Μια θεατρική παράσταση της «Ασκητικής» του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα δεν είναι σίγουρα το ευκολότερο εγχείρημα. Ένα βιβλίο που εμπεριέχει μέσα την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη λογική, είναι δύσκολο να αποδοθεί από τους υποκριτές, όσο ταλαντούχοι και αν είναι. Οι λέξεις του κειμένου είναι αδυσώπητες και διαδέχονται βασανιστικά η μία την άλλη, για τον άνθρωπο που στοιχειωδώς έχει ξεφύγει από τη ρηχότητα του «φαίνεσθαι» και την κίβδηλη αίσθηση της προσωπικής ή συλλογικής ευτυχίας, όπως την αντιλαμβάνεται με τα «μέτρα» του τεχνοκράτη χαρτογιακά.
Μια τέτοια παράσταση παίζεται προφανώς με την ψυχή πρωτίστως και δευτερευόντως με το ταλέντο. Αν συνδυάζονται και τα δύο ακόμα καλύτερα για το ίδιο το έργο, αλλά κυρίως για τους θεατές. Ευτυχής συγκυρία ότι πρόσφατα είδαμε στην πόλη μας, τη γενέτειρα του συγγραφέα της «Ασκητικής» την παράσταση σε σκηνοθεσία του Πάνου Αγγελόπουλου και την υποβλητική ερμηνεία του Τάσου Νούσια με τη συνδρομή πέντε νέων εξαιρετικών ηθοποιών.
Με πολύ μεγάλη περιέργεια ήθελα να δω την ανταπόκριση των συμπολιτών μου στον «ύμνο» της φιλοσοφικής σκέψης του Καζαντζάκη. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον γενικής σύγχυσης -αν όχι αποχαύνωσης- πρέπει να ζητάμε ερεθίσματα για να νιώσουμε τη δύναμη της ελευθερίας, που τόσο έχουμε στερηθεί τελευταία.
Η παράσταση συνέπεσε και με τη «συζήτηση» που προκλήθηκε λόγω της χρηματοδότησης του Μουσείου στη γενέτειρα του συγγραφέα από γνωστό εφοπλιστή και ποδοσφαιρικό παράγοντα, που μάλλον το ύφος του δε συνάδει με αυτό του «πνευματικού» ανθρώπου με ευαισθησίες στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Ας όψεται όμως η ανάγκη και η διάλυση του κράτους -ποιου κράτους;- αφού πλέον η πνευματική ζωή θα εναπόκειται στις «καλές» προθέσεις(;) του κάθε εφοπλιστή ή επιχειρηματία, που θα αποκτήσει ερείσματα και σε νέους γι’ αυτόν χώρους.
Για να ξαναγυρίσουμε στην παράσταση, κοινή ομολογία των παρευρισκόμενων θεατών ήταν ότι οι συντελεστές της παράστασης έκαναν με την εμφάνισή τους μια τεράστια «δωρεά» στον τόπο μας, σίγουρα πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν του εφοπλιστή.
Δεν έδωσαν χρήμα, αλλά ψυχή. Αυτό ακριβώς που λείπει από τους αποδυναμωμένους συμπολίτες μας. Και η «ψυχή» δεν αγοράζεται και δεν πουλιέται. Ή την έχεις ή δεν την έχεις.
Δεν ξέρω, αν την ίδια μέρα ή ώρα είχε συναυλία η… Κοντσίτα ή κάποια Σούλα Μπούλα (τυχαίο το όνομα) θα είχε μεγαλύτερο και πιο ενθουσιώδες κοινό μια τέτοια «παράσταση». Σημασία έχει πάντως πως κάποιοι άνθρωποι σε μια περίοδο παράκρουσης και αίσχους κάνουν τις υπερβάσεις τους και απευθύνονται σ’ ένα άλλο κοινό, απ’ αυτό που απευθύνεται ο… Άδωνις ή ο Βαγγέλης Βενιζέλος!!!
Ο μινιμαλισμός της παράστασης, η δωρική σκηνογραφία, ο ψυχωμένος λόγος, το ανάλαφρο αεράκι που κάλυψε αυτή τη μιάμιση ώρα της «Ασκητικής», ήταν το καλύτερο αντίδοτο της τετριμμένης Αδώνειας σαχλαμάρας, της Βενιζελικής κενολογίας της ανόητης ψυχαγωγίας των τηλεοπτικών «ερπετών» που χαριεντίζονται λικνιζόμενοι με τη γλώσσα μονίμως έξω και υγρή, μεταξύ ταρώ-μαντείας και γλυκόξινης σάλτσας που παρασκευάζει ο γνωστός ή ο εκκολαπτόμενος σεφ!!!
* Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος-συγγραφέας