Α’ Μέρος
Εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου μέχρι την εποχή μας επικράτησε στον Ελληνικό χώρο, και όχι μόνο, η τάση να διατυπώνονται σε έμμετρο λόγο κάθε είδους σημαντικά γεγονότα, αλλά και σκέψεις και συναισθήματα και πρακτικές συμβουλές, αναμνήσεις προσώπων, μυθικές αντιλήψεις, αστειότητες, μια συνολική έκφραση της δραστηριότητας, της διανόησης και των συναισθημάτων του ανθρώπου. Ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος να απομνημονευτούν χωρίς να αλλοιωθούν. Έτσι διαμορφώθηκε στην αρχαιότητα μεγάλος αριθμός ειδών ποίησης, που αποτελεί τεράστιο σε όγκο και σημασία γραμματειακό είδος, καθώς και πολλοί «μετρικοί πόδες», με συνδυασμούς της ποσότητας των φωνηέντων, μακρό – βραχύ, π.χ. ο Δάκτυλος (-υυ), Ανάπαιστος (υυ-), ο Ίαμβος (υ-) κλπ.
Στα νεότερα χρόνια, όταν η ποσότητα των φωνηέντων δεν ήταν πια αισθητή, δημιουργήθηκαν άλλα ποιητικά μέτρα με βάση τώρα τις ισχυρά τονιζόμενες συλλαβές και την ομοιοκαταληξία κυρίως στη λαϊκή ποίηση, σπάνια πια στη λόγια. Από τα μέτρα αυτά αναδείχτηκε κυρίαρχος ιδιαίτερα στην Κρήτη ο Ιαμβικός Δεκαπεντασύλλαβος, ο οποίος καταξιώθηκε με τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, τον «Ὅμηρο τῆς χυδαϊκῆς (δημώδους) φιλολογίας» κατά τον Κοραή. Οι παλαιότερες και σύγχρονες Μαντινάδες είναι όλες διατυπωμένες σε ομοιοκατάληκτο Ιαμβικό Δεκαπεντασύλλαβο. Σημειώνεται ότι η λέξη Μαντινάδα είναι βενετσιάνικο γλωσσικό κατάλοιπο (matinada) και σημαίνει πρωινό τραγούδι, καντάδα (πβ. γαλλικό matin = πρωί).
Ένα είδος λαϊκής ποίησης με ευρεία διάδοση στα νεότερα χρόνια ήταν η Ρίμα. Σήμερα σημαίνει «ομοιοκαταληξία», αλλά παλιότερα εννοούσε ένα μακροσκελές στιχούργημα, που εσατίριζε τον θάνατο ενός μεγάλου ζώου, βοδιού ή γαϊδάρου κυρίως, σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του και την οικογένειά του. Εκυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα σε όλο το χωριό και τα κοντινά χωριά και γελούσε ο κόσμος. Τότε το γέλιο δεν εκπορευόταν από καμιά τηλεοπτική κονσέρβα, αλλά ανάβλυζε αυθόρμητα ως ψυχική ανάγκη από τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, παρά την κουραστική ή ακόμη και ως αντίδραση στην κουραστική και συχνά ανασφαλή ζωή τους. Η διατύπωση της Ρίμας ήταν μερικές φορές κυριολεκτική, αλλά συχνότερα ήταν υπαινικτική.
Η παλιότερη ολόκληρη Ρίμα που έχω βρει είναι δημοσιευμένη από τον διάσημο όσο και άδικα αγνοημένο δάσκαλο λαογράφο Ευάγγελο Φωτάκη, το «Ανεζηνιώ», από τα Αχτούντα (έχω το αρχείο του, όσο είναι γνωστό, και ελπίζω να αξιωθώ να συμβάλω στη δικαίωσή του). Είναι στην εφημερίδα «Ο Τύπος», τον Αύγουστο του 1934 και έχει ως εξής: ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ-ΟΙ ΡΙΜΕΣ.
Δέ μοῦ λές ἀτζάνο μου, ἂ γατές ἀπατός σου, Πετράκι, ἢντα θέλει ὁ γείτονάς σου τσί χωριανούς καί δέν ἐσωλαΐστηκενε ἀπού τήν ταχινή, μόνο γυρίζει καί σολατσάρει (…… κενό στην εκτύπωση….) περάση κανένα μεσοδόκι κι ὂντιμως μούδ’ ὁ γείς μουδ’ ἂλλος.
– Ἂδικο στή σόρτε-ν-του, τοῦ κακομοίρη: Τό ζευτικόν του, τ’ ἀτσιποδιάρη, ἐψόφησενε, γροικᾶς, πρίχου νά ξημερώσει – μπεσπελί, ὡς ἐσηκώθηκενε, τό βρῆκεν κορδάκι – κι ἐδά θέλει νά τό βολοσύρει κι ὂντιμως δέν τοῦ σιμώνει καείς μουδέ ξένος μουδέ δικολογιός, γιατί, κατά το φανεῖ, φοβούνται τσί ρίμες.
– Μωρέ, για το θεργιό!! Ντά ἀπό ἐβερντέ γίνεται τοῦτο!
– Ναίσκε, μαθώς…. πανταιωνίως μου τ’ ἀναστοροῦμαι, μ’ ἀπῆς ἐβγάλανε τή ρίμα γιά τό γαΐδαρο τοῦ χρυσοχοῦ, ἀπού ψόφησενε στοῦ Σαχτούρη τό σπῆτι, τοῦ διαόλου τό σιμώσει μπλειό κιαείς, ἂν τοῦ τάσσης ἐδά κι ἀπάκια, ἀπού λέει ο λόγος. Μά κατές πώς ἐδά τέθοια ρίμα δέν ἐγιαραντίστηκενε, ἀπής ἐστάθηκενε, τά μάνη μας, τό χωριό;
– Αἲ δέν τήν ἂκουσα γώ, μόνο κοντό δέ σοῦ παντιδώνει νά μοῦ τήν πῆς μιᾶς κοπανιάς;
– Δέ μέ πολυγνοιάζει, μωρέ, μονό ‘ναι μιά οὐλιά μεγαλοπή. Μά πάλι για χατήρι σ’ ἀφουρκάζου.
Ἀκούσετε νά σᾶς σε πῶ, οὖλοι μικροί μεγάλοι,
καί ὃποιος δέν τό πικραθεῖ, τό μῆνα νά μή βγάλη.
Ὁ χάροντας ἐσκέφθηκε νά παίξη τό δοξάρι,
του Χρυσαφοῦ τό γάϊδαρο μέ ντογρουτζά να πάρη.
Ἐψόφησεν ὁ γάϊδαρος, πού ‘φερεν τό Σαχτούρη,
κι ᾂφησεν πίκρες καί καϋμούς στοῦ Χρυσαφοῦ τ’ ἄχούρι.
Διάολε κι ἀποδιάολε ποῦ ἤτονε γραφτό του,
ν’ ἂφήσει τό σωμάριν του, τό μουραδόσκοινό του.
Ἐπέψανε τήν Ἑλενιά νά βρῆ τό Διακαντώνη,
γιατί ὁ ἒρμος γάϊδαρος τά πόδια -ν-του ξεντώνει.
Ὁ Διακαντώνης εἲπενε τότε τήν ὁδηγιάν του,
ἀμέτε νά ξανοίξετε, ἂν εἶν’ κρυγιά τ’ αὐχιά -ν-του.
Ἂν εἶν’ τ’ αὐθιά του ὁλόκρυγια, τ’ ἀρθούνια τ’ ἀνοιμένα,
να ξέρετε δέ βρίσκεται μπλειό γιατρικό κιανένα.
– Κατές ὃμως, ταχυά σοῦ λέω τήν ἂλλη, γιατί δέ μοῦ παντιδώνει δα μπλειό.
Η συνέχει της ρίμας στο επόμενο Σημείωμα.