Ομάλα Μυλοποτάμου
Πριν μερικές ημέρες τη δεκάτη Αυγούστου, ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης μας κ.κ Ευγένιος μετέβη κατόπιν επιθυμίας κατοίκων του χωριού (οικισμό το λέμε τώρα) Ομάλα του Δήμου Μυλοποτάμου και πραγματοποίησε Εσπερινό και Θεία Παράκληση των Αγίων ημερών του Δεκαπενταύγουστου.
Και επ’ ευκαιρία αυτού του γεγονότος θα ήθελα να πω δυο πράγματα προς τον Σεβασμιότατο.
Σεβασμιότατε το γεγονός αυτό της επισκέψεώς σας σ’ ένα μικρό και εγκαταλελειμμένο -ρημαγμένο και μισογκρεμισμένο- χωριό τιμά την αγιότητά σας και το θεάρεστο έργο σας, το δε γεγονός ότι δεχτήκατε -καταδεχτήκατε- και καθίσατε μαζί με όλους τους λίγους χωρικούς στο τραπέζι -κέρασμα- που δεν ήταν στρωμένο μέσα σε σαλόνι πολυτελείας με μαρμάρινα και πολύχρωμα πλακάκια και βελούδινα χαλιά, αλλά δίπλα στα καταλύματα και τα χαλάσματα, τιμά ιδιαίτερα την προσωπικότητά σας και τον χαρακτήρα σας.
Εγώ επειδή από παιδί (έχω γεννηθεί σε άλλο μακρινό χωριουδάκι, ο πατέρας μου ήταν Ομαλιανός) έχω ζήσει πολλά γεγονότα στην Ομάλα, θα ήθελα να σας πω ότι τα χαλάσματα αυτά πάνω και δίπλα από τα οποία καταδεχτήκατε και δειπνήσατε ήταν και είναι ευλογημένα και τιμημένα διότι όταν το χωριό ήταν όλο κατοικημένο από τους τότε κατοίκους του ήταν ευπρεπές, καθαρό, με σφύζουσα ζωή και ζωντάνια. Οι κάτοικοι τότε αγρότες δουλευτάδες και σκαφτιάδες, πιστοί και ευλαβείς σκλάβοι τσι γης, ήταν καλοσυνάτοι άνθρωποι, ήρεμοι, ήσυχοι, και τίμιοι, χουβαρντάδες δε και μερακλήδες. Όπως ήταν με την παραμικρή ευκαιρία έκαναν παρέα και γλέντι με τραπέζι στη στράτα που δειπνήσατε κι εσείς, και φαγητό, λίγο σπιτικό τυρί, λίγες ντόπιες ελιές κι ένα – δυο το πολύ κριθαροκούλουρα, ζυμωμένα και φτιαγμένα από τα τίμια από τα καθαρά -από πάσης πλευράς- χέρια των νοικοκυράδων του χωριού και διασκέδαζαν με όμορφο τρόπο, με αγάπη πάντα, αγαθά και ευπρεπή πειράγματα και αστεία μεταξύ των, τρώγοντας και πίνοντας (κρασί δικό τους που έφτιαχναν οι ίδιοι από τα τότε πολλά και καλά αμπέλια τους) και τραγουδώντας έκαναν θεϊκή παρέα.
Όταν δε το γεγονός ήταν σπουδαίο, γάμος, βάπτιση, αρραβώνας, καμία γιορτή ή το πανηγύρι του Άι Δημήτρη (η μοναδική εκκλησία του χωριού) σ’ όλα τα σπίτια του χωριού που ήταν καθαρά, πεντακάθαρα, νοικοκυρεμένα και στολισμένα από τις άξιες και καλές νοικοκυράδες, γίνονταν πλούσια τραπεζώματα, αφάνταστα και ευπρεπή γλέντια και ξεφαντώματα ολοήμερα, ολονύχτια – μέχρι τσ’ αυγές (πρωία), και πολυήμερα τις πιο πολλές φορές, πάντα με μεγάλο και πηγαίο κέφι, με πλούσια όρεξη με αγάπη με σεβασμό από όλους τους συμμετέχοντες και διασκεδάζοντες, την δε παράσταση έκλεβαν, όπως λέμε, δηλαδή το αποκορύφωμα του γλεντιού έκαναν χορευτές που χόρευαν περίπου όλοι μαζί άντρες γυναίκες που ήταν όλοι καλοί, τέλειοι και άσοι στον χορό.
Τα δε κοινωνικά γεγονότα που γίνονταν, συνοικέσια, παντρειές, διευθετήσεις και σασμοί διάφορων, αγοραπωλησίες ζώων και περιουσιών, διαπραγματεύσεις διαφόρων θεμάτων κ.α. γίνονταν πάντα με σοβαρότητα, ειλικρίνεια και αγάπη, και ποτέ με απάτη και σκοπιμότητα.
Υπάρχουν βέβαια πολλά άλλα ιστορικά, ηρωικά γεγονότα, όπως θάνατοι, κατά τη Μάχη της Κρήτης στον Λατζιμά κ.ά., συμμετοχή σε πολλούς πολέμους κ.λπ., αλλά δεν είναι αυτά της παρούσης στιγμής για να αναφερθούν.
Τελειώνοντας και αφού σας ευχαριστήσω και εγώ σαν ομαλιανής καταγωγής που είμαι, σας παρακαλώ δεχτείτε τα συγχαρητήριά μου για την καλή σας αυτή πράξη να καθίσετε απλά και ταπεινά, να δειπνήσετε πάνω σε αυτά τα ένδοξα και τιμημένα παλιά κτίρια και χαλάσματα και σας λέω δε με βεβαιότητα ότι την ημέρα αυτή οι τοίχοι στην Ομάλα, οι μισογκρεμισμένοι αυτοί τοίχοι δεν είχαν… αυτιά αλλά μιλιά, μόνο μιλιά.
Μίλησαν υπερήφανα, ευχαριστημένοι και συγκινημένοι από την παρουσία του υψηλού και θεοπεμφθαμένου μουσαφίρη και είπαν «χίλια καλώς ορίσατε» ευλογημένε και άγιε δέσποτά μας, πάντα άξιος.
Με τιμή και σεβασμό
Γιάννης Αν. Ορφανός
Καλανταρέ Κάτω Μυλοποτάμου