Κάθε φέτος και χειρότερα για τους παραγωγούς κάρβουνου στο χωριό Αγιά του Μυλοποτάμου. Είναι ζήτημα μάλιστα να έχουν μείνει δέκα οικογένειες που διατηρούν καμίνια από τους συνολικά τριακόσιους κατοίκους του χωριού, το οποίο τα προηγούμενα χρόνια ζούσε σχεδόν καθ’ ολοκληρία από το κάρβουνο.
Οι περισσότεροι από αυτούς τα έχουν πλέον παρατήσει και αναζητούν κάποια αγροτική δουλειά για να ζήσουν ή έστω μια προσωρινή απασχόληση στα ξενοδοχεία της περιοχής, ενώ δεν είναι λίγοι οι άνεργοι και κυρίως οι νέοι άνθρωποι που αρκούνται σε βοηθητικές εργασίες. Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων της Αγιάς ακόμη κι όσοι επιμένουν να ασκούν το παραδοσιακό αυτό επάγγελμα, έχουν φθάσει στο σημείο να δουλεύουν όλη μέρα στα καμίνια για να κερδίσουν μετά βίας ένα μικρό μεροκάματο.
Κάτω από τον καυτό ήλιο, αναπνέοντας την καρβουνόσκονη και τους καπνούς που αποβάλλουν τα καμίνια, βλέπουν καθημερινά τον μόχθο τους να πηγαίνει χαμένο. «Τα προηγούμενα χρόνια ήταν καλά, πουλούσαμε παντού, ειδικά την εποχή του Πάσχα περιμένανε στη σειρά τα φορτηγά για Αθήνα. Τώρα αγοράζουν όλοι για πιο φθηνά κάρβουνο από τη Βουλγαρία κι εμείς φθάσαμε στο σημείο να πουλάμε μόνο στην Κρήτη», αναφέρει ο 39χρονος Μανώλης Πλεμένος που εργάζεται από την τρυφερή ηλικία των 9 ετών στα καμίνια του πατέρα του Κωνσταντίνου.
Παρά την άριστη ποιότητα και την ελκυστική τιμή που έχει το κάρβουνο που παράγεται στην Αγιά, την εγχώρια αγορά κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια προϊόντα που προέρχονται από τη Βουλγαρία, την Αίγυπτο ακόμη κι από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα την Αργεντινή.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δηλώσεις του Δημήτρη Παπαδογιάννη, ο οποίος διατηρεί εδώ και είκοσι χρόνια καμίνια: «Το νούμερο ένα πρόβλημα είναι ο ανταγωνισμός… τα ξένα κάρβουνα μας έχουν διαλύσει στην κυριολεξία. Εγώ πουλούσα σε σούπερ-μάρκετ, ταβέρνες και καταστήματα αλλά τώρα με τις τιμές που έχουν τα εισαγωγής θα πρέπει να τα χαρίζω. Όποιος δει τη διαδικασία που θέλει το κάρβουνο, τι τραβάς για να ψήσεις ένα καμίνι, τότε μόνο θα καταλάβει σε τι αναφέρομαι».
Επιπρόσθετα ο κ. Παπαδογιάννης διευκρινίζει ότι η ποιότητα που έχει το κάρβουνο από τη Βουλγαρία ή την Αίγυπτο είναι κατά πολύ κατώτερη από την εγχώρια παραγωγή. Και ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι τα ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνται για να παραχθούν τα κάρβουνα είναι λιγότερο ποιοτικά ορισμένες φορές έως και ακατάλληλα: «Εμείς στην Κρήτη βάζουμε και ψήνουμε στα καμίνια ξύλο ελιάς κι όχι ό,τι ξύλο βρεθεί μπροστά μας…κοιτάζουμε πάντα την ποιότητα κι όχι μόνο το κέρδος, γιατί δε θέλουμε να κοροϊδεύουμε τα καταστήματα και τους πελάτες τους», αναφέρει ξεκάθαρα ο Δημήτρης Παπαδογιάννης.
Τα προβλήματα ωστόσο για τους καρβουνάδες της Αγιάς του Μυλοποτάμου δεν σταματούν στις εισαγωγές, αλλά επεκτείνονται και σε διάφορα άλλα πρακτικά ζητήματα που εντείνουν ακόμη περισσότερο την αγωνία τους για οικονομική επιβίωση. «Το επάγγελμα δεν έχει μέλλον, είναι θέμα χρόνου να σβήσει γιατί τα ξύλα τελειώνουν, ήδη έχουμε μεγάλο πρόβλημα να τα προμηθευτούμε. Εμείς παίρνουμε ξύλα από όλα τα μέρη της Κρήτης αλλά τα εύκολα ξύλα έχουν πια τελειώσει εκτός αν έχεις μηχανήματα, φορτωτές και τσάπες», τονίζει ο 39χρονος Μανώλης Πλεμένος, ο οποίος υποστηρίζει ότι στο τέλος θα επιβιώσουν λίγοι και κυρίως αυτοί που ασχολούνται με την τυποποίηση.
Οι περισσότεροι μάλιστα επαγγελματίες αναγκάζονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό να αγοράζουν την ξυλεία που χρησιμοποιούν, γεγονός που δυσχεραίνει τη δυνατότητά τους να προμηθεύονται την πρώτη ύλη που τους είναι απαραίτητη μιας και οι διαθέσιμες ποσότητες του νησιού ολοένα και μειώνονται. «Εγώ, ως επί το πλείστον, αγοράζω τα ξύλα που χρησιμοποιώ στα καμίνια μου. Οι ποσότητες που χρειάζομαι συνήθως είναι άνω των 1.200 τόνων το χρόνο… καταλαβαίνετε πως είναι δύσκολο να τις βρω», επισημαίνει ο κ. Παπαδογιάννης.
«Μαύρη» εργασία
Η παραγωγή κάρβουνου είναι από τα πιο δύσκολα και απαιτητικά επαγγέλματα, που έχουν ωστόσο διατηρηθεί στο πέρασμα του χρόνου. Οι εργαζόμενοι σε αυτά βρίσκονται εκτεθειμένοι σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες μέσα στην καλοκαιρινή ζέστη ,πλάι σε υψηλές θερμοκρασίες με τη καρβουνόσκονη να τους «λούζει» από πάνω έως κάτω. «Είσαι καθημερινά για μήνες-από το Μάη μέχρι τον Νοέμβρη-μέσα στην καρβουνόσκονη, μέσα στους καπνούς. Ειδικά στα υπαίθρια καμίνια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, γιατί πρέπει να είσαι από πάνω 24 ώρες το 24ωρο. Ο καπνός είναι επικίνδυνος όταν αποψήνεται το καμίνι γιατί ο καπνός αυτός είναι πολύ πυκνός κι αν αναπνεύσεις για αρκετή ώρα μπορείς να πάθεις δύσπνοια», θα πει στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» ο Μανώλης Πλεμένος, ο οποίος μας περιγράφει την κοπιαστική εργασία των καρβουνάδων κι όλη τη διαδικασία παραγωγής: «αφού κόψεις τα δέντρα και μαζέψεις τα ξύλα, πρέπει να τα ξεπατώσεις και να τα στοιβάξεις με ειδικό τρόπο και μετά τα βάζεις φωτιά. Το καμίνι καίει στη μέση, στον πυρήνα του το υπόλοιπο ψήνεται με τον ατμό και την υψηλή θερμοκρασία που αναπτύσσεται. Για να ψηθεί χρειάζεται 20 με 40 μέρες αν είναι σε υπαίθριο χώρο και 5 με 6 μέρες σε εσωτερικό. Όταν κάψει το καμίνι το βρέχεις και σβήνει, μετά από ένα διήμερο είναι έτοιμο για να το σακιάσεις σε τσουβάλια ή να το συσκευάσεις σε κούτες ».
Σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες καλούνται να εργαστούν και πολλοί νέοι άνθρωποι που ζουν στην Αγιά, οι περισσότεροι από τους οποίους, με τον κόπο και το μόχθο των γονιών τους, έχουν κάνει σπουδές σε υψηλό επίπεδο και πέτυχαν να πάρουν πτυχία πανεπιστημιακών κι άλλων σχολών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νεαρού Γιώργη Πλεμένου, που ενώ έχει σπουδάσει νοσηλευτής, βοηθά με προθυμία καθημερινά τον αδερφό του στα καμίνια, γιατί δεν μπορεί να βρει δουλειά σε αυτό που έχει σπουδάσει. Με διάκριτη τη σπίθα της νεανικότητας στα μάτια του ο Γιώργης, που αποτελεί το μέλλον αυτού του τόπου, έχει χαμηλωμένο το βλέμμα όταν συζητάμε για τα καμίνια. Και στην ερώτηση για το πώς του φαίνεται η εργασία σε αυτά, θα πει αφοπλιστικά ότι απλώς «δεν είναι η δουλειά που ονειρευόταν να κάνει».