Καιρός να μιλήσουμε για τον Αριστείδη Παναγιωτάκη, ήρωα του Μικρασιατικού Μετώπου και του ελληνικού έπους στα Αλβανικά βουνά. Ήταν ο διοικητής του 44ου και συγγραφέας του βιβλίου«Τα Ρούστικα».
Η πρώτη που αναφέρεται στην προσωπικότητα και στο έργο του, μετά το θάνατό του, ήταν η δασκάλα Αγάπη Λεωνιδάκη Βαρούχα.
Αναφέρει μεταξύ άλλων για τον Παναγιωτάκη:
Γεννήθηκε στα Ρούστικα το 1893 από αρχοντική γενιά. Η ορφάνια από πατέρα αμαύρωσε τα παιδικά του χρόνια, αλλά του πρόσθεσε αγάπη για τον συνάνθρωπο που έχανε το στήριγμά του.
Τα πρώτα του γράμματα διδάχτηκε στο χωριό του και το Ελληνικό σχολείο το τέλειωσε στο Ζουρίδι.
Ήθελε να προχωρήσει στα γράμματα. Ήρθε στο Ρέθυμνο για τις σπουδές στο Γυμνάσιο και παράλληλα εργαζόταν στην «Κρητική Επιθεώρηση» σαν γραφέας στην αρχή κι ύστερα σαν τυπογράφος. Ήταν το 1911. Η κούραση δεν τον πτοούσε και έδειχνε να απολαμβάνει το προνόμιο να κατακτά το μέλλον με τις δικές του δυνάμεις.
Ένας πραγματικός αγωνιστής της ζωής. Η προθυμία του ήταν ονομαστή και παρά το νεαρό της ηλικίας του, όλοι που τον γνώριζαν, έδειχναν σεβασμό και εκτίμηση στο πρόσωπό του.
Εθελοντής στον στρατό
Μετά το Γυμνάσιο κατατάχτηκε στον στρατό το 1913. Συνέπεσε η θητεία του με τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας.
Τον Απρίλιο του 1913, κατατάχτηκε στο 22 Σύνταγμα της V Μεραρχίας στο Κιλκίς κι έλαβε μέρος στις μάχες Κιλκίς, Λαχανά, Μπέλλες, Στρώμνιτσα, Πατρίτσι, Στενά Κρέσνας, Τσουμαγιά, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του.
Στις 17 Ιουλίου 1913, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι, αλλά χωρίς να δεχθεί περιποίηση στο νοσοκομείο, προχώρησε μέχρι τη Δράμα και εντάχθηκε στο 14ο Σύνταγμα Κρητών. Από τα πιο ευγενικά συναισθήματα του Παναγιωτάκη ήταν ο αγνός πατριωτισμός και το αίσθημα της φιλίας.
Σημαντική η δράση του και στη Μικρά Ασία όπου και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Ήταν στη μάχη στο Γεντίζ.
Στις 18 Αυγούστου 1922, έγινε υπολοχαγός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής λιμένος Πειραιώς. Το 1924 έγινε λοχαγός Το 1926 μπήκε στη σχολή τυπογραφίας και επί τέσσερα χρόνια υπηρέτησε τη γεωγραφική υπηρεσία για εργασίες πεδίου από τις Σέρρες μέχρι το Καρπενήσι. Γύρισε συνοριακούς τομείς και οχυρώματα ώσπου το 1940 έγινε διοικητής του 44ου Σ.Π.
Στην πρώτη γραμμή
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε τη διοίκηση του Ι τάγματος και οδηγήθηκε στον κεντρικό τομέα του Αλβανικού Μετώπου. Στις επιχειρήσεις της Τρεμπεσίνας αρνήθηκε να δεχθεί την επίθεση από το ύψωμα 1923 ως ακατάλληλο και μπροστά στις προτροπές του συνταγματάρχη Κραουνάκη έσχισε τα γαλόνια του. Τέλος επικράτησε η γνώμη του, καταλήφθηκε ο αυχένας και συνελήφθησαν 225 αιχμάλωτοι Ιταλοί με τον μονόχειρα διοικητή τους!
Αμέτρητες ήταν οι ηθικές του ανταμοιβές και μόνο για τα ανδραγαθήματά του είχε λάβει 113 παράσημα και μετάλλια.
Μια ατρόμητη φωνή
Ο μεγάλος ιστορικός Πιέρ Μίλλ της Γαλλίας λέει επιγραμματικά ότι «δεν υπάρχει λαός στην Ευρώπη να αγαπά όσον ο Κρητικός την οσμή της πυρίτιδος και τον κρότον των πυροβόλων όπλων». Και αυτό αποδείχτηκε σε όλες τις μάχες με τους ισχυρότερους αντιπάλους.
Τα δεινά συνεχίστηκαν με την κατάρρευση του μετώπου, καθώς οι άνδρες είχαν αποκλειστεί στο λεκανοπέδιο. Τι να πρωτοσκεφτούν; Την Κρήτη που ήταν ανοχύρωτη; Τις οικογένειες που τους περίμεναν; Τις πληγές; Την πείνα; Τα αντίποινα στα οποία προχωρούσαν ήδη οι Γερμανοί κατακτητές;
Τον Απρίλη του 1941 βρισκόταν ο Παναγιωτάκης, σε καταυλισμό με τους στρατιώτες του στη Μονή Βελλά. Εκεί τους κοινοποιήθηκε η συνθηκολόγηση με τους γερμανούς και οι στρατιώτες φοβούμενοι την αιχμαλωσία συγκεντρώθηκαν να φύγουν. Τους πρόλαβε 500 μέτρα έξω από τον καταυλισμό. Ανέβηκε σ’ ένα βράχο και τους φώναξε:
«Αυτή τη σημαία του Συντάγματος που μας παρέδωσαν οι νέες της Ρεθύμνης με την εντολή να τη διαφυλάξετε, πού την αφήνετε;»
Κράτησε τη σημαία σαν φυλακτό
Και μόνο στο άκουσμα της λέξης ΣΗΜΑΙΑ όλοι γύρισαν πίσω σιωπηλοί. Από τη Μονή Βελλά έφθασαν στα Γιάννενα αλλά κάποια στιγμή ο Παναγιωτάκης αντιλαμβάνεται Γερμανούς να ποδοπατούν σημαία άλλου συντάγματος. Αμέσως τρέχει και βγάζει τη σημαία από το κοντό και διατάζει δύο στρατιώτες να την κρύψουν στα θυλάκια τους. Ό,τι είχε συνεννοηθεί μαζί τους έγινε με απόλυτη συνέπεια. Φθάνοντας στο Ναύπλιο την παρέλαβε και την φύλαγε ως κόρην οφθαλμού μέχρι το τέλος πολέμου του. Στις 25 Μαρτίου 1945, την παρέδωσε στο Σύνταγμα στη διάρκεια επίσημης τελετής.
Ένας επιστήθιος φίλος
Η Αγάπη Λεωνιδάκη Βαρούχα, αναφέρεται λεπτομερώς στην εθνική δράση του ήρωα και στις διακρίσεις του, αλλά εκείνος που τον νεκρολογεί σαν να ήταν δικός του άνθρωπος, ήταν ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης. Και ξεκινά τη νεκρολογία του με ένα ποίημα που άρεσε ιδιαίτερα στον Παναγιωτάκη και ήθελε να το ακούει συνεχώς από το φίλο του που το είχε μάλιστα προσαρμόσει στην κρητική διάλεκτο:
Έπεμψεν η Δημαινέτη υιούς της οκτώ εις την μάχην
και εις ένα τάφον κοινόν έθαψεν και τους οκτώ.
Όμως δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυο οδυρομένη αλλά είπε τούτο απλώς
Δι εσέ έτεκον Σπάρτη αυτούς.
Κι είχε μεταφέρει στην κρητική διάλεκτο ο Χριστόφορος το ποίημα ως εξής:
Οχτώ υγιούς τση έπεψε
Η Δεσποινιά στη μάχη
Και σ’ένα μήνα μονομιάς
Έθαψε και τσ’ οκτώ…
Σαν γνήσιος στρατιωτικός ο Σταυρουλάκης δεν συνεχίζει με ελεγειακές αναφορές τον αποχαιρετισμό του φίλου του, αλλά προχωρά σε πρόσθετες λεπτομέρειες που αφορούν την στράτευση του Παναγιωτάκη όπως:
Την 21η Απριλίου 1913 κατετάγη εθελοντής, ακολουθήσας την στρατολογική κλάση 1913 (Στρατιωτικό Μητρώο 10, υψηλού αναστήματος).
Την 1η Δεκεμβρίου του αυτού έτους και την 1η Ιουλίου 1914, προήχθη είς υπαξιωματικόν ακολουθήσας το πρώτο σύνταγμα Κρητών στη Μακεδονία.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1914 απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, αλλά επαναστρατεύθηκε 13 Σεπτεμβρίου 1915 και κατετάγη στο τάγμα Κρητών.
Αναφερόμενος στο παροιμιώδες ψυχικό σθένος του Παναγιωτάκη ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης αναφέρει και τα εξής:
Κοντά στους άντρες του
Η μοίρα των Κρητών στρατιωτών ήταν τραγική, γιατί από το ζεστό κλίμα που είχαν συνηθίσει βρέθηκαν στα χιόνια που κυριολεκτικά τους αποδεκάτισαν στην πλειοψηφία τους από τα κρυοπαγήματα. Κι όμως πολέμησαν με τόση γενναιότητα.
Ενδεικτικό της ταλαιπωρίας τους είναι ότι από τους 2.000 μάχιμους στρατιώτες είχαν τεθεί εκτός μάχης τα ¾ των ανδρών του Συντάγματος.
Εκεί ο Παναγιωτάκης έδειξε τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Πολλές φορές αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες, έσωζε τους άνδρες του χωρίς να υπολογίζει τη δική του ζωή. Ριχνόταν στη μάχη χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο και παρέσυρε έτσι στη δόξα τους στρατιώτες του που έπαιρναν θάρρος από την τόλμη του ανωτέρου τους.
Γεμάτος ιστορία και θρύλο
Το 1948 αρρώστησε από τις κακουχίες των πολέμων και έλαβε ετήσια αναρρωτική άδεια. Στις 21 Φεβρουαρίου 1949 αποστρατεύθηκε ως συνταγματάρχης γεμάτος ιστορία και θρύλο. Έτσι αφού εκπλήρωσε στο έπακρο το χρέος προς την πατρίδα αποφάσισε να αφοσιωθεί στην οικογένειά του δίπλα στην αγαπημένη του Ειρήνη, που του συμπαραστάθηκε με τόση αφοσίωση όλα τα δύσκολα χρόνια, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Ατρόμητη κι εκείνη στις κακουχίες όπως κάθε αληθινή αγωνίστρια της ζωής.
Στο οικογενειακό περιβάλλον ο Παναγιωτάκης είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί και να ασχοληθεί με ιδιαίτερα πνευματικές αναζητήσεις συγγράφοντας.
Το βιβλίο του Ρούστικα (1972) διακρίνεται για την πληρότητά του. Η ακρίβεια των στοιχείων που παραθέτει αναγνωρίζονται από τις πλέον έγκριτες πηγές.
Διαβάζουμε στο site της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου αναφορικά με τη μονή Ρουστίκων:
«Σύμφωνα με τον Αριστείδη Ε. Παναγιωτάκη, η Ιερά Μονή, ετροφοδότησε τις εκάστοτε επαναστάσεις με άνδρες και πολεμοφόδια και τρόφιμα. Εδώ εφούντωσε η φλόγα της ελευθερίας απ’ εδώ ξεκινούσαν με καινούργιο μένος οι οπλαρχηγοί, καλόγηροι και μη για την απόκτησή της. Το 1828 ο Καπετάν Συμεών μοναχός. Το 1889 ο καπετάν Μανασσής μοναχός. Το 1912 ο Ιερόθεος Πετράκις, Ιεροδιάκονος, οι Ιωακείμ Δουλγεράκις και Ιωαννίκιος Γρυντάκις, μοναχοί (σ.σ Μακεδονομάχοι)».
Αμέτρητα τα ανδραγαθήματα
Θα μπορούσαμε να καλύψουμε πολλές σελίδες με τις ηρωικές πράξεις του Παναγιωτάκη. Θα τον συναντήσουμε όμως, σε επόμενα αφιερώματα, στα οποία θα έχει άμεση σχέση με τους ήρωες, που έχουν σειρά να αναφερθούν. Κι έτσι θα ξεδιπλώσουμε κάθε πτυχή από την πολυκύμαντη δράση του ήρωα αυτού.
Όσο περνά ο καιρός και διαπιστώνουμε έμπρακτα την αδιαφορία των μαθητών για το μάθημα της ιστορίας (είναι άμοιροι ευθυνών αλήθεια οι εκπαιδευτικοί;) αισθανόμαστε την ανάγκη να γίνονται περισσότερα τα αφιερώματα στους ήρωες που μας χάρισαν την ελευθερία μας. Και σ’ αυτούς ο Αριστείδης Παναγιωτάκης έχει μια δεσπόζουσα θέση, που κατέκτησε επάξια με τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του, επιβεβαιώνοντας πόσο μεγάλη ευθύνη είναι να είσαι Κρητικός, ρήση του Καζαντζάκη από τις πιο αγαπημένες του ήρωα Παναγιωτάκη.