Τα περιβαλλοντικά εγκλήματα στην Κρήτη, αλλά και γενικότερα στη χώρα μας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι παραμένουν ατιμώρητα. Οι σχετικές υποθέσεις που φτάνουν στη Δικαιοσύνη οδηγούνται στις δικαστικές αίθουσες με καθυστέρηση τουλάχιστον 5 ετών, οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους αθωώνονται, οι ποινές για όσους κρίνονται ένοχοι είναι μικρές, τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται, συνήθως δεν ξεπερνούν τα 5.000 ευρώ, ενώ η περιβαλλοντική υποβάθμιση και το περιβαλλοντικό έγκλημα, βρίσκονται πολύ χαμηλά στην ατζέντα τόσο των αρμόδιων φορέων, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, όσο και στη συνείδηση του γενικότερου πληθυσμού.
Τα παραπάνω, προκύπτουν από τα στοιχεία δυο σημαντικών ερευνών που διενεργήθηκαν στην Κρήτη: Της πρωτογενούς έρευνας (προπαρασκευαστική Δράση Α1) και της έρευνας βάσης (Δράση C1) που υλοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE Natura Themis που πραγματοποιείται από τον Οκτώβριο του 2015 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης-Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (ΜΦΙΚ), με τη συνεργασία του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων, του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης και του υπουργείου Περιβάλλοντος.
Τα πρώτα αποτελέσματα παρουσίασαν πρόσφατα οι εταίροι του έργου: «Προώθηση της ευαισθητοποίησης για την άσκηση δίωξης για εγκλήματα κατά της άγριας ζωής και την ανάδειξη της περιβαλλοντικής ευθύνης για την αντιμετώπιση ζημιών έναντι της βιοποικιλότητας σε περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 στην Κρήτη».
Ειδικότερα, κάποια από τα ενδεικτικά αποτελέσματα των δύο ερευνών είναι τα εξής:
• Η πλειονότητα των κατηγορουμένων για περιβαλλοντικά εγκλήματα κρίνονται αθώοι.
• Ο χρόνος μεταξύ της τέλεσης ενός περιβαλλοντικού εγκλήματος και της εκδίκασής του υπολογίστηκε με βάση τα συλλεχθέντα στοιχεία σε 4,96 έτη.
• Η μέση ποινή που επιβάλλεται υπολογίστηκε σε 9,3 μήνες φυλάκισης.
• Κυριότερα διωκόμενο έγκλημα είναι η αυθαίρετη δόμηση με ποσοστό 40% και ακολουθούν η παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης / παράνομη υλοτομία με ποσοστό 14,28% και η υποβάθμιση αιγιαλού με ποσοστό 10%.
• Το 82,91% των διοικητικών προστίμων κυμαίνεται από 1,00-5.000,00 ευρώ, ενώ αντιθέτως τα πρόστιμα τα οποία υπερβαίνουν τις 20.000,00 ευρώ αντιπροσωπεύουν μόνο το 1,90% του συνόλου.
• Πέρα από τα φυσικά πρόσωπα, οι κυριότεροι παραβάτες είναι επαγγελματίες του τουρισμού σε ποσοστό 28,15%, δημόσιοι φορείς σε ποσοστό 13,59% και μονάδες ελαιοτριβείων σε ποσοστό 9,7%.
• Κοινό και υπηρεσίες θεωρούν μέτρια τόσο την αποτελεσματικότητα της εθνικής και ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, όσο και την αποτελεσματικότητα της δίωξης για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα.
• Η περιβαλλοντική υποβάθμιση και το περιβαλλοντικό έγκλημα βρίσκονται πολύ χαμηλά στην ατζέντα τόσο των αρμόδιων φορέων/υπηρεσιών/κεντρικής διοίκησης, όσο και του γενικότερου πληθυσμού.
• Παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη έχει ενσωματωθεί στο Ελληνικό Δίκαιο περισσότερα από 5 χρόνια, δεν έχει εδραιωθεί ακόμα στη συνείδηση των αρμόδιων στη Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη.
• Εμφανίζεται διάχυτη η αμφισβήτηση της επάρκειας των υπηρεσιών στην εφαρμογή της Οδηγίας για την Περιβαλλοντική Ευθύνη όσο και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ως προς την κάλυψη περιπτώσεων περιβαλλοντικού εγκλήματος και/ή περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Να σημειωθεί ότι το έργο, που θα ολοκληρωθεί το 2020, συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ποσοστό 60% και απευθύνεται σε Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικηγόρους, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και δημόσιες αρχές με προανακριτικές αρμοδιότητες, αλλά και γενικότερα σε κοινωνικές ομάδες που δραστηριοποιούνται σε περιοχές του Δικτύου Natura 2000 της Κρήτης όπως αγροτικός πληθυσμός, επισκέπτες, ευρύ κοινό, δημοσιογράφοι, προανακριτικοί υπάλληλοι και επαγγελματίες του τουρισμού.
Σκοπό έχει να αναδείξει τη συσχέτιση της ελλιπούς εφαρμογής του Περιβαλλοντικού Δικαίου ως έναν ακόμα παράγοντα ενίσχυσης της έλλειψης περιβαλλοντικής συνείδησης και ευαισθησίας της κοινωνίας. Επιθυμεί να τεκμηριώσει ότι η ορθή εφαρμογή του Περιβαλλοντικού Δικαίου προάγει την τοπική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει την ορθή χρήση των φυσικών πόρων.