την ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας του Ρεθύμνου, μπορεί να είναι ακόμα επίκαιρη!!! Αρκεί να περάσει και πάλι μέσα από δρόμους αγάπης για την πόλη, από ανθρώπους που θέλουν να προσφερθούν για να δημιουργήσουν. Το εύχομαι. Το ελπίζω. Το πιστεύω.
Εμείς απλά με ένα τεράστιο ευχαριστώ διαβεβαιώνουμε την κα Μόσιαλου ότι το Ρέθυμνο και ο πολιτισμός της οφείλουν και το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…