Κατά 40% αυξήθηκε η φτώχεια στην Ελλάδα την οκταετία της οικονομικής κρίσης 2008 – 2015 με τη χώρα μας να κατέχει μια ακόμα αρνητική πρωτιά ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως προκύπτει από την έρευνα που διενέργησαν επιστήμονες του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας της Κολωνίας.
Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα με εξαίρεση την Πορτογαλία, όπου τα τελευταία οκτώ χρόνια μειώθηκε η φτώχεια κατά 4,8%, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες η φτώχεια αυξήθηκε. Το αρνητικό ρεκόρ της Ελλάδας με ποσοστό 41,5% ακολουθούν Κύπρος και Ιρλανδία με 28%, η Ιταλία με 11% και η Ισπανία με 18%. Σημειώνεται ότι στη Βουλγαρία η φτώχεια μειώθηκε κατά 24,3% και στη Γερμανία κατά 7,5%.
Υπενθυμίζεται ότι στην ΕΕ όποιος αμείβεται με λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος απειλείται από τη φτώχεια.
Σημαντικό ρόλο για τους ερευνητές στην Κολωνία έπαιξαν και άλλοι παράμετροι που σχετίζονται με βασικές υλικές ανάγκες, όπως η αδυναμία καταβολής ενοικίου, η αδυναμία να κάνει κάποιος διακοπές, ακόμα και η κατοχή αυτοκινήτου.
Για τον λόγο αυτό το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο έχει δημιουργήσει τον αποκαλούμενο «πολυδιάστατο δείκτη φτώχειας».
Ο δείκτης λαμβάνει υπόψη εκτός από το εισόδημα και τη στέρηση υλικών αγαθών, τους παράγοντες υποαπασχόληση, χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, τις επιπτώσεις διαμονής σε υποβαθμισμένες περιοχές και τέλος, τους περιορισμούς που σχετίζονται με την υγεία.
Στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών η Ελλάδα καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις μαζί με την Ρουμανία και τη Βουλγαρία, όπου -όπως σημειώνεται πιο πάνω- καταγράφηκε σημαντική μείωση της φτώχειας. Στην πρώτη τριάδα, με τη λιγότερη φτώχεια, βρίσκονται Νορβηγία, Ελβετία, Σουηδία και Φιλανδία, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης της φτώχειας την τελευταία οκταετία καταγράφηκε στην Πολωνία με 31%.
Η έρευνα του γερμανικού ινστιτούτου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα δύο κύρια εργαλεία αντιμετώπισης της φτώχειας είναι η εργασία και η εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, όσοι είναι άνεργοι και έχουν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να διολισθήσουν στη φτώχεια.