Μια φορά κι έναν καιρό, σε μιαν άκρη της ελληνικής επικράτειας, οι κάτοικοι μιας πόλης ζούσαν μέσα σε άθλιες δυσβάσταχτες συνθήκες, που τους έκαναν το βίο αβίωτο. Η κατάπτωση, η παρακμή και ο οικονομικός μαρασμός είχαν φτάσει στα έσχατα. Οι άνθρωποι είχαν απογοητευτεί, κατέρρεαν ψυχολογικά κι έλεγαν ότι μόνον ο θάνατος θα τους γλύτωνε από τα βάσανα.
Υπήρχαν πολλές μάστιγες και μια από αυτές ήταν η συμφορά των πλημμυρών από τις κατακλυσμιαίες νεροποντές και τις καταιγίδες κατά τις βαρυχειμωνιές. Οι ορμητικοί χείμαρροι παράσερναν τις πραγματείες έξω από τα μαγαζιά κι όταν τα νερά στέρευαν, απόμεναν στους δρόμους τα μπάζα, η λάσπη και τα σκουπίδια. Είναι άγνωστο πόσοι μαγαζάτορες φτωχοί βιοπαλαιστές είχαν απομείνει στους πέντε δρόμους, μη έχοντες «που την κεφαλήν κλίναι».
Αιτία πλημμυρών ήταν το απηρχαιωμένο, πεπαλαιωμένο δίκτυο αποχέτευσης. Λύματα και μπάζα είχαν αποφράξει, λόγω αυξημένου φόρτου, τους παλαιούς υπόγειους ενετικούς αγωγούς και είχαν μείνει εκεί στάσιμα, με αποτέλεσμα την υπερχείλιση και τη διάβρωση των τοιχωμάτων.
Η λειτουργικότητα του δικτύου είχε μηδενιστεί, και οι οικοδομές λίμναζαν σ’ ένα τέλμα ακαθαρσιών και σ’ έναν σηπτικό απορροφητικό βόθρο. Οι τοίχοι διαποτίζονταν από την υγρασία συθέμελα, για να καταντήσουν άθλιες τρώγλες με τους ξεφτισμένους σουβάδες. Η πόλη ζούσε ένα δυσβάσταχτο μαρτύριο!
Εξ’ αιτίας της αποφράξεως των υπονόμων και των λιμναζόντων λυμάτων ενέσκηψαν στην πόλη πλήθη τρωκτικών. Οι υπόγειοι αγωγοί, που δέχονταν τις ακαθαρσίες, χρησίμευσαν ως ιδεώδες ενδιαίτημα και ασφαλές εκτροφείο σε στρατιές ποντικών, αλλά και εκκολαπτήριο μολυσματικών παράσιτων, τα οποία συνέρρεαν σε σύννεφα.
Οι ποντικοί ήταν οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος, όπως είναι οι ενδημούντες στα λιμάνια, οι οποίοι είναι αιτία της θανατηφόρου επιδημίας της πανώλης, καθώς μεταφέρουν το μικρόβιο (βάκιλος του Γένσεν) στο τρίχωμα τους. Το μεσαίωνα η νόσος θέριζε την Ευρώπη. Στα σοκάκια της παλιάς πόλης δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο οι αηδιαστικές «γατομυομαχίες», οι οποίες διεξήγοντο ακόμα και το καταμεσήμερο από τα θρασύτητα τρωκτικά.
Πέραν όλων αυτών οι υπόνομοι ανέδιδαν έντονες έως και ανυπόφορες δυσώδεις αναθυμιάσεις και η δυσάρεστη κακοσμία, εκτός των άλλων, επιβάρυνε το περιβάλλον.
Εκ παραλλήλου και εντός του πεπαλαιωμένου αποχετευτικού δικτύου δυσλειτουργούσε το επίσης πρωτόγονο δίκτυο ύδρευσης με όλα τα παρεπόμενα. Οι υδροσωλήνες είχαν αποσαθρωθεί. Η οξείδωσή τους είχε διαβρώσει. Αιτία μολύνσεως του νερού ήταν οι διατρήσεις σε πολλά σημεία των σωλήνων. Η οικτρή αυτή κατάσταση εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους επιδημικών νόσων.
Η ύδρευση εξ’ άλλου της πόλης από μια παλιά δεξαμενή ήταν ανεπαρκής και το νερό σκληρό, επομένως ακατάλληλο προς πόση.
Στους χωματένιους δρόμους της πόλης τα καλοκαίρια τα αυτοκίνητα σήκωναν σύννεφα σκόνης και το χειμώνα οι άνθρωποι τσαλαβουτούσαν στις λάσπες μέσα στο σκοτάδι από το αμυδρό, ασήμαντο ηλεκτροφωτισμό. Εύγλωττη και υψίστης σημασίας η αναγκαιότητα για την οδόστρωση με ανθεκτικά υλικά.
Η πόλη τελικά βυθίστηκε σε βαθιά απελπισία και απογοήτευση και τότε φάνηκε στον ορίζοντα ένας νέος άνθρωπος.
Κάποτε ένας καθηγητής φιλόλογος διατύπωσε τις απόψεις του για την αναμφισβήτητη αξία της παλιάς πόλης. Τις ίδιες θέσεις και απόψεις ενστερνίστηκε εκ παραλλήλου και άλλος νέος, άρτι αφιχθείς εξ Εσπερίας, επιστήμονας με μεταπτυχιακές σπουδές στην αρχαιολογία. Αντίκρισε μια πόλη ν’ αργοσβήνει και να μαραζώνει ενώ επεσήμανε πολλά εναπομείναντα στοιχεία πολιτισμού. Πολύτιμα κομμάτια απαράμιλλης τέχνης σε προσόψεις οικιών να αντέχουν στον χρόνο, αλλά και την προνομιακή παράκτια θέση της πόλης. Τον απασχόλησε και τον προβλημάτισε το θέμα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η πόλη άξιζε μιας καλύτερης τύχης.
Από τη θέση του δημάρχου το νέο αυτόν τον κυριεύει ένα μόνο φλογερό πάθος. Να απαλλάξει την πόλη από τη μάστιγα των πλημμύρων, των ακαθαρσιών και των άλλων πολλών πλημμελών, αναχρονιστικών δομών, αλλά και την ανάδειξη της από τον οικονομικό μαρασμό.
Μεθοδικά και ευσυνείδητα, ο πρώτος τη τάξει πολίτης, θα ξεκινήσει ένα τιτάνιο αγώνα.
Κατασκευάζεται νέο πρωτοποριακό δίκτυο αποχετευτικών αγωγών. Εγκαινιάζεται βιολογικό μηχανοστάσιο για τη συλλογή επεξεργασία και αδρανοποίηση (αχρήστευση) οικιακών και βιομηχανικών αποβλήτων, καθώς και ταχυδιυλιστήριο για το διαρκή έλεγχο νερού (ποσότητα και ποιότητα), σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Εγκαθίστανται η υπογείωση των εναέριων καλωδίων ηλεκτροδοτήσεως, τηλεπικοινωνιών και υποσταθμών. Οι δρόμοι τσιμεντοστρώνονται και ορισμένοι κεντρικοί πλακοστρώνονται.
Η ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα του νερού αντιμετωπίζεται από τις πηγές πολίχνης με άφθονο, πεντακάθαρο νερό, παρά την τεράστια απόσταση με σωλήνα πολλών χιλιομέτρων.
Θα ‘λεγε κανείς ότι ο δήμαρχος θα ‘μενε αδρανής μετά απ’ όλη αυτή την κοσμογονία. Παραταύτα συνεχίζει να αποδύεται σε ένα ακόμα αγώνα αντιμετωπίζοντας στην πορεία αδικαιολόγητες ενστάσεις, αξιώσεις απειλητικών διαστάσεων και διαδοχικά προσκόμματα.
Αγωνίζεται, μοχθεί και πασκίζει για την εφαρμογή ενός μεγαλεπήβολου εγχειρήματος και αναπτυξιακού προγράμματος, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, που φάνταζαν ανυπέρβλητα.
Χωρίς την ελάχιστη κοινωνική συναίνεση, ο νεαρός δήμαρχος αντιμετωπίζει την αντίδραση οργανωμένων συμφερόντων ορισμένων κατοίκων που επιθυμούν να αποχαρακτηριστεί η πόλη ως «Διατηρητέο Ιστορικό Μνημείο».
Ακολουθεί αργότερα η εξαγγελία του δημάρχου για την ίδρυση Πανεπιστημίου, η οποία λογίζεται από τους «επαΐοντες» ως γεγονός αδιανόητο αν όχι ακόμα και εξωφρενικό. Η ιδέα θα ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πόλης. Ότι αποτελεί ανέφικτο όνειρο και ευσεβή πόθο του δημάρχου. Σε ποια άλλη επαρχιακή πόλη δέκα χιλιάδων κατοίκων υπάρχει Πανεπιστήμιο;
Μετά από όλες αυτές και άλλες ριζικές μεταβολές και τις τολμηρές, αλλεπάλληλες ανατροπές η αισιοδοξία και οι υπεράνθρωποι αγώνες του δημάρχου δικαιώθηκαν . Η επέλαση της φθοράς και της ερείπωσης είναι πια παρελθόν.
Σήμερα η πόλη προήχθη σε κέντρο προηγμένου πνευματικού πολιτισμού με όλα τα εχέγγυα και όλες τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ των Πανεπιστημίων των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το παραπάνω συνοπτικό κείμενο θα μπορούσε να ‘ναι ένα παραμύθι. Θα μπορούσε να είναι μια φανταστική ιστορία. Όμως οι φωτογραφίες του βιβλίου αποτελούν αλάνθαστο τεκμήριο.
Σ’ αυτό το πρόσφατο πόνημα του «Παλιά Πόλη» από «υποβαθμισμένο γκέτο μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου», ο Δημήτρης Αρχοντάκης μας ενημερώνει πλήρως για όλες τις πτυχές και όλες τις παραμέτρους της χρονικής περιόδου, κατά την οποία άσκησε το λειτούργημα του δημάρχου. Πρόκειται για έναν απολογισμό πεπραγμένων μαζί με μια εξομολόγηση de profundis της τελέσφορης και ευδόκιμης Δημαρχίας του.
Διάβασα απνευστί αυτό το συναρπαστικό εγχειρίδιο και το ξαναδιάβασα παράγραφο με παράγραφο. Παρατήρησα επισταμένως τις φωτογραφίες και τα μάτια μου βούρκωσαν. Και τούτο επειδή ο πατέρας μου είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τις πλημμύρες. Διότι αγωνιζόταν ο δυστυχής μάταια, να περισώσει το σπίτι από την υγρασία. Διότι είχε αποδυθεί σε απέλπιδα μάχη εναντίον μιας ατέρμονης στρατιάς ποντικών. Τα μάτια μου βούρκωσαν γιατί ο Δημήτρης Αρχοντάκης έδωσε την ψυχή του για την αγαπημένη μας πολιτεία, του Χορτάτση και του Πρεβελάκη και αντί για ένα μεγάλο ευχαριστώ ποτίστηκε με αίμα και δάκρυα. Τα μάτια μου βούρκωσαν ακόμα, γιατί ο δήμαρχός μας καλλιέργησε την αγάπη, τη φιλία, την καλαισθησία, την πίστη και δέχθηκε την εμπάθεια, την μνησικακία, την παραφορά και αντιμετώπισε αδίστακτους τραμπούκους.
Είναι ωστόσο παρήγορο ότι υπέγραψαν εκείνο το μανιφέστο όλοι οι συμπολίτες. Όλων των τάξεων και όλων των τάσεων, όλων των θέσεων και όλων των αντιθέσεων και ου μόνον οι πολλοί αλλά και οι εκλεκτοί. Ας είναι αυτά τα λόγια ελάχιστη ευγνωμοσύνη και ηθική συμπαράσταση για τον εξουθενωτικό αγώνα του, που αναβάθμισε και αναγέννησε τη γενέτειρα.
Ας είναι βέβαιος ο Δημήτρης ότι μας έκανε περήφανους σ’ όλη τη χώρα για την πανέμορφη πόλη μας.