Από τον Δήμαρχο Ρεθύμνου λάβαμε και δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή-παρέμβαση ως απάντηση σε πρόσφατο σχόλιο συμπολίτισσας σχετικά με τις καταλήψεις κοινόχρηστων χώρων από επιχειρηματίες και οδηγούς, γεγονός που δυσχεραίνει τη διέλευση των πεζών.
«Κύριε Διευθυντά
Στο προχθεσινό φύλλο της εφημερίδας φιλοξενήσατε τη δικαιολογημένη διαμαρτυρία της συμπολίτισσας για την αυθαίρετη κατάληψη των πεζοδρομίων και άλλων κοινόχρηστων χώρων που καθιστούν δύσκολη έως και αδύνατη την ασφαλή διέλευση πεζών. Επειδή στο συγκεκριμένο σχόλιο τέθηκε και το ερώτημα «Ποιος είναι ικανοποιημένος» από παρεμβάσεις που γίνονται προς όφελος των δημοτών, εν προκειμένω από την ηχητική σήμανση που προσφάτως εγκατέστησε ο Δήμος μας στα φανάρια για την εξυπηρέτηση συνανθρώπων μας με προβλήματα όρασης, θα ήθελα να καταθέσω μερικές σκέψεις, οι οποίες ελπίζω να μας προβληματίσουν όλους γόνιμα:
Ο Δήμος Ρεθύμνης οφείλει να δημιουργήσει υποδομές που θα αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων και επισκεπτών του με ιδιαίτερη έμφαση στους συνανθρώπους μας με Αναπηρία. Η ευθύνη αυτή αποτελεί έναν από τους κεντρικούς άξονες της φιλοσοφίας και του κεντρικού σχεδιασμού που διέπει κάθε δράση του Δήμου. Η αποτύπωσή της στην πραγματικότητά μας είναι προφανής και τη βλέπουμε σε όλα τα έργα ανάπλασης που έχουν γίνει μέχρι σήμερα: τις αναπλάσεις πλατειών, οδών και πεζοδρομίων με τη δημιουργία ποδηλατοδρόμων, διάβασης τυφλών, ραμπών, διαδρόμων πρόσβασης κλπ. Αυτό που επίσης βλέπουμε καθημερινά είναι η αναίρεση ή ακόμη και η ακύρωση της χρησιμότητας αυτών των υποδομών, η οποία δυστυχώς οφείλεται στη διαφορετική, αντίληψη που έχει ο καθένας από μας περί χρήσης του δημόσιου χώρου. Σε αρκετές, δυστυχώς, περιπτώσεις, τις οποίες διαπιστώνουμε καθημερινά, η αντίληψη αυτή είναι στενή και άμεσα συναρτώμενη με τα οικονομικά συμφέροντα του κάθε επιχειρηματία που επιλέγει τέτοιες πρακτικές. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως επειδή υπάρχει παραβατικότητα οι αναπτυξιακές υποδομές είναι περιττές ή ότι παραγνωρίζεται ο ρόλος τους ως προστιθέμενη αξία στην πόλη μας και τους ανθρώπους της. Αντίθετα, μας υποχρεώνει όλους να ανασχεδιάσουμε την ατομική και συλλογική μας συμπεριφορά. Τι εννοώ; Συμφωνούμε, νομίζω, πως δεν απαιτείται ιδιαίτερη παιδεία για να αντιληφθούμε πως οτιδήποτε κάνουμε επηρεάζει όχι μόνο τη δική μας ποιότητα ζωής αλλά, βραχυπρόθεσμα, επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τους συνανθρώπους μας και, μακροπρόθεσμα, όλη την εικόνα και τη λειτουργία της πόλης. Αν σήμερα γινόταν μία δημοσκόπηση φαντάζομαι ότι κανείς δεν θα ψήφιζε υπέρ της κατάληψης πεζοδρομίου από οχήματα, ή διαφημιστικά σταντς ή καφάσια ή ακόμη και ζαρντινιέρες. Την επόμενη στιγμή όμως αρκετοί από μας, χωρίς περίσσιο προβληματισμό, θα παρκάρουμε πάνω σε πεζοδρόμιο, διάβαση ή ράμπα, με το πρόσχημα του «ενός λεπτού» ή θα καταλάβουμε ένα μέρος κοινόχρηστου χώρου με την πραμάτεια της επιχείρησής μας.
Άλλο ένα ζήτημα που τίθεται είναι η ανοχή μας απέναντι στην παράβαση. Είναι θέμα ατομικό και συλλογικό το πώς αποδοκιμάζουμε τέτοιες πρακτικές. Δηλαδή με ποιο τρόπο αποδεικνύουμε ότι δεν τις ανεχόμαστε πλέον; Συνεχίζουμε να συναλλασσόμαστε με όσους τις υιοθετούν, ή τους λέμε ότι δεν είναι πλέον από πλευράς μας ανεκτό ή επιτρεπτό;
Ίσως θεωρείται παράλογο να ζητά μια αρχή από τους πολίτες να καταστείλουν από μόνοι τους την παραβατικότητα. Το ίδιο παράλογο όμως έως και ανέφικτο είναι να παραμένουν οι πολίτες απαθείς σε τέτοιες συμπεριφορές αφού είναι αδύνατον να υπάρχει ένα αστυνομικό όργανο δίπλα σε κάθε παραβάτη.
Πέραν όμως των εξιδανικεύσεων, σε ότι αφορά το Δήμο Ρεθύμνου, όπως γνωρίζετε ΟΙ ΔΗΜΟΙ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ και κανένα μηχανισμό αστυνόμευσης της παραβατικότητας. Αυτό δεν το χρησιμοποιούμε ως άλλοθι αλλά ως μια αντικειμενική πραγματικότητα. Δεν ισχυριζόμαστε πως ακόμη κι όταν είχαμε Δημοτική Αστυνομία η κατάσταση ήταν τέλεια. Ήταν όμως σαφώς καλύτερη.
Το δύσκολο αυτό έργο έχει ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελληνική Αστυνομία. Η τοπική Διεύθυνση κάνει ό,τι μπορεί, αφού η δύναμή της δεν εμπλουτίστηκε με το προσωπικό, το οποίο αποστέρησαν από τους Δήμους, για να εκτελέσει το έργο της αστυνόμευσης με την απαιτούμενη επάρκεια.
Η πρόταση η δική μας ήταν σαφής εξ αρχής και έχει διατυπωθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο: Η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας ήταν άστοχη και απαιτείται άμεσα η επανίδρυσή της είτε στο πλαίσιο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είτε ως αυτοτελές Τμήμα, αρκούντως στελεχωμένο, που να υπάγεται διοικητικά στην ΕΛ.ΑΣ. Εκτός κι αν αποδείξουμε ως κοινωνία ότι δεν χρειαζόμαστε αστυνόμευση για τα αυτονόητα.
Εμείς, ως Τοπική Αυτοδιοίκηση, θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε κάθε έργο και κάθε υποδομή που θα διευκολύνει τη ζωή των πολιτών και των επισκεπτών του Ρεθύμνου και θα αισθανόμαστε, κάθε φορά που καταφέρνουμε να τα διεκδικήσουμε, να τα κερδίσουμε και να τα υλοποιήσουμε, ικανοποιημένοι και υπερήφανοι. Ευχόμαστε να τύχουν αυτές οι υποδομές το σεβασμό που αξίζουν, ειδικά αν απευθύνονται σε συνανθρώπους μας με προβλήματα υγείας.
Ευχαριστώ τη συμπολίτισσα που μας κατέθεσε τον προβληματισμό της κι εσάς που τον δημοσιοποιήσατε μέσα από την εφημερίδα σας. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία ενός προβληματισμού επί της ατομικής και συλλογικής μας ευθύνης απέναντι σε όσα θίχτηκαν κι ελπίζουμε αυτός ο προβληματισμός να δώσει υγιές έναυσμα για επαναξιολόγηση της εν γένει στάσης και πρακτικής μας».
* Ο Γιώργης Χ. Μαρινάκης είναι δήμαρχος Ρεθύμνου