Μητέρα των όλων, Κυρία των Αγγέλων, η Παναγία μας, τιμάται με την ίδια πάντα μεγαλοπρέπεια. Και ο κόσμος, θρησκευόμενος και μη, γιορτάζει με λαμπρότητα το «Πάσχα του καλοκαιριού», που αφυπνίζει κυρίως μνήμες παιδικές.
Αναρίθμητα τα προσκυνήματα, αποτελούν πλέον και τουριστικό προορισμό, μια νέα εκδοχή για την αξιοποίησή τους που ευνοεί στο έπακρον την τοπική οικονομία.
Κάποια άλλα πάλι, αποτελούν και εστίες όπου επιτελείται σπουδαίο κοινωνικό έργο.
Όλα, ωστόσο, έχουν και τη δική τους ιστορική σημασία, που ακόμα κι όταν πλησιάζει τις παρυφές του θρύλου, έχει ενδιαφέρον.
Από τα λαμπρότερα στον νομό μας και πόλοι έλξης ακόμα και ξένων τουριστών, είναι αρκετά που συνθέτουν ένα ενδιαφέρον οδοιπορικό. Ας τα ακολουθήσουμε.
Η Παναγία στον Χάρακα
Το σημαντικότερο προσκύνημα στο νομό μας τις μέρες αυτές είναι η Παναγία στον Χάρακα. Είναι μια από τις εκκλησίες που υπάρχει το οικόσημο των Καλλέργηδων και μας προσδιορίζει έτσι την ιστορική της ταυτότητα. Ήταν ο ναός που τιμούσε ιδιαίτερα ο μακαριστός Μητροπολίτης Άνθιμος, ο οποίος είχε κάνει και μια εξαιρετική μελέτη για την ιστορία και τους θρύλους που αναφέρονται στην Παναγία τη Χαρακιανή. «Χαίροις Παναγία Χαρακιανή, καύχημα της Κρήτης, Ρεθυμνίων καταφυγή του Μυλοποτάμου ωράισμα και κλέος και της Μονής Ατάλης θείον θησαύρισμα…»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο θρύλος που αναφέρεται στην περιοχή.
Αναφέρει σχετικά ο εκλεκτός συγγραφέας Βασίλης Χαρωνίτης στο βιβλίο του «Η Κρήτη των θρύλων» (εκδόσεις «Σμυρνιωτάκη»).
«Όσοι ταξιδεύουν από τα Χανιά προς το Ηράκλειο ή αντίθετα, παρατηρούν μια περιτειχισμένη μικρή εκκλησούλα δίπλα στον εθνικό δρόμο, δύο χιλιόμετρα ύστερα από το Μπαλί. Μια πινακίδα με την επιγραφή «Προσκύνημα Παναγίας, Χάρακα» κάνει γνωστή την ταυτότητά της. Μια χαρουπιά μέσα στην περιποιημένη αυλή και μερικές άλλες ανάμεσα στους θάμνους που σκεπάζουν τη βορινή πλευρά, χαρίζουν σκιά το καλοκαίρι. Από τη νοτική πλευρά η εικόνα συμπληρώνεται με λίγες ελιές και κάμποσες χαρουπιές.
Πολλοί σταματούν σ’ εκείνη την όαση. Άλλοι από ευσέβεια κι άλλοι από περιέργεια. Μπαίνουν στον ναΐσκο, σκύβουν μπροστά στις ασκητικές μορφές που είναι στα εικονίσματα κι ύστερα βγαίνουν έξω, κάθονται στα γύρω πεζούλια, αγναντεύοντας τη θάλασσα που απλώνεται λίγο πιο κάτω.
Τούτη η μοναξιά ήταν πιο έντονη στα περασμένα χρόνια. Τότε δρόμος δεν υπήρχε, άνθρωποι σπάνια περνούσαν απ’ εκεί – κανείς βοσκός ή κανείς οδοιπόρος από το Μπαλί στις Σίσες ή αντίθετα και το τοπίο ήταν πραγματικά «ερημικό, απρόσιτο, απομονωμένο». Έτσι το εκκλησάκι έπαιρνε μιαν άλλη υπόσταση που με τον πολυσύχναστο δρόμο σήμερα έπαψε να υπάρχει.
Κάθε Δεκαπενταύγουστο η εικόνα που περιγράψαμε αλλάζει. Τότε ο τόπος γύρω από τον ναό παίρνει ένα ιδιαίτερο χρώμα, μια ξεχωριστή ζωντάνια. Άνθρωποι, οικογένειες ολόκληρες από τα γύρω χωριά, τον Εξάντη, το Μελιδόνι, ακόμη κι από το Πέραμα, έρχονται, διαλέγουν από μια χαρουπιά, φτιάχνουν κάτω απ’ τα κλαδιά τους καλύβες και μένουν εκεί 15 μέρες. Ολόκληρο τον Δεκαπενταύγουστο. Αφήνουν τις βιοτικές μέριμνες, τ’ αμπέλια, τους κήπους, την καθημερινή βιοπάλη, τις μικρότητες της ζωής κι έρχονται με την απλότητα της καρδιάς τους να νηστέψουν αυτές τις ημέρες, να ζήσουν κοντά σε κάτι που πιστεύουν, να ξανανιώσουν περισσότερο άνθρωποι κι ύστερα δυναμωμένοι ψυχικά να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους…
Τούτη η συνήθεια κρατιέται από πολύ παλιά, μόνο που τότες μαζεύονταν περισσότεροι άνθρωποι και στοχάζονταν στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια.
Κι όμως και τώρα, κάθε που βραδιάζει και οι ασυνήθιστοι τούτοι κατασκηνωτές κάθονται έξω από τις καλύβες τους ή γύρω στα πεζούλια του ναού κι αγναντεύουν το πέλαγος, νομίζεις ότι ο θόρυβός τους είναι ξένος κι αδιάφορος. Αυτοί δείχνουν σαν να καρτερούν το βυζαντινό καράβι να φανεί με την αρχόντισσα, για να τη βεβαιώσουν ότι πραγματοποίησαν την εντολή και την παράκληση της… Γι’ αυτή την εντολή θα είναι ο λόγος στη συνέχεια:
Στα χρόνια, λέει, που ο δικέφαλος βυζαντινός αϊτός σκέπαζε με τις φτερούγες του Ανατολή και Δύση, τότες που η Κρήτη ήταν το ομορφότερο στολίδι της δοξασμένης Αυτοκρατορίας, ένα καράβι, ένας δρόμωνας, με μιαν αρχόντισσα ανοίχτηκε στο γαλανό Αιγαίο. Περνούσε ανάμεσα από τα μικρά και τα μεγάλα νησιά, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, την Αμοργό, μα δεν σταματούσε. Σαν δελφίνι έσκιζε τα νερά, τραβώντας κατά τον Νοτιά, ώσπου έφτασε στο πέλαγος της Κρήτης.
Σαν έφτασε στα δικά μας νερά, άλλαξε ταχτική. Χωρίς καμιά βιασύνη άρχισε να κινείται παραλιακά. Στα μεγάλα λιμάνια, στους ήσυχους όρμους, στους απόμερους γιαλούς σταματούσε, η αρχόντισσα έβγαινε στη στεριά, χαιρόταν τις ομορφιές του νησιού κι ύστερα έμπαινε στο πλεούμενο και συνέχιζε το ταξίδι. Οι ντόπιοι, σαν έβλεπαν το καράβι στα νερά τους, κατέβαιναν στο γιαλό, παρατηρούσαν έκπληκτοι την άγνωστη γυναίκα ν’ αποβιβάζεται στη στεριά, μα ύστερα την καλωσόριζαν και τη φιλοξενούσαν.
Πόσο κράτησε τούτη η περιήγηση, κανείς δεν ξέρει. Κάποτε που το καράβι βρέθηκε στα νερά του Πανόρμου, κοντά στον όρμο του Μπαλί, η αρχόντισσα βγήκε πάλι στη στεριά, προχώρησε ίσαμε το μέρος που βρίσκεται σήμερα η εκκλησούλα και παρατηρούσε τριγύρω τον άγριο τόπο. Ένας βοσκός από ψηλά είδε τη γυναίκα κι ειδοποίησε τους χωρικούς και κατέβηκαν παραξενεμένοι.
Στο μεταξύ εκείνη είχε προχωρήσει αρκετά. Ένας μεγάλος βράχος, ένας Χάρακας που ξεχώριζε νοτικά τής κέντρισε την περιέργεια και πήγε κοντά του. Χωρίς να έχει τίποτε το ξεχωριστό, δημιούργησε στην ψυχή της μιαν ανεξήγητη λαχτάρα κι άρχισε να τον εξερευνά και να τον εξετάζει απ’ όλες τις μεριές. Καθώς παρατηρούσε μια σκισμάδα του, είδε κάτι σαν ξύλο που φεγγοβολούσε απαλά. Έσκυψε, και το τράβηξε με προσοχή κι είδε έκπληκτη ότι κρατούσε στα χέρια της την εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας!
Την καθάρισε με συγκίνηση, την προσκύνησε με σεβασμό κι ύστερα την έδωσε και στους ντόπιους που είχαν μαζευτεί κοντά της να τη χαρούν κι εκείνοι!
Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη κι αποφάσισαν να γιορτάσουν την ξεχωριστή τιμή που τους έκαμε η Παναγία. Ο βοσκός έσφαξε ένα αρνί και το ‘βαλε στη σούβλα, κάποιοι άλλοι έφεραν ψωμί και κρασί κι όλοι μαζί κάτω από τη σκιά μιας χαρουπιάς έφαγαν ήπιαν και τραγούδησαν.
Ύστερα η αρχόντισσα ευχαριστημένη κι αυτή από την όμορφη σύναξη, άφησε στους ντόπιους την εικόνα μαζί με πολλά πολλά χρήματα, για να χτίσουν εκκλησία στη χάρη της Μητέρας του θεού.
– Του χρόνου θα ξανάρθω. Η εκκλησία να είναι έτοιμη, για να κάμομε μαζί την πρώτη λειτουργία, τους είπε κι αποχαιρετώντας τους μπήκε στο καράβι κι έφυγε. Σάλπαρε το καράβι και οι απλοϊκοί κάτοικοι έμειναν με την εικόνα και τα χρυσά νομίσματα.
Γύρισαν στο χωριό τους αποφασισμένοι να εκτελέσουν την εντολή που πήραν. Προσωρινά άφησαν την εικόνα στην εκκλησία του χωριού τους και δίκαια μοιράστηκαν τα χρήματα, κάνοντας τη σκέψη ότι έτσι κι αλλιώς σ’ αυτούς ανήκαν μια κι όλοι μαζί θα βοηθούσαν στο χτίσιμο.
Τις πρώτες βδομάδες οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω απ’ αυτό το θέμα κι η μια γνώμη ακολουθούσε την άλλη. Όλοι είχαν κάτι να προτείνουν, γιατί επιθυμία τους ήταν να γίνει ένας ναός πανέμορφος και μοναδικός.
Στο μεταξύ το νέο για την εικόνα μαθεύτηκε στα κοντινά χωριά κι ευσεβείς προσκυνητές έρχονταν ομαδικά και μαζί με τ’ άλλα, δυνάμωναν τις συζητήσεις για την οικοδόμηση του ναού.
Μα όσο περνούσαν οι βδομάδες, οι προσκυνητές αραίωναν, οι δουλειές στο χωριό δεν σταματούσαν κι οι συζητήσεις άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ίδιο και τα χρήματα που σιγά σιγά ξοδεύτηκαν εντελώς.
Ύστερα έπιασε χειμώνας και κλείστηκαν μέσα, μερικοί είπαν ότι η εικόνα ήταν καλά προφυλαγμένη στην εκκλησία τους και δε χρειαζόταν καινούργια και η υπόθεση άρχισε να ξεχνιέται.
Την άνοιξη κανείς δε θυμόταν την αρχόντισσα και την παραγγελιά της. Μόνο σαν ήρθε το καλοκαίρι και στα γαληνεμένα νερά του Κρητικού πελάγου φάνηκε το καράβι με τον δικέφαλο αϊτό, ο δρόμωνας με την αρχόντισσα, ένιωσαν την ενοχή τους, που δεν είχαν βάλει ούτε τα θεμέλια του ναού, που υποσχέθηκαν να ετοιμάσουν. Κι όχι μόνο γι’ αυτό. Από τα χρήματα που τους άφησε για το σκοπό αυτό δεν είχε μείνει τίποτα. Όλα είχαν φαγωθεί…
Αποφάσισαν να ξεγελάσουν τη γυναίκα και σκηνοθέτησαν μια ψεύτικη ιστορία: Έβαλαν τον πρωτομάστορα του χωριού να ξαπλώσει σ’ ένα κρεβάτι να κάνει τον πεθαμένο κι αυτοί με περίλυπο ύφος κατέβηκαν στην παραλία, όπου είχε αποβιβαστεί η βυζαντινή μεγαλοκυρά και με δάκρυα την βεβαίωσαν ότι έπεσε θανατικό στην περιοχή κι ορφάνεψε το χωριό κι αναγκάστηκαν να ξοδέψουν τα χρήματα, που τους άφησε, στους γιατρούς κι ότι ακόμη κι ο πρωτομάστορας δεν γλύτωσε το κακό. Μήνες βασανιζόταν και τώρα τον είχαν νεκρό και κείνη την ημέρα θα τον έθαβαν. Αν αμφισβητούσε τα λόγια τους, μπορούσε να πάει στο σπίτι που είχαν το λείψανο του και να το δει…
Η αρχόντισσα πείστηκε μ’ όσα άκουσε. Τους μίλησε με συμπόνια και κατανόηση. Και πάλι τους άφησε πολλά πολλά χρυσά νομίσματα και την ίδια παραγγελία:
– Του χρόνου θα ξανάρθω. Η εκκλησία να είναι έτοιμη, για να κάμομε μαζί την πρώτη λειτουργία. Ύστερα γύρισε, μπήκε στο καράβι κι έφυγε…
Οι ντόπιοι έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Τα κατάφεραν! Ως του χρόνου είχε ο θεός… Έτρεξαν να το πουν στον πρωτομάστορα.
Μα όταν έφτασαν στο σπίτι και μπήκαν στο δωμάτιο όπου ήταν το κρεβάτι του, τον είδαν ακίνητο σαν άγαλμα. Ήταν στ’ αλήθεια νεκρός!..
Φόβος απερίγραπτος τους κυρίεψε, γιατί στον θάνατο του πρωτομάστορα είδαν τη δίκαιη θεϊκή τιμωρία. Και, γι’ αυτό, χωρίς καθυστέρηση κατέβηκαν στην παραλία κι έχτισαν το εκκλησάκι που, ανακαινισμένο, σώζεται ίσαμε σήμερα.
Η Γαλακτοτροφούσα
Λίγο πριν από τη Μονή Αρκαδίου, σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων, στην περιοχή Καψαλιανά, μας περιμένει το προσκύνημα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας. Και μια εικόνα που υπάρχει εκεί συγκινεί σίγουρα κάθε νεαρή μητέρα. Ο χαρισματικός αγιογράφος της θα εμπνεύστηκε από την ευαγγελική διήγηση της Γέννησης του Χριστού (Ματθ. Β’ 1-15, Λουκ. Β’ 1-20) και από το ευαγγελικό εδάφιο: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας» (Λουκ. ια’ 27).
Η Παναγία η Γαλακτοτροφούσα βρίσκεται μέσα στο εκκλησάκι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Το καμπαναριό του αναστήλωσαν πρόσφατα αρχαιολόγοι του Υπουργείου Πολιτισμού, αφού όλος ο οικισμός έχει χαρακτηρισθεί με Προεδρικό Διάταγμα ως υψηλής πολιτιστικής αξίας.
Την εκκλησία αναπαλαίωσε ο αρχιτέκτων Μύρων Τουπογιάννης καθώς και μεγάλο μέρος του μοναστηριακού οικισμού του 16ου αιώνα και μετετράπη στο βραβευμένο ως ιστορικό ξενοδοχείο Historic Hotel στα 100 καλύτερα του κόσμου με Local Character απο τους Sunday Times και το Fodor’s travel guide.(www.eirinika.gr)
Άλλα προσκυνήματα
Στα Ρούστικα θα συναντήσουμε τον δίκλιτο ναό αφιερωμένο στην Παναγία και τον Σωτήρα Χριστό. Κατάγραφος ο ναός παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον καθώς οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται στο 1381. Επίσης στο κωδωνοστάσιο υπάρχει η χρονολογία 1627.
Ιδιαίτερα τιμάται η Παναγία στην επαρχία Αμαρίου, όπου αναρίθμητες εκκλησίες έχουν αφιερωθεί στη χάρη Της.
Στο Θρόνος θα συναντήσουμε τη Βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα και μας εντυπωσιάζει με τις τοιχογραφίες και τα περίφημα ψηφιδωτά.
Ο διάκοσμος της εξωτερικής όψης έχει ενετικές επιρροές, ενώ αξίζει να προσεχθεί το πάτωμα της παλιότερης βασιλικής, πιθανότατα 4ου αιώνα, που επεκτείνεται έξω από το οικοδόμημα. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες βρίσκονται στο μπροστινό μέρος πίσω από το τέμπλο. Στον νότιο τοίχο υπάρχει μια επιγραφή χρονολογημένη το 1491.
Στον Μέρωνα θα πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθούμε τον ναό της Παναγίας με το βλέμμα που θαρρείς και σε ακολουθεί παντού.
Ανήκει στον 13ο αιώνα και είναι τρίκλιτη (τα άλλα δύο είναι του Αγίου Γεωργίου και των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου).
Πάνω από την πόρτα είναι χαραγμένο το οικόσημο των Καλλέργηδων.
Στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, σύμφωνα με την παράδοση, υπάρχουν σημάδια λόγχης και πυροβολισμών από τους Τούρκους επιδρομείς.
Ονομαστός είναι ο ναός της Κερά Παναγιάς στο Νεφς Αμάρι, τρίκλιτη βασιλική που βρίσκεται στη θέση παλαιότερου σταυροειδούς με τρούλο ναού 13ου αιώνα. Το νότιο κλίτος με το εντυπωσιακό θύρωμα και τα οικόσημα της οικογένειας των Καλλέργηδων είναι προφανές ότι είναι υστερότερο και χρονολογείται στον 15ο μ.Χ αι.
Οδεύοντας στα νότια παράλια αξίζει μια παράκαμψη για Λαμπηνή, όπου βρίσκεται, εκεί που ήταν άλλοτε η έδρα της επισκοπής Λάμπης, ο επισκοπικός ναός της Παναγίας. Είναι ιστορικός με τοιχογραφίες 12ου και 14ου μ.Χ. αιώνα.
Εδώ σημειώθηκε το ματωμένο χρονικό όπου οι Τούρκοι του Αλμπάνη Μπέη πυρπόλησαν τον ναό και έσφαξαν τους κατοίκους που παρακολουθούσαν τη λειτουργία ημέρα του Αγίου Ευθυμίου.
Αμέτρητα τα προσκυνήματα στο Γεράνι, στην Παντάνασσα, στην Παναγιά την Κερά, δεν ξέρεις ποιο να πρωτοαναφέρεις.
Η Παναγία μας όμως, όπως και να αναφέρεται, είναι ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ καταφυγή κάθε πιστού και κάθε απελπισμένου.