Τρεις και πλέον δεκαετίες παρακολουθώ την εξέλιξη των οικισμών: Σφακάκι, Σταυρωμένου, Σκαλέτα. Με πυρήνα τον οικισμό Σταυρωμένου η εν λόγω περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται οικιστικά και τουριστικά ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980. Οι τότε διαφαινόμενες προοπτικές ήταν ενθαρρυντικές έως αισιόδοξες. Όμως, η κρίση στον τουρισμό κατά τις επόμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων παραγόντων, οδήγησαν σε στασιμότητα, τουλάχιστον ως προς την τουριστική και με αυτή την έννοια οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
Και σήμερα, παρά την ανάκαμψη του τουρισμού, η εν λόγω περιοχή συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, όπως για παράδειγμα: ανύπαρκτο αποχετευτικό δίκτυο, πεπαλαιωμένο δίκτυο ύδρευσης, ανεπαρκής ρυμοτομία, αταξία που οφείλεται στη νοοτροπία τουλάχιστον κάποιων κατοίκων και πάνω από όλα μια εθνική οδός η οποία δεν διαθέτει επαρκείς υπέργειες και υπόγειες διαβάσεις και λειτουργικούς παράλληλους δρόμους, τέμνει τον οικισμό Σταυρωμένου στα δυο, έχει ελαττωματικό φωτισμό και θέτει σε μεγάλο κίνδυνο ντόπιους και τουρίστες.
Σ’ αυτό το μη ευνοϊκό – σχεδόν παρακμιακό- κλίμα συνέβη τη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου ένα γεγονός που γεννά αισιοδοξία. Με την έναρξη του σχολικού έτους 2016/17 δόθηκε σε λειτουργία το σύγχρονο σχολικό συγκρότημα του «Αρσανείου Γυμνασίου-Λυκείου». Ένα συγκρότημα που και μόνο για χωροταξικούς λόγους ήταν αναγκαίο και φαίνεται να ήλθε στην κατάλληλη στιγμή.
Το γεγονός αυτό θα δώσει ώθηση ιδιαίτερα στην οικονομία του οικισμού Σταυρωμένου που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει, δειλά-δειλά, μια προσπάθεια δημιουργίας τοπικής αγοράς. Αναμένεται επίσης, Γυμνάσιο και Λύκειο, μαζί με το Δημοτικό Σχολείο Σταυρωμένου, να αποτελέσουν σημαντικό πόλο μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, στην οποία και θα εστιάσει το παρόν άρθρο.
Καταρχάς, η ονοματοδοσία του νέου εκπαιδευτικού συγκροτήματος έλυσε ένα όχι σημαντικό, αλλά εντούτοις υπαρκτό τοπικιστικό πρόβλημα. Δηλαδή, αν το νέο συγκρότημα θα ονομάζετο «Γυμνάσιο-Λύκειο Σταυρωμένου» ή «Γυμνάσιο -Λύκειο Σφακακίου», λες και το ρυάκι που χωρίζει τους δύο οικισμούς παίζει το συνοριακό ρόλο του ποταμού Έβρου.
Η υπερκείμενη ονομασία «Αρσάνειο Γυμνάσιο – Λύκειο» προσέδωσε στο νέο εκπαιδευτικό ίδρυμα μια υπερτοπική ταυτότητα και συνέδεσε την ίδρυσή του – και ενδεχομένως και τη μελλοντική πορεία του- με την ιστορία του Μοναστηριού.
Η μονή του Αρσανίου μπορεί να μην έχει την ιστορική αίγλη του γειτονικού Αρκαδίου, έχει ωστόσο τη δική της ιστορία και αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει το προοίμιο στην ιστορία των νέων εκπαιδευτηρίων. Και θα αποτελέσει εκ των πραγμάτων προοίμιο, αφού το οικόπεδο που κτίστηκε το νέο συγκρότημα αποτελεί προσφορά της Μονής.
Το όνομα, ως γνωστόν, προσδίδει ταυτότητα. Και ένα ορθόδοξο Μοναστήρι έχει εκ των πραγμάτων μια ορθόδοξη, θρησκευτική ταυτότητα. Συνεπάγεται όμως αυτό, ότι σε ένα σχολείο που παίρνει το όνομα ενός Μοναστηριού η κυρίαρχη διάσταση της ταυτότητάς του θα πρέπει να είναι η θρησκευτική;
Ο θρησκευόμενος αναγνώστης ενδεχομένως να απαντούσε το παραπάνω ερώτημα ανεπιφύλακτα καταφατικά. Όμως, η απάντηση που προκύπτει μέσα από την ανάλυση των πραγμάτων ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη είναι. Αν ληφθεί υπόψη α) ότι ο κύριος τροφοδότης του Αρσανείου Γυμνασίου θα είναι το Δημοτικό Σχολείο Σταυρωμένου, του οποίου ο μαθητικός πληθυσμός τείνει να αποτελείται σχεδόν κατά το ήμισυ από αλλοεθνείς-αλλόθρησκους μαθητές και β) ότι η εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού στο Νηπιαγωγείο, το οποίο με τη σειρά του τροφοδοτεί το Δημοτικό, είναι παρόμοια, τότε ένας μονοσήμαντος, θρησκευτικός προσανατολισμός του Αρσανείου Γυμνασίου δεν θα αντιστοιχούσε στη θρησκευτική σύνθεση του μαθητικού του πληθυσμού.
Ζητούμενο επομένως είναι, ένας προσανατολισμός ανοιχτών θρησκευτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και παιδαγωγικών οριζόντων. Και εδώ ακριβώς συνίσταται η ιστορική ευκαιρία των νέων εκπαιδευτηρίων.
Πρόκειται για δύο νέα σχολεία σε έναν ενιαίο χώρο που επιτρέπει την οργανωτική λειτουργία τους σαν να ήταν ένα σχολείο, με δύο νέους ανθρώπους, ως διευθυντές/τριες, πρόθυμους για εργασία και δημιουργία.
Σημαντικό επίσης είναι, ότι τα σχολεία ξεκινούν από την αρχή- με τις δύο πρώτες τάξεις το Γυμνάσιο και την πρώτη τάξη το Λύκειο- και έχουν στη γειτονιά τους ένα μεγάλο και με πλούσια εμπειρία «πολυπολιτισμικό» Δημοτικό Σχολείο, αλλά και ένα εξίσου σύγχρονο «πολυπολιτισμικό» Νηπιαγωγείο.
Νηπιαγωγείο και σχολεία μαζί προσφέρονται για τη δημιουργία ενός σύγχρονου διασχολικού, παιδαγωγικού, πειραματικού εργαστηρίου, στο οποίο θα μπορούσαν να δοκιμαστούν στην πράξη (θεσμικά- τυπικά ή και άτυπα) θέματα που θα αφορούν:
-στη μετάβαση από βαθμίδα σε βαθμίδα εκπαίδευσης,
-στη συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών των όμορων βαθμίδων,
-στη φυσική διασύνδεση των σχολείων μέσω των εκπαιδευτικών που θα διδάσκουν συγχρόνως σε αυτά (Γυμνάσιο- Λύκειο, ενδεχομένως και στο Δημοτικό οι εκπαιδευτικοί των ειδικοτήτων),
-στη συνεργασία των Συλλόγων Γονέων,
-στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση καινοτόμων δράσεων,
-στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση διαπολιτισμικών συναντήσεων,
-στον συντονισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων μεταξύ των βαθμίδων,
-στην οργάνωση και υλοποίηση κοινών πολιτιστικών εκδηλώσεων και εν γένει
-στη δόμηση μιας σχολικής ταυτότητας που θα συνάδει με τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού και με το άμεσο κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον των σχολείων.
Επίσης, επειδή η δημιουργία του νέου εκπαιδευτηρίου είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας, η λειτουργία του προσφέρεται για τη δοκιμή και «δοκιμασία» στην πράξη, μιας μόνιμης και συνεχούς συνεργασίας μεταξύ θεσμών και φορέων (κράτους, εκκλησίας, δήμου, κοινοτήτων, συλλόγων εκπαιδευτικών, συλλόγων γονέων, τοπικών πολιτιστικών συλλόγων).
Κοντολογίς, ένα νέο ξεκίνημα ανοίγει νέες προοπτικές και ευκαιρίες. Ας μη τις αφήσουμε να περάσουν αναξιοποίητες.
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης