Και ποιος δεν έχει ταξιδέψει με τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκη; Ποιος δεν έχει ονειρευτεί;
Με τη συμπλήρωση 26 χρόνων από το θάνατό του ας θυμηθούμε τον Ρεθεμνιώτη Μάνο Χατζηδάκη και τη σχέση του με την πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη.
Η μουσική του παιδεία ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών, κάνοντας μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, ενώ παράλληλα διδάχθηκε βιολί και ακορντεόν.
Μετακόμισε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1932 όμως λίγο αργότερα οι γονείς του χωρίζουν και το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα.
Το 1945 γνωρίζεται στο πατάρι του Λουμίδη που βρισκόταν στην γωνία των οδών Αιόλου με Πανεπιστημίου, με τους Νίκο Γκάτσο, Κάρολο Κουν, Νάνο Βαλαωρίτη κ.α. Μέσα από τις καλλιτεχνικές τους συναντήσεις έκαναν όνειρα για μια Ελλάδα που ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, κοιτώντας με ελπίδα το μέλλον. Τότε ήταν η περίοδος που ξεκίνησε να γράφει μουσικές για το θέατρο και έκανε την πρώτη κινηματογραφική εργασία του με το έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι» σε σκηνοθεσία του Βίων Παπαμιχάλη.
Η πρώτη πρόκληση
Το 1948 ο Χατζιδάκις έδωσε την ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ήταν απαγορευμένο και παράνομο και η ενέργειά του αυτή έδωσε προοπτική στην ελληνική μουσική. Ο Χατζιδάκις με την ποιότητα που είχε σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης, έβλεπε το αληθινό και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι που δεν ήξεραν τα ωδεία, τα πανεπιστήμια, η αριστοκρατία και η πολιτεία. Είχε δηλώσει επ’ αυτού: «Ήθελα να δείξω στο ελληνικό κοινό μια αστείρευτη δροσερή πηγή».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο (Αγία Ιωάννα, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, κ.α.) και το Θέατρο Τέχνης (Ματωμένος Γάμος, Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.α.). Στη συνεχεία, συνεργάζεται με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου όπου ήταν για σειρά ετών ένας από τους βασικούς συνεργάτες. Παράλληλα γραφεί μουσική για πολλές ελληνικές ταινίες όπως «Ο δράκος» που κατά πολλούς θεωρείται η κορυφαία ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Η υπέροχη μουσική επένδυση της ταινίας από τον Χατζιδάκι εναρμονίζεται πλήρως με τον ρεαλισμό των εικόνων με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή του ζεϊμπέκικου χορού, που θυμίζει παράσταση αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας.
Το 1960 πήρε το Όσκαρ για τη μουσική στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, έλεγε ο Χατζιδάκις, να σου έρθει μια επιτυχία, από εκεί που δεν το περιμένεις. Η ταινία ήταν τουριστική και σε αυτή την λογική κινήθηκε όταν έγραψε τη μουσική της. Ήταν ένας προικισμένος συνθέτης με αστείρευτο ταλέντο, που κατάφερε να ταιριάξει την μουσική του στην λογική της ταινίας, με αποτέλεσμα το μπουζούκι να γίνει γνωστό σε όλη την υφήλιο.
Στροφή στον εμπορικό κινηματογράφο
Στη συνέχεια έγραψε μουσική για τον εμπορικό κινηματογράφο. Κάποτε είχε πει στον Φίνο: Εσύ ξέρεις τι θα πει κακός κινηματογράφος αλλά τι θα πει καλός, δεν θα μάθεις ποτέ… Το 1990 σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει: Που να το ξέρω ότι 30 χρόνια μετά, ο κόσμος θα ασχολούταν ακόμα με Μανταλένες και κουραφέξαλα. Στο θέατρο έγραψε μουσική για το «Παραμύθι δίχως όνομα», «Όρνιθες», «Καπετάν Μιχάλης» κ.α. Πολλές από αυτές τις συνθέσεις του έχουν μείνει στην ιστορία και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.
Το 1967 θα ταξιδέψει στο Μπροντγουέι της Νέας Υόρκης για το ανέβασμα του μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ». Εκείνη την περίοδο τον βρήκε η δικτατορία και όπως είχε δηλώσει, είχε προβλήματα με την εφορία και δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την περίοδο της Αμερικής και όπως ανέφερε ο ίδιος, η διαμονή του εκεί τον σπούδασε. Ένα άγνωστο γεγονός είναι η εισαγωγή που έγραψε στο τραγούδι «Prelude» (Προανάκρουσμα), μαζί με τους «Millenium», που ήταν μια ροκ μουσική ομάδα στην Καλιφόρνια. Σε αυτό το κομμάτι, ο ίδιος ο Χατζιδάκις παίζει τσέμπαλο.
Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1972, όπου ηχογραφεί τον «Μεγάλο ερωτικό» και ανεβάζει την παράσταση, «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» που αποτελεί τη δική του έκφραση διαμαρτυρίας για τη χούντα των συνταγματαρχών.
Το 1975 ο Χατζιδάκις θα αναλάβει αναπληρωτής γενικός διευθυντής στην «Εθνική Λυρική Σκηνή» και διευθυντής στο «Τρίτο πρόγραμμα». Είναι η θέση που χήρευσε όταν ο Μπάμπης Πραματευτάκης ακολουθώντας το Παύλο Μπακογιάννη θα παραιτηθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας γιατί η ΕΡΤ εξακολουθεί να «χουντοκρατείται». Ο Χατζιδάκις είχε ένα όραμα για την μουσική ζωή στην Ελλάδα και έμεινε στο ραδιόφωνο επτά χρόνια. Πήγε σε μια εποχή που τα χνάρια της χούντας ήταν ακόμη φανερά στην τότε ΕΡΤ και κατόρθωσε με το ύφος και τον λόγο του, να τα αλλάξει όλα. Το κρατικό ραδιόφωνο άρχισε να ανοίγει τις πόρτες στους άξιους και αναπτύσσεται μια καινούργια ραδιοφωνική έκφραση. Η ελληνική και παγκόσμια δημιουργία, προβάλλεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο που κάνει τον ακροατή να φαντάζεται και να ονειρεύεται. Το τρίτο πρόγραμμα αν και κρατικό ήταν το πρώτο ελεύθερο ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Μια εκπομπή που άφησε εποχή στο ραδιόφωνο και στην κοινωνία ήταν η παιδική εκπομπή «Εδώ λιλιπούπολη».
Η γνωριμία του με τη Φέφη
Εκείνη την εποχή μια νέα κοπέλα από το Ρέθυμνο, πανέμορφη, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη μεγάλη της αγάπη το τραγούδι.
Πηγαίνει στο ΠΟΛΥΤΡΟΠΟ και ζητά συνάντηση με το Μάνο Χατζηδάκη. Όσοι ζουν από κοντά το μεγάλο συνθέτη απορούν με το θάρρος της όμορφης Ρεθεμνιωτοπούλας. Περιμένουν να τη δουν να φεύγει με κομμένα φτερά. Δεν θα είναι και η πρώτη. Ο Μάνος Χατζηδάκης δεν «χαρίζεται» στα θέματα μουσικής. Δεν δίσταζε να διακόπτει ορχήστρα μεσούσης συναυλίας αν κάποιος μουσικός «πρασίνιζε» νότες. Η σκληρότητα που έδειχνε μερικές φορές σόκαρε. Μετά από τη μητέρα του όμως η μουσική ήταν η μεγάλη του αγάπη. Και το έδειχνε καμιά φορά και με άκομψο τρόπο.
Όταν άκουσε την κοπέλα από το Ρέθυμνο έμεινε να την κοιτάζει εκστατικός και από εκείνη τη στιγμή «έπινε» νερό στο όνομα της Φερενίκης Βαλαρή.
Όταν αργότερα η Φέφη του ανακοίνωσε το γάμο της και την απόφαση να αφήσει το τραγούδι εκείνος προσπάθησε να την αποτρέψει. Δεν τα κατάφερε.
Όταν χρόνια μετά ήρθε στο Ρέθυμνο για να δώσει συναυλία στη «Φορτέτζα» τον πρώτο άνθρωπο που αναζήτησε ήταν η Φέφη Βαλαρή κι όταν συναντήθηκαν πέρασαν ώρα μαζί κουβεντιάζοντας για το χθες και τις επιτυχίες τους.
Η ικανοποίηση του Μάνου ήταν ότι η Φέφη δεν εγκατέλειψε το τραγούδι. Συνέχιζε να προσφέρει την ονειρεμένη της φωνή αλλά αποκλειστικά ως σπονδή στον πολιτισμό και μόνο για κοινωνικούς σκοπούς.
Οι μουσικές γιορτές
Η δεκαετία του 70 ήταν εφιαλτική για την κοινωνική ζωή στο Ρέθυμνο. Η εγκληματικότητα στα ψηλά χωριά «κτυπούσε κόκκινο». Μόνο στα Ζωνιανά είχε αλλάξει εντελώς το κλίμα από τότε που ο δάσκαλος Δημήτρης Παρασύρης στην αρχή και ο Μπάμπης Σφακιανάκης στη συνέχεια με «δούρειο ίππο» τον πολιτισμό κατάφεραν να δαμάσουν την παραβατικότητα.
Ίσως αυτά τα παραδείγματα να δημιούργησαν πρότυπα. Λέμε ίσως γιατί κανένας δεν ξέρει με ποιο ερέθισμα αποφάσισε να κάνει το ίδιο ο τότε δήμαρχος Γιώργος Κλάδος.
Έρχεται στην Αθήνα το 1978 και πείθει το Μάνο Χατζηδάκη να διοργανώσει τους μουσικούς αγώνες στα Ανώγεια. Με την συμπαράσταση των Aνωγειανών, ο Μάνος Χατζιδάκις κατάφερε να καταστήσει τ’ Ανώγεια σ’ ένα ζωντανό μουσικό πολιτιστικό εργαστήρι.
Και σε σχόλιό του αργότερα στις ιστορικές του εκπομπές εξήγησε τα αίτια αυτής της προθυμίας.
«Στ’ Ανώγεια όλα είναι αληθινά. Δεν υπάρχουνε πλαστικά, ούτε υποκατάστατα. Υπάρχει πέτρα, ξύλο, χρώμα και πράσινο της Γης. Ευγένεια από τη φύση κι όχι από σκοπιμότητα. Νερό και υφαντά, με ύφανση δύσκολη και μπλεγμένη, αλλά με ένα αποτέλεσμα, θα ‘λεγα, θεϊκά απλό. Υπάρχουνε οι κάτοικοι, εντατικά γραμμένοι, λες κι ήρθαν στον κόσμο χθες. Υπάρχει και η φωνή τους. Περήφανα κι όχι αδιάκριτα δυνατή. Για ν’ ακουστεί στην αντικρινή πλαγιά, στην παρακάτω χώρα και στα δυο άκρα του νησιού. Στ’ Ανώγεια υπάρχει ή Κρητική ματιά, που λέει ο Καζαντζάκης. Ή εκ βαθέων δύναμη, ή από Θεού – που λεν οι Χριστιανοί. Μόνο στην Κρήτη λειτουργεί τόσο δραματικά παρούσα η μνήμη, και επιλέγει το ουσιαστικό για να το σπείρει στο Μέλλον.
Τ’ Ανώγεια έχουν και ένα δήμαρχο που δεν το περιμένεις. Ένα δήμαρχο που δεν φιλοδοξεί να γίνει υπουργός Πολιτισμού. Άλλα που έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τον Πολιτισμό από όση έχει ολόκληρο το Υπουργείο που ανέφερα. Δικό του τ’ όνειρο για τους Αγώνες Λύρας -και να που φέτος γίνονται οι δεύτεροι.
Εκείνο που έχει σημασία είναι να στρέψουμε τη μουσική παιδεία μας έξω από το λάθος των Ωδείων και των ηλιθίων μουσικών, που δίνουν μια απελπιστική εικόνα γι’ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Μουσική. Και οι Αγώνες Λύρας αποτελούν μιαν ελπιδοφόρα αρχή και ένα κέντρισμα στο μέλλον να συνηθίσουμε ν’ ακούμε Μουσική, όχι αισθηματικά, όπως γινόταν ως τα σήμερα, αλλά με την καρδιά μαζί και με το νου. Να μάθουμε να παρακολουθούμε την μελωδική ανάπτυξη σαν μια ιδέα πού ξεδιπλώνεται αποκαλυπτικά και μας αφορά βαθύτατα και σαν Έλληνες και σαν πολίτες του σήμερα. Να μάθουμε ν’ ακούμε Μουσική κι όχι σοβαροφανείς αμηχανίες ή ατάλαντες συμφωνικές σοβαροφάνειες. Οι Αγώνες Λύρας στ’ Ανώγεια είναι μια Ελληνική αρχή, για Μουσική.
Το 1980 εγκαινίασε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο.
Το 1985 ίδρυσε την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» για να φιλοξενεί ποιοτικές προτάσεις της ελληνικής μουσικής.
Το 1989 ο Χατζιδάκις ίδρυσε την «Ορχήστρα των χρωμάτων».
Όπως μου έλεγε ο αείμνηστος Νίκος Μαμαγκάκης από τον Μάνο Χατζηδάκη απέκτησε την πρώτη διαβεβαίωση του μεγάλου του ταλέντου. Εκείνος τον πήρε κοντά του και τον εμπιστεύθηκε σε ενορχηστρώσεις. Τον έζησε τόσο καλά που είχε και πολλά παραδείγματα να δώσει για τον ασυμβίβαστο Μάνο Χατζηδάκη που δεν υπολόγιζε θεσμούς και εξουσίες όταν έβλεπε καταστάσεις να απειλούν τον τόπο.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα που δίνει ο Νίκος Μαμαγκάκης στην αυτοβιογραφία του
«Μιλώντας για τους πολιτικούς, θυμάμαι κάποια φορά τον Μάνο Χατζιδάκι, που προσπαθούσε να μιλήσει με έναν τότε υπουργό, έναν γνωστό αργότερα και «κοινής αποδοχής» πολιτικό.
Και αφού προσπάθησε, δεν ξέρω πόσες μέρες, να επικοινωνήσει μαζί του, όταν κάποια στιγμή του τον έδωσαν, δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί.
Εκείνος κάτι του είπε στο τηλέφωνο και άκουσα τον Χατζιδάκι έξαλλο να του απαντά: Ε, τότε, σκατά υπουργός είσαι. Σκατά υπουργός είσαι! Και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Και έχω πει ξανά πως η μεγάλη προσφορά του Χατζιδάκι δεν ήταν μόνο τα τραγούδια του. Ήταν η συνολική του στάση για τη ζωή και τον πολιτισμό στον τόπο μας. Συζητώ συχνά με φίλους μου και λέω πως μπροστά του εγώ ήμουν έναν ασήμαντος! Έκανε το Τρίτο Πρόγραμμα, έκανε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, διεκδίκησε για τον πολιτισμό, αγωνίστηκε για τον πολιτισμό, τα έβαλε με όλους!.
Όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης επέμενε πως τα τραγούδια του που ακόμα τραγουδάμε δεν τον εξέφρασαν ποτέ αλλά ήταν μια λύση βιοπορισμού, έτσι κι ο Χατζηδάκης, απεχθανόταν τραγούδια του διαχρονικά πάντα κι αγαπημένα.
Παρόλο που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής το 1960 για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» και έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο, ο Χατζιδάκις δεν ενθουσιάστηκε με τη διάκρισή του στα Όσκαρ. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», είχε αναφέρει. Ο ίδιος θεωρούσε ότι τα «Παιδιά του Πειραιά» δεν ήταν αντιπροσωπευτικό τραγούδι της μουσικής του και δυσανασχετούσε όταν το άκουγε στο ραδιόφωνο. Το είχε γράψει ύστερα από πολλές πιέσεις των συντελεστών της ταινίας. Με την πρώτη ευκαιρία πούλησε τα δικαιώματα του τραγουδιού για να φτιάξει τα δόντια του που του τα είχαν σπάσει την περίοδο της κατοχής…
Αιρετικός στις απόψεις του δεν δίσταζε να απομυθοποιήσει κορυφαίες στιγμές του ελληνισμού καταθέτοντας τη δική του άποψη ακόμα και για το μεγάλο ΌΧΙ.
«Γιατί είπε το «Όχι» ο Μεταξάς αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού; Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά, οι πιέσεις, οι Άγγλοι, τα ανάκτορα κλπ. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: Και αν λέγαμε ναι; Πάλι στα ίδια θα ήμασταν. Ένα δυο χρόνια υπό συμμαχική επιστασία – μήπως δεν ήμασταν πέντε και δέκα χρόνια κάτω από αυτούς; – και ύστερα μέσα στη συμμαχία και τέλος στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Άσε και εκείνη την μεταπολεμική ψευδαίσθηση που μας την καλλιεργούσαν και οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις ότι ήμασταν και οι πρωταγωνιστές του πολέμου, οι περιούσιοι των συμμάχων. Πιστεύαμε στο τέλος σαν τον Καραγκιόζη πως εμείς σκοτώσαμε τον καταραμένο όφι. Μεθύσαμε από δόξα που μόνοι μας χαρίσαμε στους εαυτούς μας. Για άλλη μια φορά νίκησαν οι Χίτες, οι κουτσαβάκιδες, οι ταγματασφαλίτες, οι βασανιστές και οι μέλλοντες Μιχαλόπουλοι και οι Κουρήδες. Αυτή είναι η 28η Οκτωβρίου» Πηγή: www.lifo.gr.
Όπως και να τα έλεγε, όπως και να σκεπτόταν ο Μάνος Χατζηδάκης κέρδισε την αθανασία μέσα από το έργο του Αρχή και φινάλε κάθε αναφοράς και κάθε πραγματείας για το ελληνικό τραγούδι.
Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο Μάνος Χατζιδάκις ταξίδεψε στην οδό ονείρων. Αλλά το αποτύπωμά του στην ελληνική μουσική είναι εκθαμβωτικό. Κι έτσι θα μείνει.
ΠΗΓΕΣ
Βικιπαίδεια
Μηχανή του χρόνου
Εύας Λαδιά: Όταν ο πολιτισμός μάχεται την παραβατικότητα
Εύας Λαδιά: Ανώγεια Μουσικές γιορτές
Εύας Λαδιά: Φερενίκη Βαλαρή: Μια μεγάλη ερμηνεύτρια των καιρών μας
Νίκου Μαμαγκάκη: Αυτοβιογραφία
Μαρτυρίες Νίκου Μαμαγκάκη στην Εύα Λαδιά