Στο παρόν σημείωμά μας, θα εξεταστεί η σχέση των κωμωδιογράφων με την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα. Θα ελεγχθεί δηλαδή εάν τη μετέφεραν αυτούσια επί σκηνής για να τη στηλιτεύσουν ή εάν με «αλληγορικά παραμύθια» προσπαθούσαν να συνετίσουν τους Αθηναίους θεατρόφιλους πολίτες ή εάν «κορόιδευαν» κάποιους ομότεχνούς τους, κάποιους πολιτικούς, ρήτορες, σοφιστές και φιλοσόφους.
Πρέπει να διευκρινιστεί, πρώτα απ’ όλα, ότι δεν έχει η κωμωδία μόνο αντικείμενό της και αποκλειστικό της σκοπό να ψέξει την πολιτική. Ναι, ασχολούνται οι κωμωδιογράφοι κι ο Αριστοφάνης (445 – ≈ 380 π.Χ.) πολύ περισσότερο με την πολιτική, αλλά, όπως βλέπουμε στα διασωθέντα έργα, η κωμωδία, που ανεβαίνει επί σκηνής την περίοδο 431 – 403 π.Χ., κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο δηλαδή, παρωδεί, χλευάζει δηκτικά και επιδεικτικά, τη βαθμηδόν παρακμάζουσα τραγωδία (βλ. «Βάτραχοι») ή τη ματαιότητα της σοφιστικής και της φιλοσοφίας (βλ. «Νεφέλες»), ενώ μέσα στο αριστοφανικό έργο μαζί με την καταδίκη κάθε κοινοβλαβούς ανθρώπινου χαρακτήρα και τη σάτιρα ανθρώπων και συνηθειών της Αθηναϊκής κοινωνίας ή συνήθειας προτάσσονται τα χρηστά ήθη (η φιλοπατρία και η αγάπη για την ειρήνη π.χ., βλ. «Λυσιστράτη» και «Ειρήνη» ή η αφιλοχρηματία στον «Πλούτο»), για να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση.
Έντονα πολιτικοποιημένες κωμωδίες στρεφόμενοι ανοιχτά κατά πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής έγραφαν, τα χρόνια εκείνα, οι ποιητές, Έρμιππος, Εύπολις και Πλάτων. Ο Πλάτων, σύγχρονος του Αριστοφάνη, δίχως, όμως, κανένα έργο του να έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, αν και πήρε την πρωτιά στα «εν άστει (ή Μεγάλα) Διονύσια» του 410 π.Χ., ήταν ο πρώτος που ονόμασε κωμωδίες του με τα ονόματα των πολιτικών που σχολίαζε (Υπέρβολος, Πείσανδρος, Κλεοφών).
Εμφανίζεται, λοιπόν, ο Αριστοφάνης στα έργα του να μισεί τον πόλεμο, τη φιλαργυρία, τη συκοφαντία και την υποκρισία κι αντίθετα να λατρεύει την ειρήνη, η οποία ευνοεί τους αγρότες και την πλατιά λαϊκή τάξη, με την οποία συμπάσχει στα επικρινόμενα δεινά ο κωμωδιογράφος μας, ο οποίος συμμετέχει και, λαβαίνοντας μάλιστα και το λόγο μεταξύ των άλλων συνδαιτυμόνων, στο περί Έρωτος «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. Βρίσκει, όμως, σε όλες σχεδόν τις κωμωδίες του ευκαιρίες για «βέλη» προς όσους από τους πολιτικούς της Αθήνας τον «ενοχλούν».
Να σημειωθεί κάτι ιδιαίτερο για τη σχέση ανάμεσα στον Ολιγαρχικό πολιτικό και στρατηγό των τελών του 5ου αι. π.Χ. Πείσανδρο και την κωμωδία. Από τα πρώτα, κιόλας, χρόνια της πολιτικής του διαδρομής, γίνεται επανειλημμένα στόχος διασυρμού και επικρίσεων από τους κωμωδιογράφους ως δωρολήπτης και δειλός. Τον ψέγουν, επίσης, και για το πάχος του και για το ότι είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Επιπλέον, εάν λάβουμε υπόψη τις διαβολές του Πείσανδρου κατά του Φρυνίχου, οι οποίες σχετίζονται με το Ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ., εύκολα αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο π.χ. στην κωμωδία του «Βάτραχοι» ο Αριστοφάνης τον αποκαλεί «ραδιούργο», ενώ ας σημειωθεί και το ότι, ήδη από την περίοδο 423 – 420 π.Χ., για το ήθος του Πείσανδρου (βλ. «Ειρήνη», «Λυσιστράτη»), μα και για κάποιους άλλους πολιτικούς φίλους του Κλέωνος (δες «Σφήκες») διατυπώνει σοβαρούς ψόγους ο Αριστοφάνης.
Τη χρονιά, λοιπόν, του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος (411 π.Χ.), ο Αριστοφάνης, επηρεασμένος από το κοινωνικοπολιτικό «κλίμα» της εποχής και της πατρίδας του, παρουσιάζει στους Αθηναίους δύο κωμωδίες του. Από τη μια, έχουμε την αντιπολεμική «Λυσιστράτη» (διδάσκεται στα «Λήναια», τέλη Γενάρη, του 411 π.Χ.), σύμφωνα με την υπόθεση της οποίας μια απλή Αθηναία αποφασίζει να βάλει τέρμα στον πόλεμο, μ’ ένα «παιχνίδι» υπέρ της αγάπης της ειρήνης και του έρωτα. «Στο αίμα που χύνεται, στο λιμό, στη δυστυχία που συναντάς παντού στον ελληνικό κόσμο και που όλο αυξαίνει εδώ και είκοσι χρόνια που κρατάει ο πόλεμος, ο Αριστοφάνης δίνει θαρραλέα την απάντηση συλλαμβάνοντας την πιο ελευθεριάζουσα και πιο αστεία κωμική υπόθεση που έγινε ποτέ», γράφει, μεταξύ άλλων, ο Α. Μπονάρ («Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός», τ. 2ος, σελ. 247) για τη «Λυσιστράτη».
Κι από την άλλη, διδάσκονται οι «Θεσμοφοριάζουσες» (τέλη Μάρτη του 411 π.Χ., στα «Μεγάλα Διονύσια»), όπου ο Αριστοφάνης «μαστιγώνει» αλύπητα τον τραγωδιογράφο Ευριπίδη, παρωδώντας γνωστά έργα του. Το αντικείμενο της εμπορικότερης, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, αριστοφανικής κωμωδίας είναι η «επίθεση» του Αριστοφάνη προς την καλλιτεχνική δημιουργία του Ευριπίδη και τον τρόπο, με τον οποίο αυτός αντιμετωπίζει τις γυναίκες στις τραγωδίες του ή επιδρά στα πατροπαράδοτα ήθη και τα έθιμα του λαού, όπως τον νιώθουν οι πολίτες της κλασικής Αθήνας. Πρωταγωνιστούν οι γυναίκες που συμμετέχουν στις γιορτές προς τιμήν της θεάς Δήμητρας «Θεσμοφόρια» και, εξοργισμένες από το «μισογυνισμό» του Ευριπίδη, θέλουν την τιμωρία του. Ίσως, όμως, ο «πόλεμος» κατά του Ευριπίδη να οφείλεται περισσότερο στην «εχθρική στάση» του Ολιγαρχικών ιδεών Αριστοφάνη προς τις Δημοκρατικές ιδέες του τραγωδιογράφου και προς το ότι σχετίζονται με αυτόν και κάποιοι μετριοπαθείς Ολιγαρχικοί.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.