Πέρασαν 149 χρόνια από τότε που ο Τουρκικός μηδενισμός αν και κατάστρεψε τα άψυχα ντουβάρια στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, δεν μπόρεσε να εξαφανίσει το ελληνικό πνεύμα. Δεν μπόρεσε να λυγίσει την αδάμαστη ελληνική ψυχή. Το ολοκαύτωμα των γυναικοπαίδων γράφτηκε σε βιβλία και περγαμηνές από ελληνικά και ξένα χέρια, που ο χρόνος δεν μπόρεσε να τα σβήσει. Το μικρό καντήλι με το θαμπό φως μέσα στην εκκλησία των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Ιερό Μοναστήρι, δίδει τη δύναμη που αντλεί κάθε ελληνική ψυχή για νέες δόξες και νέες ιστορίες. Ιστορίες που ξέρει να γράφει μόνο ο Έλληνας στρατιώτης και ο Έλληνας ρασοφόρος σε όποια γωνιά της πατρίδος μας και αν εβρίσκεται.
Γαβριήλιδες, Δημακόπολοι και Γιαμπριδάκης είναι γεμάτη η Ελλάδα και είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τα ιερά χώματα από τη Μακεδονία και Θράκη μέχρι και το τελευταίο ελληνικό νησί, χωρίς να διστάζουν να γράψουν νέα ολοκαυτώματα. Ολοκαυτώματα που καίνε σάρκες, αλλά γεννούν ιστορίες. Ολοκαυτώματα που γκρεμίζουν τοίχους αλλά κτίζουν πατρίδες. Ολοκαυτώματα που από τις στάχτες στήνονται τρόπαια. Ολοκαυτώματα που θρέφουν και γιγαντώνουν ελληνικά βλαστάρια. Τέτοια βλαστάρια που ξέρουν να πολεμούν σαν Έλληνες. Κι αν στο Αρκάδι χάθηκαν τόσες ψυχές, όμως οι νεότεροι απόγονοι των καμένων αυτών ανθρώπων μαζί με το κεράκι που τους ανάβουν και το λιγοστό λιβάνι που καίνε, ενώνουν τις ψυχές με όρκους γιατί πιστεύουν ότι το Αρκάδι του 1866 αν και ανατινάχτηκε δεν γκρεμίστηκε, γιατί τις ψυχές δεν τις χτυπούν βόλια και δεν τις καίνε φωτιές. Μένουν και φτερουγίζουν σε Αρκάδια και Μεσολόγγια, σε Σούλια και Σαλαμίνες και χαϊδεύουν το μέτωπο του Έλληνα πολεμιστή και του δίνουν το κουράγιο εκείνο που τον κάνει να ξεσηκώνεται και να δίνει μαθήματα και παραδείγματα στον κόσμο κι όσο και αν προσπαθούν λίγοι ξένοι να βρουν τι είναι αυτό που κάνει τον Έλληνα στρατιώτη γενναίο πολεμιστή δεν θα μπορέσουν να το καταλάβουν γιατί δεν έχουν αυτοί Παρθενώνες και Θερμοπύλες για να αντλήσουν δύναμη και κουράγιο. Δεν έχουν Βεργίνες για να ξεθάψουν δόξα. Κι αν οι σύγχρονοι Έλληνες δεν κτίζουν Παρθενώνες, κτίζουν όμως Έλληνες ανόθευτους και υπερήφανους, γενναίους και τίμιους που και οι ίδιοι έρχονται για να θαυμάσουν μαζί με τον αρχαίο πολιτισμό και τον σύγχρονο Έλληνα. Γι’ αυτό γράφονται ιστορίες και ζωντανεύουν Μπιζάνια. Γι’ αυτό αναβαπτίζονται Θεσσαλονίκες και ξαναζούν Μάλεμε.
Όλα αυτά μας φέρνουν ενάμιση αιώνα πίσω την 8 Νοεμβρίου 1866 και γιγαντώνουν τις καρδιές μας και ριζώνουν στο νου μας την έννοια της Ελευθερίας, όπως την έζησαν οι αθάνατες μορφές του Αρκαδίου. Έτσι βλέπουμε το Ιερό Μοναστήρι χωμένο μέσα σε μία γωνιά της αθανασίας δίπλα στις Θερμοπύλες, στο Μαραθώνα, στο Μεσολόγγι, στο Σούλι. Πειθαρχημένο στο «κείνων ρήμασι» ακτινοβολεί το πνεύμα των προγόνων και ενώνεται με τα ρουμάνια των εθνικών μας παραδόσεων. Δεμένο με την κρητική λεβεντιά αντιπροσωπεύει και αυτό τον όρκο των Ελλήνων για την ελευθερία που μέσα στην απεραντοσύνη του ο χρόνος δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει ούτε ένα πετραδάκι από το οικοδόμημα των ιδανικών των πατέρων μας.
Στοργικά η σκέψη μας το αγκαλιάζει αυτές τις μέρες και μαζί με το θρησκευτικό συναίσθημα του ιερού αυτού τόπου, αισθανόμαστε ακόμη ότι οι ελληνικές αξίες δεν χάθηκαν μέχρι σήμερα. Το πνεύμα όλων εκείνων που χάθηκαν μέσα στη στάκτη του ολοκαυτώματος, μεταλαμπαδεύθηκε σ’ όλους τους κατοπινούς Έλληνες και με υπερηφάνεια φανερώθηκε σε πολλές κρίσιμες εθνικές στιγμές, αγκαλιασμένο με το ίδιο ράσο και το ίδιο τουφέκι του Αρκαδίου του 1866. Τα λιόδεντρα και τα πουλιά, ο ήλιος και ο αγέρας χαϊδεύουν μαζί με τις σκέψεις μας την ιερή μνήμη όλων εκείνων που με υπερηφάνεια και αυταπάρνηση πέρασαν στην αθανασία. Τι κι αν δεν είδαν με τα μάτια τους ελεύθερη την Κρήτη; Τι κι αν πέρασαν τόσα χρόνια για να την δουν αγκαλιασμένη με την Ελλάδα; Εμείς αυτές τις μέρες με τα δικά τους μάτια βλέπουμε ελεύθερη την Κρήτη, ελεύθερη την Ελλάδα. Αναγνωρίζουμε ότι ο ελεύθερος αγέρας που αναπνέουμε και το ελεύθερο χώμα που πατούμε είναι δοσμένα απ’ αυτούς, ποτισμένο με το αίμα τους, πληρωμένο με τη ζωή τους. Τη ζωή που θυσίασαν για να μας χαρίσουν την ελευθερία. Αυτή την υπέροχη λέξη που τόσο πολύ την έδεσαν με την ύπαρξή τους.
Δεν θα λησμονήσουμε τότε αυτό το μικρό κομμάτι της Κρητικής γης, γιατί από αυτό ξεπετάχτηκε μια ακόμη σπίθα, ενώθηκε μαζί με τις άλλες από τα Σφακιά, το Ηράκλειο και το Λασίθι και έγιναν λαμπάδα και φώτισαν τα σκοτάδια της ξένης Διπλωματίας που δεν έβλεπε πόσο δίκαιο και τίμιο ήταν η Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Για σένα όμως Ιερό Μοναστήρι του Ρεθύμνου όσα και να γράψει κανείς είναι λίγα μπροστά στη θυσία σου. Οι πέννες και το χαρτί δεν χωρούν τον καημό σου. Η σκέψη δεν συλλαμβάνει τη Δόξα σου, ο λογισμός δεν φθάνει το μεγαλείο σου.
Δυνατές πέννες έγραψαν και ύμνησαν τους αγώνες σου όπως αυτή του Κωστή Παλαμά:
… Κι από την Κρήτη, απ’ το Νησί που δεν γερνά δεν γέρνει
και ηρωική πνοή το ζή και μια έπαρση μεγάλη
και σκλαβωμένο, ασκλάβωτο πάντα είναι για να δίνη
της λευτεριάς μαθήματα και να ποτίζει με αίμα
της πατρικής γης, το άνυδρο δέντρο θεριεύοντάς το.
Και Κρητικοί και της στεριάς και του πελάου πετρίτες
πάντα το σίδερο ζωστοί, με σείσμα και με διώμα…
* O Ιωάννης Κασσωτάκης είναι δημοσιολόγος