Μπροστά από τη βιτρίνα ενός μαγαζιού ένας άντρας και μία γυναίκα συναντιούνται τυχαία. Από νωρίς βρέχει ασταμάτητα. Κάτω απ’ τις ομπρέλες τους ανταλλάσσουν καλημέρες και χαμόγελα ευγένειας. Η κυρία συλλυπάται τον κύριο για το χαμό του πατέρα του. Φαίνεται βαθιά συντετριμμένη, καθώς οι λέξεις βγαίνουν απ’ τα χείλη της. Ο κύριος χαμογελάει αμήχανα. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτή τη βαθιά συντριβή της κυρίας για τον πατέρα του που μετά βίας γνώριζε. «Και καλή του χάρη. Στην ηλικία που ήταν, κάθε μέρα που περνούσε ήταν η τελευταία του». Η κυρία εκπλήσσεται. Δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Θα ήθελε να δει, απ’ την πλευρά του, τουλάχιστον μία ανάλογη με τη δική της συντριβή. Προσπαθεί να του την προκαλέσει με κάθε τρόπο: «Μην το λέτε αυτό. Ψυχή είχε κι αυτός». Ο κύριος εξακολουθεί να χαμογελάει αμήχανα: «Μα και βέβαια. Κόντευε όμως τα 90. Μακάρι να φτάσουμε κι εμείς στα χρόνια του» της λέει στο ίδιο ύφος. Η κυρία θυμώνει. Πώς μπορεί να μιλάει έτσι για τον πατέρα του, σκέφτεται, και συνεχίζει: «Και πάλι όμως, είναι κρίμα. Ο δικός μου είχε περάσει τα 90 όταν τον έχασα. Δε φαντάζεστε πόσο μου στοίχισε η απώλειά του».
Καθώς οι μνήμες της ξεχύνονται και ζωντανεύουν, ένα αυτοκίνητο περνάει από δίπλα τους και τους κάνει μούσκεμα. Ο κύριος ξεσπάει σε γέλια, η κυρία ξεσπάει σε κλάματα. Της δίνει ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει το πρόσωπό της και την προτρέπει να μην κλαίει. Δυσκολεύεται να κατανοήσει αν ο πόνος της προκύπτει από το χαμό του πατέρα του, από τη δική της μοναξιά ή από τη βροχή. Η κυρία θυμώνει πιο πολύ. Τον αποκαλεί αναίσθητο και φεύγει. Την κοιτάζει καθώς απομακρύνεται. Αναρωτιέται μήπως είναι πράγματι αναίσθητος. Τρέχει να την προλάβει. Τουλάχιστον ας της δείξει λίγη συμπόνια. Η βροχή έχει σταματήσει. Η κυρία όμως εξακολουθεί να κρατάει την ομπρέλα της ανοιχτή. Το χέρι της τρέμει. Ο κύριος την πιάνει απ’ τον ώμο. Της ζητάει συγγνώμη. «Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι. Έχετε δίκιο. Μία απώλεια είναι πάντα σκληρή όσο χρονών κι αν είναι ο άλλος» παραδέχεται στο τέλος. Η κυρία δεν κλαίει πια. Τον αγκαλιάζει. «Ξέρετε κάτι; Δεν είναι η απώλεια του άλλου που μας πονάει. Τον εαυτό μας θρηνούμε εκείνη τη στιγμή, το κομμάτι μας εκείνο που κατέχει ο άλλος που φεύγει. Ποτέ ξανά δε θα είμαστε ίδιοι». Η κυρία απομακρύνεται. Ο κύριος δε γελάει πια. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι τώρα δε θα είναι ο γιος κανενός, δε θα έχει πια αυτόν τον ρόλο. Συνειδητοποιεί ότι μεγαλώνοντας αποχωριζόμαστε όχι μόνο τους ανθρώπους μας αλλά και τους ρόλους που είχαμε χάρη σ’ αυτούς. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται μέσα μας όταν εκλείπουν, το παρελθόν μας παίρνει άλλες διαστάσεις. Η απώλεια του εαυτού μας είναι η πιο σκληρή ενηλικίωση, σκέφτεται ο κύριος καθώς κατευθύνεται προς τη θάλασσα των αλλοτινών του χρόνων.