Ρεθεμνιώτικη βεγγέρα των παλιών καλών εποχών της πόλης θύμιζε η συνάντησή μου με τους αδελφούς Βαγγέλη και Μιχάλη Γεωρβασάκη το απόγευμα της π.Κυριακής.
Αφορμή η επικείμενη παρουσίαση του βιβλίου που εξέδωσαν και που καλύπτει ένα μεγάλο κενό. Γιατί θα ήταν φτωχότερα τα Κρητικά Γράμματα αν δεν είχαν επιτέλους συγκεντρωθεί τα ποιήματα του αξέχαστου πατέρα τους που δεσπόζει στην κοινωνική ζωής της αρχοντοπολιτείας από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Μεγαλώνει και δημιουργεί κοντά σε άλλους άξιους Ρεθεμνιώτες. Και όλοι μαζί αφήνουν παρακαταθήκη στους επόμενους την αρχοντιά και την πρεπιά αυτού του τόπου.
Θα έχουμε περισσότερα να πούμε για το σπουδαίο αυτό βιβλίο που η παρουσίασή του προγραμματίζεται για την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου.
Μέχρι τότε αξίζει να θυμηθούμε τον υπέροχο εκείνο άνθρωπο με τη ρομαντική πένα στην ποίηση και την εύστοχη κριτική γραφή στην αρθρογραφία που αποτελούσε μια εμβληματική μορφή.
Επιχειρηματίας από τα 22 χρόνια του
Στο βιογραφικό που συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ο Γιώργης Εκεκάκης αναφέρει χρονολογία γέννησης το 1900, η οποία και πρέπει να είναι η σωστή γιατί σε άλλες αναφορές αναφέρεται το 1898. Ο Γεωρβασάκης συνεχίζει ο Εκκεκάκης, ήταν βιβλιοπώλης, τυπογράφος, εκδότης και ποιητής με καταγωγή από τα Σελλιά. Ήταν ένας ανήσυχος και δραστήριος επαγγελματίας κι ένα ευαίσθητο στέλεχος στην κοινωνία της πόλης του Ρεθύμνου. Στα 22 του χρόνια, είχε βιβλιοπωλείο, χαρτοπωλείο, τυπογραφία και βιβλιοδετείο που τότε στεγαζόταν όλα στην οδό Αρκαδίου. Από το 1929 ο Γεωρβασάκης εξέδιδε και την εφημερίδα «Έρευνα» ήταν και αξιόλογος ποιητής. Το περίεργο είναι ότι αν και είχε δικά του μέσα και τη δυνατότητα δεν εξέδωσε δικά του έργα. Περί το 1830 το βιβλιοπωλείο μεταφέρθηκε μερικές δεκάδες μέτρα αναλυτικότερα, στην ίδια πλευρά του ίδιου δρόμου όπου συνέχισε να λειτουργεί και μετά τον πόλεμο μέχρι που αρχές δεκαετία του 50 η επιχείρηση μεταφέρθηκε στα Χανιά.
Κι εκεί άφησε μνήμη αγαθή ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης. Ήταν ανοικτός και φιλικός με όλους ανεξάρτητα την κοινωνική τους θέση. Ενδεικτική η φιλία του στα Χανιά, με τον Σαλή τον φιλάνθρωπο μαύρο βαρκάρη που από τις αγαθοεργίες κατέληξε στην «ψάθα». Με τις δικές του ενέργειες έγινε Έλληνας πολίτης έστω και αργά παίρνοντας μια μικρή σύνταξη από το ΙΚΑ. Ακόμα και τότε όμως ο Σαλής αποδεικνύοντας τη φιλευσπλαχνία και μεγαλοψυχία του χάριζε μεγάλο μέρος της σύνταξής του σε ανθρώπους που πίστευε ότι τη χρειάζονταν περισσότερο.
Πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου 1967 στο δωμάτιό του επί της οδού Θεοτοκοπούλου την ώρα που κοιμόταν.
Όταν πέθανε υπήρχε πρόβλημα για τον τόπο ταφής του, αφού λόγω του μουσουλμανικού θρησκεύματος δε μπορούσε να ταφεί σε χριστιανικό νεκροταφείο.
Αρχικά τον είχαν θάψει σε ένα χωράφι στην παλιά τούρκικη συνοικία Μερζαλίκια, αλλά λόγω του ότι ήταν πολύ αγαπητός στους Χανιώτες, ετάφη στο χριστιανικό κοιμητήριο του Αγίου Λουκά στην οδό Αναπαύσεως με δικά τους έξοδα. Εκεί στον τάφο του υπάρχουν οι στίχοι με τους οποίους τον αποχαιρέτησε ο φίλος του Γεωρβασάκης, ένα μικρό ποιητικό αριστούργημα:
«Ας ήσουν μαύρος
Ας μην ήσουν χριστιανός
Ας ήταν μαύρη η μορφή σου
Μ’ από το χιόνι πιο λευκή ήτανε η ψυχή σου».
Αρκετά για τον Γεωρβασάκη αναφέρει ο Σπύρος Λίτινας από τους στενούς του φίλους στα βιβλία του που δεν είναι πολύτιμα μόνο για το λογοτεχνικό τους περιεχόμενο και τις μοναδικές μεταφράσεις ποίησης μεγάλων ξένων ποιητών, αλλά και για την προβολή μορφών της πόλης, που ελάχιστοι θυμούνται πια. Αυτές οι μορφές σου δίνουν δύναμη όταν σε απογοητεύει το παρόν και γυρνάς αθέλητα στο παρελθόν για να καταλάβεις αν όσα ζητάς, να τρέφουν τις μέρες σου, είναι δονκιχωτικές προσδοκίες παρωχημένων εποχών. Μόνο όταν φτάνουμε σε μορφές όπως ο Γεώργιος Ε. Γεωρβασάκης, παίρνουμε ανάσα, στην πνιγηρή εποχή μας, αναπολώντας ένα Ρέθυμνο που ακόμα κι ένα Τυπογραφείο γινόταν στέκι συμπολιτών με το πνευματικό ανάστημα του Παντελή Πρεβελάκη, του Νίκου Ανδρουλιδάκη, του Σπύρου Λίτινα. Γιατί αυτό είχε καταφέρει ο Γεώργιος Γεωρβασάκης.
Ένας αποξεχασμένος δημιουργός
Αναφέρει συγκεκριμένα στα «Ατελεύτητα» ο Σπύρος Λίτινας και το παραθέτουμε αυτούσιο για του λόγου το αληθές:
«Ένας αποξεχασμένος δημιουργός μας ο Γιώργης Γεωρβασάκης. Τι ήταν; Ποιος ήταν; Αυτό το ερώτημα θα δημιουργηθεί σε πολλούς σημερινούς. Γιατί από το έτος που αφήκε τον άχαρο τούτο κόσμο. Έχουν περάσει πια τόσα πολλά χρόνια. Και ίχνη του δεν φαίνονται πουθενά….» (σελ. 203).
Έτσι αναδύεται από τη λήθη ένας εμπνευσμένος δημιουργός, που ο ίδιος ο Γιώργης Καλομενόπουλος του είχε γράψει κάποτε ότι ανάμεσα σε άλλους στιχουργούς εκείνος είναι ποιητής.
Σφακιανός στην καταγωγή
Ο Γεώργιος Γεωρβασάκης, γεννήθηκε το 1898 και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο από πατέρα Σφακιανό από τους Κομητάδες και μητέρα Μανιάτισσα με κρητική καταγωγή. Παντρεύτηκε τη Σοφία Γιουλούντα και απέκτησε δυο γιους, τον Βαγγέλη και τον Μιχάλη.
Το πηγαίο ποιητικό του ταλέντο εκδηλώθηκε σε νεαρότατη ηλικία κι έτσι άρχισε να γράφει ποιήματα από μαθητής Γυμνασίου. Θα μπορούσε να είχε κάνει ζηλευτές σπουδές, αλλά δεν το επέτρεψαν οι σκληρές συνθήκες της εποχής. Γι’ αυτό και διάλεξε μια επαγγελματική κατεύθυνση πιο κοντά στα πνευματικά του ενδιαφέροντα.
Το 1923 άνοιξε στο Ρέθυμνο, στην οδό Αρκαδίου, δικό του Τυπογραφείο και Βιβλιοπωλείο, όπου πολλοί Ρεθεμνιώτες το είχαν σαν φιλολογικό στέκι.
Παράλληλα με το επάγγελμά του ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία και την ποίηση και εξέδιδε τις εφημερίδες «Έρευνα» και «Νέα Κρήτη», όπου ήταν διευθυντής και ιδιοκτήτης.
Μεγάλη ευχέρεια στο στίχο
Είχε μεγάλη ευχέρεια στην ποιητική έκφραση. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Λίτινας:
«Κυριολεκτικά στο πόδι μέσα στο μαγαζί του, μέσα στη ρουτίνα καταλάμβανε το από ποιητικό οίστρο και απήγγειλε ολόφωτος, ολοφώτιστος και χαμογελαστός.
Ο Γιώργης Γεωρβασάκης μπορεί να μην ήταν ανώτερος μόρφωσης. Την αδυναμία του όμως αυτή, την υπερκάλυπτε η ζωντάνια του, η λαϊκή του σοφία και η πολυμέρεια. Στίχοι του έχουν γίνει κυριολεκτικά κλασικοί. Τα ποιήματα του Γεωρβασάκη εκφράζουν την εικόνα της στιγμής.
Έγινε η πλάκα του γιαλού
βασιλική ταράτσα
και διπλοπόδι κάθισεν
απόψε η Γαλήνη…».
Σκόρπια ποιήματα
Πολλά του ποιήματα έχουν δημοσιευθεί σε Ρεθεμνιώτικες εφημερίδες, καθώς επίσης σε Χανιώτικα περιοδικά και εφημερίδες μετά την εγκατάστασή του στα Χανιά.
Προσμονή
«Να βγαίνη ο ήλιος ψηλά κι έτσι, ως θα δίνη,
τα μεστρωμένα στάχυα να ομορφίζη,
η οπώρα πάνω στα δέντρα να γυαλίζη,
διάπλατη σ’ όλο τον κόσμο η γαλήνη…
Να βγαίνη ο ήλιος και να φέγγη μέρα,
Δίχως κακία το μάτι ν’ αντικρύζη,
του δειλινού η καμπάνα να σκορπίζη,
μια δέηση, σε τέκνα ενός πατέρα.
Και να ‘ρχεται ο ύπνος σαν το μέλι
γλυκός, τα βλέφαρά μας να σκεπάζη
και τα του απαλά, ως θα τινάζη,
στα βρεφικά μας όνειρα να σβήνη
μ’ ό,τι η καρδιά μας, λαχταρά και θέλει.
να βγαίνη ο ήλιος κι έτσι να μας δίνη».
Το ποίημα αυτό χαράχτηκε στον τάφο του ποιητή σύμφωνα με επιθυμία του
Μεγάλο μέρος των ποιημάτων του σε σκόρπια χαρτιά και σημειώματα περισυνέλεξε και διέσωσε ο καλός του φίλος Γιώργης Εμμ. Μυλωνάκης σε ένα δακτυλογραφημένο τόμο.
«Αραξοβόλια δε ζητώ, κι αστέρια δεν κοιτάζω
και σε λιμάνια απάνεμα ποτέ μου δεν αράζω!
Τραβώ και πάω και δε ρωτώ του ταξιδιού την άκρη,
στεφάνι ο αφρός στον κόπο μου κι η πληρωμή μου δάκρυ!»
(Eφημερίς «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» 18 Αυγούστου 1923).
Ξαφνικός θάνατος
Πέθανε ξαφνικά το 1971, χωρίς να προλάβει ο ίδιος να εκδώσει την πλούσια ποιητική του συλλογή.
Είχε πάει οικογενειακώς για επίσκεψη στον επιστήθιο φίλο του Βαγγέλη Ανδρουλιδάκη τον επιφανή δημοσιογράφο. Θα του έκανε σίγουρα κι εκείνου τη χαρά, όπως είχε κάνει το πρωί στο γιο του Βαγγέλη, μετά το καθιερωμένο τσεκ απ. Ο γιατρός είχε αποφανθεί ότι είχε ακόμα μια εικοσαετία μπροστά του κι επειδή η επιστήμη προχωρά, για το καλό της ανθρωπότητας, έβλεπε να έχει ακόμα περισσότερες πιθανότητες μακροζωίας μπροστά του.
Εκεί όμως στο σπίτι του φίλου του άφησε την τελευταία του πνοή. Κι έμεινε μόνο η μνήμη του να αναμοχλεύει τις αναμνήσεις των επιστήθιων φίλων του όπως ο Σπύρος Λίτινας.
«…Θυμούμαι τον εκρηκτικό αυτό Γιώργη το Γεωρβασάκη: Να μας απαγγέλλει, με ακράτητο ενθουσιασμό, μπουκωτά λίγο, τα ποιήματά του, χαμογελαστός πάντα. Για να αναστήσω, έστω και βιαστικά και επιπόλαια, τη μνήμη του εξαίρετου αυτού συμπολίτη μας, που έσβησε κι αυτός και εχάθηκεν, όπως όλοι σχεδόν οι εργάτες εκείνης της προσπάθειας. Εκείνης της εποχής.
Επειδή του αξίζει. Τόσο περισσότερο επειδή, απ’ όσο γνωρίζω, όλο του το έργο έχει χαθεί. Μου έλεγεν ο άλλος αξέχαστος συμπολίτης φίλος μου Γιώργος Εμμ. Μυλωνάκης, ότι αυτός εφρόντιζε να συγκεντρώσει τα ποιήματά του και να τα εκδώσει. Αυτός, αφού ο ίδιος ο Γεωρβασάκης αμελούσε κι αδιαφορούσε, ενώ είχε δικό του τυπογραφείο! Αλλά εν των μεταξύ πέθανε κι αυτός (ο Γ. Μυλωνάκης) χωρίς να ολοκληρώσει την προσπάθειά του αυτή. Θάνατος του ενός, θάνατος του άλλου. Θάνατος ολωνών!
Και όταν δεν υπάρξει συγκεντρωμένη, τυπωμένη σε βιβλίο, πνευματική εργασία, σβήνει και χάνεται κι εξαφανίζεται. Κι ο δημιουργός της αποξεχνιέται.
Δεν πρέπει όμως ν’ αποξεχαστεί ο φίλος μας ο Γιώργης Γεωρβασάκης. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας σημαντικός αυτοδημιούργητος λαμπρός συμπολίτης μας. Αλλά και γιατί ήταν ένας εμπνευσμένος εργάτης των Γραμμάτων. Μια αληθινή, πηγαία, ζωντανή, εκρηκτική πνοή.
Γι’ αυτό και η ταπεινότης μου σύρει την πέννα επάνω στο χαρτί. Να τον αναστήσω με μερικά, έστω, πενιχρά λόγια τώρα, επιφυλασσόμενος να τον ξαναθυμηθώ αργότερα…».
Πρότυπο για την εποχή του
Ο Γιώργης Γεωρβασάκης ήταν ένα πρότυπο νέου για την εποχή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πατέρας του Παντελή Πρεβελάκη αυτόν παρακαλούσε να είναι κοντά στον Παντελή όταν ο μεγάλος συγγραφέας κατέβαινε στο Ρέθυμνο για να μην αποξεχνιέται απομονωμένος στο δωμάτιό του Για να τον παροτρύνει να κάνουν μια βόλτα, να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Ο Παντελής Πρεβελάκης δεν ξέχασε ποτέ τον Γεωρβασάκη. Είχε υποσχεθεί μάλιστα στους γιους του να προλογίσει την ποιητική συλλογή του πατέρα τους που είχαν ετοιμαστεί να εκδώσουν. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβε.
Ήταν παροιμιώδης η σεμνότητα του Γιώργη Γεωρβασάκη, που ακόμα και τον μεγάλο του πατριωτισμό έκρυβε στις μνήμες άνευ σημασίας. Κανένας δεν αναφέρει πουθενά για την σύλληψή του από τους Γερμανούς και την από τύχη και μόνο σωτηρία του από το απόσπασμα Αυτή η σεμνότητα υπογραμμίζει και το μεγαλείο του ανδρός.
Μεγάλη πνευματική δωρεά
Ο Γιώργης Γεωρβασάκης θα μπορούσε κι αυτός να έχει χαθεί στη λήθη που ανθεί στην πάλαι ποτέ πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών. Αλλά χάρις στην πρωτοβουλία των άξιων παιδιών του, έγιναν κτήμα μας οι ακριβές λογοτεχνικές του δωρεές.
Πρόκειται για την έκδοση 250 ποιημάτων του, αυτά που είχε συγκεντρώσει ο φίλος του Μυλωνάκης που δεν εκδόθηκαν για να πάρουν θέση στα ράφια των βιβλιοπωλείων, αλλά για να δοθούν σαν πνευματική μετάληψη σε όσους παραμένουν διάκονοι της τέχνης του λόγου και του πολιτισμού.
Και οφείλουμε χάρη στα παιδιά του αξέχαστου Γεωργίου Γεωρβασάκη, τον Βαγγέλη και τον Μιχάλη, επιφανών σήμερα της Χανιώτικης κοινωνίας, που μας έκαναν αυτή τη μεγάλη προσφορά, εκδίδοντας τα ποιήματα του πατέρα τους. Έβαλαν με τον τρόπο αυτό, ένα λιθάρι στην υποχρέωση της πόλης να δώσει επιτέλους μια θέση στους πνευματικούς της προγόνους, που οι περισσότεροι σήμερα είναι άγνωστοι στους νεότερους.
Ιδιαίτερα τώρα που είναι καιρός να θυμηθούμε το πολιτιστικό παρελθόν αυτού του τόπου μήπως του δώσουμε μια συνέχεια. Γιατί τραβώντας μονοκονδυλιές στις πνευματικές αξίες του χθες, κρατώντας μόνο τις εξαιρέσεις που δεν εκθέτουν την ανεπάρκειά μας σε πολιτιστική παιδεία, το ίδιο μας τον τόπο βλάπτουμε. Κι όταν αφήνουμε να ξεχαστούν αφορμές της περηφάνιας μας, τι άραγε κληροδοτούμε στους μεταγενέστερους για να νιώθουν ευλογημένοι που γεννήθηκαν στον τόπο αυτό του πνεύματος και της παράδοσης;